Ο Πολ, ένας 20χρονος επαρχιώτης, καταφθάνει στον τερματικό σταθμό λεωφορείων «Port Authority» της Νέας Υόρκης, όπου συναντά τη Γουέι, μια γοητευτική τρανς γυναίκα, χωρίς να γνωρίζει το μυστικό της. Όταν ανακαλύπτει ότι η Γουέι είναι τρανς, ξεκινά ένα ταξίδι αυτογνωσίας γεμάτο προκλήσεις, όπου καλείται να αντιμετωπίσει τη δική του ταυτότητα και το τι σημαίνει να ανήκεις.

Σκηνοθεσία:

Danielle Lessovitz

Κύριοι Ρόλοι:

Fionn Whitehead … Paul

Leyna Bloom … Wye McQueen

McCaul Lombardi … Lee

Louisa Krause … Sara

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Danielle Lessovitz

Παραγωγή: Zachary Luke Kislevitz, Virginie Lacombe, Rodrigo Teixeira

Μουσική: Matthew Herbert

Φωτογραφία: Jomo Fray

Μοντάζ: Matthew C. Hart, Clemence Samson

Σκηνικά: Emmeline Wilks-Dupoise

Κοστούμια: Chester Algernal Gordon

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Port Authority
  • Ελληνικός Τίτλος: Σταθμός: Νέα Υόρκη

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τη γεννημένη στο Σαν Φρανσίσκο Danielle Lessovitz.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 19/6/2020

Αν και σίγουρα είναι ευχάριστο να εμφανίζονται περισσότερες ταινίες στο προσκήνιο που να έχουν σε ζωτικούς ρόλους διεμφυλικές γυναίκες, το «Σταθμός: Νέα Υόρκη» στην πραγματικότητα αποτελεί περισσότερο καταγραφή του ταξιδιού του άρρενος πρωταγωνιστή του σε μια εσωτερική συναισθηματική συνειδητοποίηση για το πού ανήκει, με την ευρεία έννοια. Κάπως έτσι, το περιβάλλον της ηρωίδας, η συμπεριφορά της, οι προβληματισμοί της, όλα περνούν και φιλτράρονται μέσα από το βλέμμα ενός άλλου χαρακτήρα, καθιστώντας έτσι την όλη απόπειρα μια αποστασιοποιημένη προσπάθεια κατανόησης των συνθηκών στις οποίες ζει η ίδια, παρά μια εις βάθος «κατάδυση» εν είδει ψυχογραφήματος.

Στον νου έρχεται ως αντιπαραβαλλόμενο παράδειγμα το πραγματικά εξαιρετικό «Μια Φανταστική Γυναίκα» του Sebastian Lelio, του οποίου η μνήμη είναι κι εξαιρετικά νωπή στα κινηματογραφικά δρώμενα. Το τελικό αποτέλεσμα έτσι ίσως είναι πιο προσβάσιμο σε ένα ευρύ κοινό, αλλά και περισσότερο επιφανειακό ως προς το πώς στέκεται απέναντι στο θέμα του. Παρά την κάπως ελαττωματική του προσέγγιση, το φιλμ σίγουρα έχει αρκετό ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαία και η εμπλοκή του Martin Scorsese στο όλο εγχείρημα ως εκτελεστή παραγωγής, μιας και ο τρόπος με τον οποίο ο φακός της Lessovitz κινηματογραφεί τις λιγότερο προνομιούχες γειτονιές της Νέας Υόρκης συγγενεύει με την αντίστοιχη ματιά και τον παλμό των «Κακόφημων Δρόμων» όσον αφορά τη συγκεκριμένη πόλη, έστω κι αν οι μικρόκοσμοι που απεικονίζονται στις δύο ταινίες είναι ριζικά διαφορετικοί μεταξύ τους. Κάπου μέσα σε όλα υπάρχει κι ένα κοινωνικό σχόλιο για το πώς το σύστημα, έτσι όπως είναι δομημένο, μπορεί να στρέψει τη μία χαμηλόβαθμη οικονομικά ομάδα εναντίον της άλλης κατά τις διδαχές του «διαίρει και βασίλευε» (όλη η υποπλοκή με τη δουλειά του πρωταγωνιστή), που θα μπορούσε ωστόσο να αναπτυχθεί λίγο καλύτερα.

Γενικά, πάντως, παρά τις αναμφίβολα ευγενείς προθέσεις, εντοπίζονται αδυναμίες που περιορίζουν τη δυναμική που θα ήταν εφικτό να έχει μια ταινία με επίκεντρο ένα φυλομεταβατικό άτομο. Το σενάριο, ειδικά από τη μέση και μετά, καταπιάνεται περισσότερο με παρεξηγήσεις καταστάσεων παρά με την πορεία του κεντρικού ζευγαριού στην αυτεπίγνωση, κάτι που θα περίμενε κανείς από ένα φιλμ ευρύτερου κυκλώματος. Οι δε δευτερεύοντες χαρακτήρες ελάχιστες φορές εξυπηρετούν κάτι παραπάνω από το να προχωρήσουν την πλοκή από το ένα σημείο στο άλλο, ενώ σπάνια μπορούν και να περιγραφούν με μια ποικιλία γνωρισμάτων, με συνέπεια το σύμπαν των προσώπων που περιβάλλει τους πρωταγωνιστές να είναι κάπως φτωχό. Ο τρόπος με τον οποίο επιλύονται κάποιες από τις διαμάχες της ιστορίας παραείναι βολικός και προδίδει μια σεναριογράφο που δεν έχει ακόμη πλήρη αυτοπεποίθηση όσον αφορά τις συγγραφικές της δυνατότητες. Αλλά και το «μετέωρο» φινάλε δεν πείθει ως προς το κατά πόσο αναγκαίο θα ήταν η κατακλείδα του φιλμ να είχε τη συγκεκριμένη μορφή. Η ειλικρίνεια πάντως από την οποία διακρίνεται η ματιά της Lessovitz σε συνδυασμό με την τρυφερότητα με την οποία μεταχειρίζεται την ερωτική σχέση που βρίσκεται στο επίκεντρο της δραματουργίας σίγουρα προσθέτουν πόντους.

Το σύνολο ευτυχεί ως προς το να έχει μια χαρισματική πρωταγωνίστρια στο πρόσωπο της Leyna Bloom. Αν ο Fionn Whitehead είναι ελαφρώς μονοκόμματος κι ενίοτε αμήχανος, το κινηματογραφικό του έτερόν του ήμισυ ξεχειλίζει από ενέργεια, ευθύτητα και φυσικότητα, συνεισφέροντας καταλυτικά στο να πλάσει μια ηρωίδα που οπωσδήποτε θα της άξιζε να αποτελεί εκείνη τον πυρήνα της αφήγησης. Κρίμα που η πλειοψηφία των δημιουργικών αποφάσεων επιλέγουν πιο συμβατικά μονοπάτια.

Λόγω του ότι αποτελεί στην ουσία του εύπεπτο σινεμά, παρά τη σφραγίδα του «ανεξάρτητου» και των ΛΟΑΤΚΙ ευαισθησιών, το «Σταθμός: Νέα Υόρκη» σίγουρα θα συγκινήσει περισσότερο ένα πιο νεανικό κοινό. Πρόκειται για ένα ντεμπούτο που διακρίνεται από ενθουσιασμό και ζωτικότητα που σίγουρα θα συσχέτιζε κάποιος με μια πρώτη σκηνοθετική απόπειρα μεγάλου μήκους, αλλά και από σφάλματα που είναι αναμενόμενα για μια δημιουργία με αυτή την ιδιότητα. Πάντως αφήνει υποσχέσεις για μια μελλοντική ωρίμανση…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *