
Χιλή, κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 1973 που ανέτρεψε τον πρόεδρο Σαλβαντόρ Αλιέντε. Ο Μάριο δουλεύει σαν γραμματέας σε ένα νεκροτομείο, και είναι ερωτευμένος με την γειτόνισσά του, Νάνσι, μια χορεύτρια του καμπαρέ που δεν του δίνει ιδιαίτερη σημασία. Όταν όμως το σπίτι της θα γίνει στόχος μιας βίαιης επίθεσης από τις δυνάμεις του στρατού, η Νάνσι θα εξαφανιστεί κι εκείνος θα αρχίσει να την αναζητά. Καθώς οι στρατιώτες καταλαμβάνουν το νεκροτομείο και τα πτώματα αυξάνονται, ο Μάριο φοβάται ότι σύντομα θα την ανακαλύψει ανάμεσα στους νεκρούς. Λίγες μέρες αργότερα κι ενώ η τύχη της Νάνσι ακόμη αγνοείται, ο διοικητής του νεκροτομείου θα τον διατάξει να πάει στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης για να καταγράψει μια ξεχωριστή νεκροτομή…
Σκηνοθεσία:
Pablo Larrain
Κύριοι Ρόλοι:
Alfredo Castro … Mario Cornejo
Antonia Zegers … Nancy Puelma
Jaime Vadell … Δρ Castillo
Amparo Noguera … Sandra
Marcelo Alonso … Victor
Marcial Tagle … λοχαγός Montes
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pablo Larrain, Mateo Iribarren
Παραγωγή: Juan de Dios Larrain
Μουσική: Juan Cristobal Meza
Φωτογραφία: Sergio Armstrong
Μοντάζ: Andrea Chignoli
Σκηνικά: Polin Garbizu
Κοστούμια: Muriel Parra
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Post Mortem
Ελληνικός Τίτλος: Post Mortem
Κύριες Διακρίσεις
- Δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ της Αβάνας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Ο χαρακτήρας του Mario Cornejo βασίστηκε πάνω σε αληθινό πρόσωπο με το ίδιο όνομα, χωρίς το φιλμ να είναι ιστορικό πέτα του πολιτικού μπαγκράουντ.
- Γυρίστηκε σε κάδρο 2.66:1, που είναι πολύ μακρύ και αληθινά ασυνήθιστο.
- Ο Larrain χρησιμοποίησε φακούς Lomo, που ήταν συνηθισμένοι τη δεκαετία του 1970 σε ρώσους κινηματογραφιστές, όπως τον Andrei Tarkovsky. Οι φακοί όμως ήταν για φιλμ 35 χιλιοστών, ενώ ο χιλιανός σκηνοθέτης τους προσάρμοσε σε φιλμ 16 χιλιοστών.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 31/8/2011
Χιλή, τις βδομάδες πριν και μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Δυο γείτονες. Εκείνη, η Νάνσυ, μονίμως σκυθρωπή, σαν ζοχαδιασμένη με όλα, σαν μουντζωμένη, ξεπεσμένη αρτίστα του καμπαρέ που απολύεται και μέλος αριστερής ομάδας. Εκείνος, ο Μάριο, μονίμως σκυθρωπός, ανέκφραστος σαν ζόμπι, σαν μουντζωμένος, καρμίρης δημόσιος υπάλληλος, γραφιάς στο νεκροτομείο. Την αγαπά, την θέλει, την προσεγγίζει, εκείνη απλά τον περιεργάζεται με βαθύτατη αδιαφορία, αλλά του προσφέρει ένα βράδυ το κορμί της. Το πραξικόπημα γίνεται εκτός πλάνων, βλέπουμε τις εκατόμβες πτωμάτων που μαζεύονται στο νεκροτομείο, παρακολουθούμε την νεκροψία του Αλιέντε, ενώ ο Μάριο ανακαλύπτει την Νάνσυ που κρύβεται σε μια εσοχή μιας αλάνας σκουπιδότοπου. Της προμηθεύει τρόφιμα αλλά κάποια στιγμή ανακαλύπτει ότι στην εσοχή κρύβεται και ένας γκόμενος από την αριστερή της ομάδα – μάλιστα, τους τσακώνει γυμνούς… Οπότε…
Ότι το δράμα μια χώρας περιγράφεται πολύ εύστοχα μέσα από μια καταθλιπτική, μακάβρια φωτογραφία και πλανοθεσία σε άδειους δρόμους, άθλιους εσωτερικούς χώρους και διαδρόμους με σωρούς από πτώματα δεν το αμφισβητώ. Τόσο πένθιμο περιβάλλον σπάνια βλέπεις. Αλλά τι δουλειά έχει η ύπαρξη δυο , ούτως ή άλλως, εξαθλιωμένων χαρακτήρων (οι τελικές τους συμπεριφορές είναι σιχαμένες) και προ του πραξικοπήματος; Τι αντιπροσωπεύουν; Τον Χιλιανό λαό σε καμία περίπτωση! Φοβάμαι ότι αδίκως κατηγορώ τον Τρίερ για μισανθρωπία. Ο Πάμπλο Λαρέν τού βάζει τα γυαλιά. Αρνούμαι να ψάξω για μαύρο χιούμορ ή για οποιοδήποτε συμβολισμό. Και τι είναι αυτό που κάνει τους φεστιβαλιστές να δίνουν σημασία (την όποια μικρή σημασία) σε ένα τέτοιο έργο; Η γνωστή συνταγή «τέχνης»: στατικά και ελλειπτικά πλάνα, αργοί ρυθμοί, μελαγχολική διάθεση κ.λπ. Ναι, επιμελημένο κατασκεύασμα, αλλά ποιο το ζουμί; Αντί οι ήρωες να είναι πηδάλια για να εκφραστεί το χουντικό δράμα, αυτό το ίδιο γίνεται πρόφαση για να περιγραφούν δυο άθλιες ψυχές, ανεξάρτητα από τα ιστορικά δεδομένα.
Βαθμολογία: