Μια φορά κι έναν καιρό, όπως περίπου συμβαίνει στα παραμύθια, μια συνεσταλμένη έφηβη βρέθηκε σε μια θέση που θα ζήλευαν εκατομμύρια κορίτσια: έγινε η εκλεκτή της καρδιάς του Έλβις Πρίσλεϊ, του μεγαλύτερου ποπ ειδώλου του 20ού αιώνα, κι αργότερα γυναίκα του. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Όχι ακριβώς… Η ανορθόδοξη ενηλικίωση της Πρισίλα Πρίσλεϊ από τα 17 της μέχρι τα 27 χρόνια πλάι σε έναν κυκλοθυμικό βασιλιά, θα συνοψιστεί μέσα σε ένα παλάτι που έμελλε να γίνει το χρυσό κλουβί της.
Σκηνοθεσία:
Sofia Coppola
Κύριοι Ρόλοι:
Cailee Spaeny … Priscilla Ann Wagner-Presley
Jacob Elordi … Elvis Presley
Ari Cohen … λοχαγός Paul Beaulieu
Dagmara Dominczyk … Ann Beaulieu
Tim Post … Vernon Presley
Lynne Griffin … γιαγιά ‘Dodger’
Dan Beirne … Joe Esposito
Rodrigo Fernandez-Stoll … Alan ‘Hog Ears’
Dan Abramovici … Jerry Schilling
R Austin Ball … Larry Geller
Olivia Barrett … Alberta
Stephanie Moore … Dee Presley
Luke Humphrey … Terry West
Evan Annisette … Mike Stone
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sofia Coppola
Παραγωγή: Sofia Coppola, Youree Henley, Lorenzo Mieli
Μουσική: Phoenix
Φωτογραφία: Philippe Le Sourd
Μοντάζ: Sarah Flack
Σκηνικά: Tamara Deverell
Κοστούμια: Stacey Battat
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Priscilla
- Ελληνικός Τίτλος: Priscilla
Σεναριακή Πηγή
- Απομνημονεύματα: Elvis and Me των Priscilla Presley, Sandra Harmon.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Cailee Spaeny) σε δράμα.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Cailee Spaeny).
Παραλειπόμενα
- Η Priscilla Presley όχι μονάχα ενέκρινε την ταινία, αλλά βρίσκεται και στην ομάδα των εκτελεστών παραγωγής. Αντίθετα, η Lisa Marie Presley, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, κριτίκαρε έντονα τον τρόπο που απεικονίζεται ο πατέρας της.
- Δεύτερη ψηφιακή ταινία για τη Sofia Coppola (μετά το Οι Ύποπτοι Φορούσαν Γόβες), μια απόφαση που λήφθηκε εν μέρει για να μειωθεί το μπάτζετ.
- Σύμφωνα με την Coppola, περίπου μίας βδομάδας γυρισμάτων υλικό κόπηκε από το σενάριο, όταν αποσύρθηκε μέρος της χρηματοδότησης.
- Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν μέσα σε 30 ημέρες, και έλαβαν χώρα στο Τορόντο.
- Η Sony είχε αγοράσει τα διεθνή δικαιώματα διανομής, αλλά αποχώρησε όταν προέκυψαν έξτρα δικαιώματα των κληρονόμων του Presley. Αργότερα αυτά θα μοιραστούν στη The Match Factory και το Mubi, ενώ εξαρχής τις ΗΠΑ είχε αναλάβει η ανεξάρτητη A24.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ανεξάρτητη μπάντα των Phoenix είχε τη γενική εποπτεία του σάουντρακ. Το δικό τους My Elixir κυκλοφόρησε και σε σινγκλ. Συνεισφορά έχει και το δίδυμο Sons of Raphael.
- Αναγκαία επιλογή της Coppola ήταν να μη χρησιμοποιηθεί κανένα κομμάτι του Elvis Presley (αλλά τραγούδια από εκείνη την περίοδο άλλων καλλιτεχνών), όταν η Elvis Presley Enterprises απέρριψε κάθε στήριξη στο φιλμ και δεν έδωσε άδεια για κανένα τραγούδι του. Ακούγεται όμως το Aura Lea, ένα τραγούδι της εποχής του αμερικανικού εμφυλίου πάνω στο οποίο γράφτηκε το Love Me Tender, και το Guitar Man του Jerry Reed που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Presley.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 8/2/2024
Μια από τις πιο περίφημες ερωτικές σχέσεις των ταμπλόιντ του 20ου αιώνα διαβάζεται μέσα από ένα φεμινιστικό πρίσμα, με αυτήν την τόσο χαρακτηριστική αισθητική της Sofia Coppola που βλέπει το παρελθόν με μοντέρνα γυαλιά σε επίπεδο τόσο απεικόνισης όσο και αντίληψης, και δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει με επιτηδευμένο αναχρονισμό τραγούδι των Ramones ενώ αναφέρεται στη δεκαετία του 1960 κυρίως.
Η ματιά που υιοθετείται είναι εσκεμμένα πολύ προσεκτική. Ναι, αναλύεται ο Elvis πίσω από τη βιτρίνα της δημόσιας εικόνας και του performer, παρουσιάζονται πτυχές του που τον δείχνουν ως έναν χειριστικό, ανώριμο και τελικά αδύναμο άνθρωπο, όμως ο τελικός σκοπός δεν φαίνεται να είναι η ολοκληρωτική αποδόμηση. Ίσως η πραγματική πρόθεση είναι ένα ρεαλιστικό ζύγισμα των πραγμάτων, η κατανόηση του ότι πίσω από τον μύθο πάντα κρύβεται μια τρωτή προσωπικότητα, που μπορεί και στο μεγαλύτερο μέρος της να μην είναι γοητευτική. Και από αυτήν την άποψη ενδέχεται η τελική απόφαση της Priscilla να μην εμπεριέχει τόσο το μίσος, αλλά τη λύπη για ένα άτομο που αποδείχθηκε πολύ κατώτερο των περιστάσεων. Είναι πιθανώς ενδεικτική και η επιλογή του τραγουδιού στο φινάλε.
Η κάμερα της Coppola είναι περισσότερο ένας εξωτερικός παρατηρητής παρά ένας ψυχαναλυτής. Δεν υπάρχουν εκείνες οι στιγμές που θα «βουτήξουν» βαθύτερα στον εσωτερικό κόσμο είτε του Elvis είτε της Priscilla, μάλλον γιατί υπάρχει και η επίγνωση ότι δεν πρόκειται για δύο πρόσωπα δύσκολα στην αποκρυπτογράφηση. Στην τελική, είναι απλά ένας πολύ ταλαντούχος νεαρός με διάφορες ανασφάλειες και μια έφηβη που νιώθει θαυμασμό απέναντι σε μια φιγούρα και ταυτόχρονα προσπαθεί να διαχειριστεί την πορεία της προς μια πρόωρη ενηλικίωση. Από πίσω βέβαια υπάρχει και το πολιτικό context των όσων διαδραματίζονται στους ρόλους των φύλων κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που εξελίσσεται το ειδύλλιο, πώς από τη σεμνοτυφία γίνεται η μετάβαση προς την απελευθέρωση, μετά η συνειδητοποίηση της ανδρικής επιβολής από την πλευρά της γυναίκας που οδηγεί σε μια σταδιακή χειραφέτηση. Και όλα αυτά με μια πολύ προσιτή αφήγηση, που δεν εκπέμπει αέρα ελιτισμού. Ενδιαφέρον έχει και η δημιουργική επιλογή του να εισέρχονται στο σύνολο με προσεκτική δοσολογία «ακατάλληλα» στοιχεία όσο περνάει ο χρόνος και η κεντρική ηρωίδα συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο το πώς λειτουργεί ο ενήλικος κόσμος γύρω της.
Ο μόνος λόγος που η Cailee Spaeny δεν βρίσκεται στη φετινή οσκαρική πεντάδα του Α’ Γυναικείου είναι ότι η χρονιά ήταν εξαιρετικά ανταγωνιστική για τη συγκεκριμένη κατηγορία, στον βαθμό που πραγματικά δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς το ποια υποψήφια θα μπορούσε να αντικαταστήσει. Είναι μια ερμηνεία έντονα εκφραστική στο πώς αποτυπώνει το άγχος και την αβεβαιότητα της νιότης, του κοριτσιού που ψάχνει ακόμη το πώς θα διαμορφωθεί, εύστοχα αμήχανη μπροστά στην εμβέλεια των καταστάσεων που καλείται να αντιμετωπίσει. Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί και η υποστήριξη του Jacob Elordi, που πέρα από το επιδερμικό πεδίο μιας φωνητικής μίμησης καταφέρνει να πλάσει έναν άνδρα πίσω από το είδωλο που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει και αξιοθρήνητο, όχι με καρικατουρίστικο τρόπο αλλά με όλα εκείνα τα συστατικά, που όσο εύκολα μπορούν να κάνουν κάποιο μισητό, άλλο τόσο τον εκθέτουν ως ευάλωτο, χωρίς να τον δικαιολογούν βέβαια.
Είναι ευτυχές γεγονός το ότι η Coppola επιμένει σθεναρά σε ένα σινεμά ευαίσθητο, συμπονετικό όσο πολύ λίγα παραδείγματα εκεί έξω, που παρακολουθεί με προσοχή συμπεριφορές και «πιάνει» σημεία του ανθρώπινου ψυχισμού που σε πιο συμβατικές αφηγήσεις περνούν κάτω από ένα νοητό ραντάρ απλά για να χωρέσει περισσότερο πλοκή στο σύνολο. Κλείνει κάπως απότομα και δεν διαθέτει εκείνη τη «μεγάλη» στιγμή που θα το έκανε να απογειωθεί, ωστόσο το «Priscilla» έχει σημαντικά πράγματα να πει για τους μηχανισμούς της δημοσιότητας, για τα έμφυλα στερεότυπα, για τους περιορισμούς της εποχής που απεικονίζει και για το πόσο απρόβλεπτα λειτουργούν τελικά τα συναισθήματα.
Βαθμολογία: