Pulp Fiction
- Pulp Fiction
- 1994
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά, Γαλλικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία
- 04 Νοεμβρίου 1995
Δύο σκληροί εκτελεστές με φιλοσοφικές ανησυχίες. Ένας αποτυχημένος πυγμάχος που προσπαθεί να πιάσει την καλή. Μια κακομαθημένη καλλονή εθισμένη στην κοκαΐνη. Ένα ζευγάρι ληστών που αγαπιούνται τρελά…
Σκηνοθεσία:
Quentin Tarantino
Κύριοι Ρόλοι:
John Travolta … Vincent Vega
Samuel L. Jackson … Jules Winnfield
Uma Thurman … Mia Wallace
Bruce Willis … Butch Coolidge
Harvey Keitel … Winston Wolfe
Tim Roth … Ringo ‘Pumpkin’
Amanda Plummer … Yolanda ‘Honey Bunny’
Maria de Medeiros … Fabienne
Ving Rhames … Marsellus Wallace
Eric Stoltz … Lance
Rosanna Arquette … Jody
Christopher Walken … λοχαγός Koons
Phil LaMarr … Marvin
Frank Whaley … Brett
Burr Steers … Roger
Paul Calderon … Paul
Bronagh Gallagher … Trudi
Steve Buscemi … Buddy Holly
Duane Whitaker … Maynard
Peter Greene … Zed
Quentin Tarantino … Jimmie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Quentin Tarantino
Στόρι: Quentin Tarantino, Roger Avary
Παραγωγή: Lawrence Bender
Φωτογραφία: Andrzej Sekula
Μοντάζ: Sally Menke
Σκηνικά: David Wasco
Κοστούμια: Betsy Heimann
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Pulp Fiction
- Ελληνικός Τίτλος: Pulp Fiction
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (John Travolta), δεύτερο αντρικό ρόλο (Samuel L. Jackson), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Uma Thurman) και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα), σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (John Travolta) σε δράμα, δεύτερο αντρικό ρόλο (Samuel L. Jackson) και δεύτερο γυναικείο ρόλο (Uma Thurman).
- Βραβείο Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Samuel L. Jackson) και σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (John Travolta), πρώτο γυναικείο ρόλο (Uma Thurman), φωτογραφία, μοντάζ και ήχο.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Καλύτερη ταινία στα βραβεία Film Independent Spirit.
- Πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ της Στοκχόλμης.
Παραλειπόμενα
- Ο Tarantino κι ο Avary είχαν αποφασίσει να κάνουν μια μικρού μήκους ταινία, με υλικό που είχε ξεκινήσει ο δεύτερος να γράφει από το 1990. Όταν συνειδητοποίησαν ότι κανείς δεν χρηματοδοτεί τις μικρού μήκους ταινίες, στράφηκαν στο να γίνει μια μεγάλου μήκους, κομμένη σε τρία κεφάλαια. Τα δύο θα τα σκηνοθετούσαν ο καθένας τους από ένα, ενώ άφηναν έναν τρίτο για όποιον σκηνοθέτη βρισκόταν διαθέσιμος να συμμετάσχει. Το σενάριο όμως που έγραψε ο Tarantino έγινε η βάση για την πρώτη του ταινία, το Reservoir Dogs, κι έτσι ξεκίνησε από την αρχή να γράφει ένα νέο σενάριο το 1992. Αυτό κατέληξε στα χέρια του παραγωγού Lawrence Bender και μαζί ίδρυσαν την εταιρία A Band Apart, με το ένα εκατομμύριο δολάρια που τους εξασφάλισε η Jersey Film για την ταινία.
- Η Jersey Film είχε ήδη συμφωνία επί της διανομής με την Columbia TriStar, με την έναρξη γυρισμάτων να φαίνεται ορατή. Το στούντιο όμως μετάνιωσε για την αρχική του απόφαση, μια και στελέχη του είχαν βρει το σενάριο “παλαβό”. Ο Lawrence Bender τότε στράφηκε στη Miramax, την ανεξάρτητη εταιρία που μόλις είχε αποκτηθεί από την Disney. Οι αδελφοί Weinstein ενθουσιάστηκαν με όσα διάβασαν, και με αυτή την ταινία έκαναν ντεμπούτο στις αυτόνομες χρηματοδοτήσεις τους.
- Ο Michael Madsen προτίμησε το Γουάιατ Ερπ από τον ρόλο του Βίνσεντ Βέγκα, και αργότερα δήλωσε μετανιωμένος. Για τον ρόλο αυτό, ο Harvey Weinstein πίεζε για τον Daniel Day-Lewis, αλλά ο Travolta αποδέχτηκε με πολύ χαμηλό μισθό, κερδίζοντας με αυτή την επιλογή του μια οσκαρική υποψηφιότητα.
- Ο ρόλος του Τζουλς είχε γραφτεί για τον Laurence Fishburne, αλλά ο ηθοποιός δεν ήθελε κάτι που έμοιαζε με δεύτερο ρόλο.
- Η Holly Hunter και η Meg Ryan ήταν οι επιλογές της Miramax για τη Μία, έχοντας κατά νου και τις Alfre Woodard και Meg Tilly. Μόλις όμως ο σκηνοθέτης συναντήθηκε με τη Thurman, είχε ήδη καταλήξει στην τελική του επιλογή.
- Ο Ρίνγκο γράφτηκε για τον Tim Roth, αν και σε κάποιο αρχικό στάδιο ο Tarantino τον είχε οραματιστεί και ως Βίνσεντ, με τον Gary Oldman ως Τζουλς, με προοπτική να έγραφε ξανά το σενάριο για δύο βρετανούς τύπους.
- Η Pam Grier είχε περάσει από οντισιόν για την Τζούντι, αλλά ο σκηνοθέτης δεν ήθελε το κοινό να έβλεπε να της βάζει τις φωνές ο Λανς, ο σύζυγος της επί της ταινίας. Τη θυμήθηκε όμως στην επόμενη του ταινία, το Τζάκι Μπράουν.
- Τα γυρίσματα έγιναν με φιλμ 50 ASA, που ήταν από τα πιο αργά στοκ της αγοράς. Αυτό βοήθησε στη δημιουργία μιας ιλουστρασιόν εικόνας, κοντά στο παλιό Technicolor.
- Το όνομα του Bruce Willis, αν κι έρχονταν από κάποιες εμπορικές αποτυχίες, ήταν που βοήθησε περισσότερο τη Miramax στην εξασφάλιση πόρων από τη διεθνή διανομή.
- Το φιλμ απέφερε πολύ χρήμα στους δημιουργούς του. Με ένα b-movie μπάτζετ των 8,5 εκατομμυρίων δολαρίων, απέφερε 213,9.
- Το 2004, ο Tarantino είχε μιλήσει για μια πιθανή ταινία με τα αδέλφια Βέγκα, που θα ερμήνευαν ο John Travolta με τον Michael Madsen, χωρίς να υλοποιείται ποτέ κάτι.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Δεν γράφηκε κανένα αυθεντικό μουσικό θέμα για το φιλμ, αλλά το σάουντρακ είχε μεγαλειώδη επιτυχία. Πέρα από τις επιλογές του ίδιου του σκηνοθέτη κυρίως από τα 1970, η διασκευή του Girl, You’ll Be a Woman Soon του Neil Diamond από τους Urge Overkill είχε αυτόνομη επιτυχία. Cult, δε, έγινε το surf-rock μουσικό θέμα Misirlou (αυθεντικά αραβικής καταγωγής, αλλά πρωτίστως γνωστό από το ελληνικό ρεμπέτικο) του Dick Dale, το οποίο κι ανοίγει την ταινία.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 23/2/2019
Η δεκαετία του 1990 δεν ήταν δα ό,τι καλύτερο για τον κινηματογράφο, αλλά έβγαλε κάποιες ταινίες που καθόρισαν για τα καλά το σινεμά όπως το βλέπουμε ακόμα στις μέρες μας. Μία από αυτές τις ταινίες δεν ήταν άλλη από την παρούσα. Το «Pulp Fiction» πηγαίνει το φαινόμενο «Reservoir Dogs» μίλια μπροστά, ακόμα κι αν ποιοτικά δεν το ξεπερνάει. Κάνει αυτό που έκανε κι ο Peckinpah πριν πολλά χρόνια διαβάζοντας διαφορετικά το θέμα της βίας, ανακαθορίζοντας το ίδιο θέμα όσον αφορά τη μορφή την περιθωριακή μορφή που έχει πάρει στις μετά παραδοσιακής μαφίας εποχές.
Εκεί που κάποτε στα σπαγγέτι είχαμε μια μεθόριο, εδώ έχουμε μια πόλη γεμάτη ανύποπτους, αθώους περαστικούς, και ανάμεσα τους χωράνε με όλη τους την άνεση ένα κάρο χαρακτήρες βγαλμένοι από ακραίο κόμικ. Ο Tarantino βλέπει μια κωμικότητα σε αυτούς τους ανθρώπους, παράλληλα όμως αγκαλιάζει τον τρόπο ζωής τους, όπως πράττει ένας κατασκευαστής ντομινό, γνωρίζοντας ότι έπειτα όλα αυτά θα σωριαστούν. Ο δημιουργός πιο απλά βρίσκει μια παράξενη ελκυστικότητα για τύπους δίχως αύριο. Τους χαρίζει μαγκιά, φιλοσοφία, διαφορετικότητα, γούστο. Και αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί προηγουμένως, σπέρνει σε διαφορετικά στόρι αυτούς τους ήρωες, σε μια οπτική αλά Robert Altman, για να δείξει κι ότι είναι μια επικρατούσα πραγματικότητα, κι όχι μια μοναδικότητα που θα έρθει και θα παρέλθει. Την ίδια ώρα, τους κάνει οικείους, δεν είναι πια ο Σημαδεμένος που απλά δεν ήθελες να πέσεις στον δρόμο του. Όποιος γνώριζε από περιθώριο, ίσως ήταν η πρώτη φορά στον εμπορικό κινηματογράφο (ακόμα κι αν η ταινία κόστισε ελάχιστα) που είδε αυτά που γνωρίζει, κι όχι αυτά που οι «ξενέρωτοι» σεναριογράφοι διάβαζαν έξω από τον χορό. Το είχαμε δει αυτό εν είδει δράματος και κλασικού νουάρ, αλλά όχι σε σύγχρονη γκανγκστερική ταινία, πόσο μάλλον με κωμική χροιά.
Είναι και από τις σπάνιες περιπτώσεις που ο Tarantino δεν «αντιγράφει». Έχει αυτή τη ρετρό νοσταλγία για τα 1970 κι εδώ, αλλά παράγει κάτι που απλά καθυστέρησε δύο δεκαετίες να δει το φως. Μα και τι τεχνίτης! Κοφτές σκηνές, μοντάζ που δένει τόσο ενιαία τις διάφορες μικρο-ιστορίες, παιχνίδια με την κάμερα που δεν επαναλαμβάνονται και σε δεύτερη σκηνή, αλλά κυρίως ένα δέσιμο του καστ και του σεναρίου που ακόμα κι αν είναι φαινομενικά ξεκομμένα, τους δίνει μια απολαυστική ροή. Καταργεί το αιώνιο πρόβλημα αυτών των ταινιών περί εσωτερικής ανισότητας, σε μια ταινία που κυλάει σε ευθεία και εκρήγνυται ανά τακτά διαστήματα για να μην «πέσει «ποτέ» ο θεατής. Βέβαια, δεν αφήνουμε τυχαία τελευταίο άλλο ένα σήμα κατατεθέν του δημιουργού, που είναι φυσικά το σενάριο. Με αναβαθμισμένη τρέλα κι από αυτή του «Reservoir» (εκεί είχαμε μονάχα τη σκηνή του φιλοδωρήματος), φαινομενικά ασήμαντες κουβέντες παίρνουν διάσταση ξεκαρδιστική, κι ενώ σπανίζει η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι άκουσες «ατάκα». Είναι αυτή η φυσικότητα που προφέρονται από τους ήρωες οι «παλαβομάρες», που σοκάρει τον μέσο θεατή που στην καθημερινότητα του δεν έχει συνηθίσει αυτή την ορίτζιναλ τρέλα του περιθωρίου.
Όπως βέβαια και να το πάρουμε, το «Pulp Fiction» είναι μεν ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος, αλλά είναι ακόμα περισσότερο μια ατόφια λαϊκή ταινία. Είναι κατασκευασμένη να αρέσει στους πάντες, ακόμα και σε αυτούς που δεν θα ανακαλύψουν κάτι το ιδιαίτερα ποιοτικό σε αυτήν. Γιατί ακόμα κι αν δεν κοπιάρει κάποιου είδους σινεμά, φέρνει στο φως μια υπάρχουσα επί χρόνια και χρόνια πραγματικότητα, που απλά ως τότε δεν θεωρούνταν εμπορεύσιμη. Κι έκτοτε, το φυσικό πουλάει όσο ποτέ πριν, χωρίς να μένει κατά ανάγκη στην cult στρατόσφαιρα. Δεν έχει παλιώσει ούτε μέρα, δείτε το ξανά και ίσως πιάσετε και κάποια έξτρα φρασούλα που περάσατε τότε στο ντούκου.
Βαθμολογία:
Υπερεκτιμημένη χαζομάρα.