
Μια Ζωή Ταλαιπωρία
- ¿Qué He Hecho Yo Para Merecer Esto?
- What Have I Done to Deserve This?
- 1984
- Ισπανία
- Ισπανικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά
- Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα
Η Γκλόρια είναι μια καθαρίστρια που ζει σε ένα κατάμεστο διαμέρισμα: ο δύστροπος σύζυγος Αντόνιο, ένας πρώην σοφέρ που έχει πάθος για μια γηραιά γερμανίδα τραγουδίστρια, ο ένας γιος που πουλάει ηρωίνη, ο άλλος που κοιμάται με άντρες, η πεθερά που πουλάει βραστό νερό και γλυκά στην ίδια της την οικογένεια. Ένα χάος που μπλέκεται ολοένα και περισσότερο. Μπορεί η Γκλόρια να το ξεμπλέξει ή θα μουρλαθεί τελείως;
Σκηνοθεσία:
Pedro Almodovar
Κύριοι Ρόλοι:
Carmen Maura … Gloria
Angel de Andres Lopez … Antonio
Juan Martinez … Toni
Miguel Angel Herranz … Miguel
Chus Lampreave … η γιαγιά
Veronica Forque … Cristal
Kiti Manver … Juani
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pedro Almodovar
Παραγωγή: Herve Hachuel
Μουσική: Bernardo Bonezzi
Φωτογραφία: Angel Luis Fernandez
Μοντάζ: Jose Salcedo
Σκηνικά: Roman Arango, Pin Morales
Κοστούμια: Cecilia Roth
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: ¿Que He Hecho Yo Para Merecer Esto?
- Ελληνικός Τίτλος: Μια Ζωή Ταλαιπωρία
- Διεθνής Τίτλος: What Have I Done to Deserve This?
- Εναλλακτικός Τίτλος: ¿Que He Hecho Yo Para Merecer Esto!
Παραλειπόμενα
- Η τέταρτη ταινία του Pedro Almodovar ήταν και η πρώτη που του προσέφερε διεθνή διάκριση, μαζί και διανομή στις ΗΠΑ.
- Ο σκηνοθέτης περιέγραψε την ταινία του ως φόρο τιμής στον ιταλικό νεορεαλισμό. Παρόλα αυτά, η θεματική του περιλαμβάνει ακραία κοινωνικά ζητήματα, όπως η πορνεία και η παιδοφιλία, αλλά κι ένα παιδί με τηλεκίνηση.
- Η Victoria Abril απέρριψε τον ρόλο της Κριστάλ, μια και δεν ήθελε εκ νέου να παίξει μια πόρνη. Τον ίδιο ρόλο απέρριψε και η Angela Molina.
- Η γνωστή από τις συμμετοχές της σε ταινίες του Almodovar, Cecilia Roth, κάνει ένα πέρασμα ως μοντέλο σε διαφήμιση, αλλά και για πρώτη και τελευταία της φορά υπογράφει τα κοστούμια ενός φιλμ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στην ταινία ακούγεται το κλασικό La Bien Paga από τη φωνή του Miguel de Molina, μόνο που επί της εικόνας εμφανίζεται να το τραγουδάει ντουμπλαρισμένος ο ίδιος ο Almodovar.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/7/2019
Τριάντα πέντε χρόνια έχουν περάσει αισίως από την πρώτη προβολή του υπό ανάλυση φιλμ, και όσο κι αν ο Almodovar έχει αγγίξει από τότε ένα επίπεδο δημιουργικής συνειδητοποίησης και ωριμότητας που κάνουν δουλειές σαν και αυτή να φαντάζουν ελάσσονες συγκριτικά, δεν είναι δυνατό να μην παραδεχθεί κανείς την επιδραστικότητα που άσκησε στη χώρα παραγωγής του αλλά και αλλού αυτό το θερμόαιμο μείγμα κωμωδίας και τραγωδίας εμπλουτισμένο με απρόσμενες δόσεις παραλόγου κι έντονα, ενίοτε σχεδόν κιτς, χρώματα, τα οποία ο ίδιος κατοχύρωσε οριστικά σαν προσωπική του συνταγή εδώ.
Ίσως το πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο του «Μια Ζωή Ταλαιπωρία» είναι το πόσο δεξιοτεχνικά κρατά τις ισορροπίες, αφηγούμενο μια εξαιρετικά λυπηρή συνθήκη με περίσσιο χιούμορ, που δεν φοβάται να πατήσει ακόμη και στα χωράφια της φάρσας, χωρίς όμως ποτέ σχεδόν να ξεπέφτει στη φτήνια, και όντας σε θέση να σπάει πλάκα, δεν παραβλέπει ακόμη και τον συγκινησιακό παράγοντα, ειδικά πλησιάζοντας προς το γλυκόπικρο φινάλε. Αν και είναι εμφανές πως ο ταλαντούχος Ισπανός ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να συνθέσει μια πλουμιστή πινακοθήκη χαρακτήρων γεμάτων ιδιομορφίες από ό,τι να γράψει μια στιβαρή σε δραματουργία ιστορία, είναι τόσο πλούσιο το περιβάλλον που δημιουργεί μέσω των ξεχωριστών οπτικών των ηρώων του, που τα κενά της συχνά δίχως κεντρικό βάρος πλοκής καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό.
Άκρως αντιπροσωπευτική του ύφους που επικρατεί εδώ είναι η μελετημένη ερμηνεία της Carmen Maura, που έχει να επωμιστεί το βάρος ενός ρόλου που περνάει μέσα από εξωφρενικής έντασης καταστάσεις. Και όμως, το πορτραίτο της είναι ψύχραιμο και σίγουρο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, σαν να φιλτράρει με ιδανικό τρόπο την τρέλα του σεναρίου και να βγαίνει από πάνω, αν όχι σαν μια φωνή λογικής, μιας και ουκ ολίγες φορές πράττει όπως υπαγορεύουν τα πάθη της, τότε σίγουρα σαν μια πειστική ανθρώπινη φιγούρα που καθίσταται συμπαθής ακόμη κι όταν εκτροχιάζεται επειδή οι αιτίες που την καθοδηγούν σε αυτήν την πορεία γίνονται κατανοητές. Όσο κι αν υπάρχει μέχρι κι εξαιρετική υποστήριξη από κάποιους δεύτερους ρόλους (αξιολάτρευτη η στωικότητα της Chus Lampreave και άκρως πληθωρική με την καλή έννοια η διαχυτικότητα της Veronica Forque), το φιλμ εντέλει καθορίζεται κυρίως από αυτήν την εξαιρετική πρωταγωνιστική παρουσία. Χάρη στη φυσικότητα της ίδιας, το τελικό αποτέλεσμα ξεπερνάει τα στεγανά ενός πικρόχολου καλαμπουριού και φοράει περήφανα τον μανδύα ακόμη κι ενός κοινωνικού σχόλιου με πολλαπλούς στόχους, από το ανάλγητα πατριαρχικό οικογενειακό μοντέλο της χρονικής περιόδου κατά την οποία γυρίστηκε η ταινία, μέχρι ολόκληρη τη δομή του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της Ισπανίας, που ακόμη και στη μετά Franco εποχή οδηγεί μέχρι και στην κυριολεκτική και μεταφορική εκπόρνευση του ατόμου.
Δείχνει πολλά για την ικανότητα του ελέγχου του Almodovar επάνω στο υλικό του το γεγονός πως, παρόλο που έχει να διαχειριστεί ένα οριακά χαοτικό μικροσύμπαν γεμάτο χαρακτήρες και υποπλοκές, είναι τόσο πολύ εντός του στοιχείου του, που σχεδόν ποτέ δεν δείχνει να ζορίζεται προσπαθώντας να κρατήσει τα πάντα σε μια σειρά. Το ότι υπάρχουν αδυναμίες εδώ κι εκεί (για παράδειγμα, η κωμωδία ενίοτε είναι τόσο στυφή που περισσότερο προκαλεί θλίψη παρά γέλιο, κάτι που δικαιολογείται στα πλαίσια της δραματουργίας αλλά ταυτόχρονα αποδυναμώνει αρκετά τη χιουμοριστική δυναμική του υλικού) είναι κάτι λογικό, αν ληφθεί υπόψιν η ακόμη ελαφρώς άγουρη δημιουργική φύση του σκηνοθέτη. Άλλωστε, με όλα τα ελαττώματα που παρατηρούνται τελικώς εδώ, δεν γίνεται παρά να αναγνωριστούν κάποια στοιχεία που αντικειμενικά αποτελούν επιτεύγματα μέσα στην όλη κατασκευή, με σημαντικότερο ίσως το ότι μια πρώτη ύλη που προσφέρεται για μια κωμωδία παρεξηγήσεων και καταστάσεων αποκτά προεκτάσεις κοφτερού σχολιασμού των κακώς κειμένων μιας ολόκληρης κοινωνίας (που ίσως να απευθύνεται και πέρα από την Ισπανία στις παθογένειες των μεσογειακών χωρών εν γένει). Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια πρώτης τάξεως προετοιμασία για μία από τις πιο ποικιλόχρωμες φιλμογραφίες που ήρθαν από την Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980 και στο εξής.
Βαθμολογία: