Πολυξένη: Μια Ιστορία από την Πόλη
- Πολυξένη: Μια Ιστορία από την Πόλη
- Polyxeni
- 2017
- Ελλάδα
- Ελληνικά, Τουρκικά
- Αισθηματική, Βιογραφία, Δραματική, Εποχής
- 14 Δεκεμβρίου 2017
Ένα ζευγάρι επιφανών Κωνσταντινοπολιτών υιοθετούν μια ορφανή ελληνοπούλα, απ` τον «άγιο» τόπο της καταγωγής τους. Της προσφέρουν ένα ισχυρό όνομα και επιζητούν την αφοσίωσή της στα γηρατειά τους. Έτσι, το 1957, η 12χρονη τότε Πολυξένη αποχωρίζεται αναγκαστικά τον μικρότερο αδερφό της στο ορφανοτροφείο και ξεκινά μια νέα ζωή με άριστες προδιαγραφές. Μορφώνεται, ονειρεύεται και διεκδικεί τη ζωή, χωρίς να μπορεί να υποψιαστεί και να διαχειριστεί το σχέδιο εξόντωσης που στήνεται πίσω απ` την πλάτη της με στόχο την κληρονομιά της. Το κορίτσι «λεία» ζει για πάντα με την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας. Ερωτεύεται τον Κερέμ, αναγνωρίζοντας σ` αυτόν την κοινή μοίρα του ταπεινού, μοναχού ανθρώπου.
Σκηνοθεσία:
Δώρα Μασκλαβάνου
Κύριοι Ρόλοι:
Κάτια Γκουλιώνη … Πολυξένη
Ozgur Emre Yildirim … Kerem
Λυδία Φωτοπούλου … Κα Σεριάδη
Ακύλλας Καραζήσης … Κος Σεριάδης
Αλέξανδρος Μυλωνάς … ιερέας
Υβόννη Μαλτέζου … γειτόνισσα
Ερρίκος Λίτσης … δικηγόρος
Νίκος Καραθάνος … Σάββας Δημάδης
Κώστας Ξυκομηνός … καταστηματάρχης
Βασίλης Κουκαλάνι … νομικός
Μελέτης Γεωργιάδης … υπεύθυνος ορφανοτροφείου
Νίκος Γκέλια … βοηθός δικηγόρου
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Δώρα Μασκλαβάνου
Παραγωγή: Φένια Κοσοβίτσα
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Φωτογραφία: Claudio Bolivar
Μοντάζ: Δώρα Μασκλαβάνου
Σκηνικά: Γιώργος Γεωργίου
Κοστούμια: Δέσποινα Χειμωνά
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Πολυξένη: Μια Ιστορία από την Πόλη
- Διεθνής Τίτλος: Polyxeni
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Κάτια Γκουλιώνη), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Λυδία Φωτοπούλου), μουσικής και φωτογραφίας στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και μακιγιάζ.
- Βραβείο νεανικής επιτροπής στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Επίσημη πρόταση της Ελλάδας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Πολυξένης Πιστικά.
- Παρά τη συνεχή παρουσία της στον χώρο, η Δώρα Μασκλαβάνου αναλαμβάνει ξανά χρέη σκηνοθέτη σε μεγάλου μήκους ταινία μετά από 12 έτη.
- Το πολίτικο σπίτι της ηρωίδας είναι στην πραγματικότητα εντός ενός νεοκλασικού στην οδό Πατησίων, εκεί που εδρεύει η Σχολή Σταυράκου. Γυρίσματα όμως έγιναν και στην Κωνσταντινούπολη.
- Με 4.958 κομμένα εισιτήρια, κατατάχτηκε 15η ανάμεσα στις ελληνικές παραγωγές της χρονιάς.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 12/12/2017
Η ταινία της Δώρας Μασκλαβάνου επικαλείται το «βασισμένη σε αληθινά συμβάντα» προκειμένου να ενισχύσει τις βάσεις του δράματός της, χωρίς να διευκρινίζει βέβαια πως τα γεγονότα στην πραγματική περίπτωση της Πολυξένης Πιστικά, της οποίας το επώνυμο αλλάζει στο σενάριο, εξελίχθηκαν σε αρκετές από τις πτυχές τους ως και πολύ διαφορετικά σε σχέση με το πώς αποτυπώνονται στο πανί. Μια σημαντική υποπλοκή έχει προστεθεί, οι χρονολογίες επισπεύδονται, γίνονται αλλαγές προκειμένου να καταστεί πιο ελκυστική κινηματογραφικά η ιστορία, γενικότερα συμβαίνει ένα ρετουσάρισμα που σε κάποιες από τις προεκτάσεις του παραλλάσσει και την ουσία πίσω από την ιστορία.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι πως αυτό που έχει προκύψει ως σύνθεση με τη συμβολή της ποιητική αδείας είναι κάτι μη πειστικό, κάτι καθηλωμένο στη νοοτροπία της σαπουνόπερας, με «κακούς» που πρέπει για χάρη του φακού να φορέσουν το πιο γεμάτο μίσος βλέμμα τους για την ηρωίδα, έναν απαγορευμένο έρωτα που ξεφυτρώνει από το πουθενά, αναπτύσσεται ανεπαρκώς αλλά παρόλα αυτά ανακηρύσσεται ως ζωτικό στοιχείο της πλοκής και μια πρωταγωνίστρια με ένα προσωπικό δράμα τόσο δριμύ που δεν γίνεται παρά να λειτουργεί και ως συμβολισμός για τα όσα υπέφερε ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Όλες αυτές οι επιλογές αποξενώνουν και αποστασιοποιούν το θεατή, κάνουν κάτι εν μέρει βιωματικό να φαντάζει ως ένα τραβηγμένο από τα μαλλιά μελόδραμα. Με αυτήν τη σαθρή σεναριακή βάση, τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα, όπως η εικονογραφία και ο σχεδιασμός της παραγωγής, που παρόλη την αρτιότητά τους ως προς αναλογία με τον όχι ιδιαίτερα υψηλό προϋπολογισμό, δεν διατρέχονται από ιδιαίτερη έμπνευση.
Από αυτήν την άποψη, η “Πολυξένη” δεν έχει κάποια ουσιαστική διαφορά από ένα τηλεοπτικό προϊόν, σχετικά φροντισμένο μεν, με εμφανείς καλλιτεχνικούς περιορισμούς δε. Η έλλειψη φυσικότητας αποβαίνει καθοριστική για το πόσο μπορεί να «μπει» τελικά ο θεατής στο δράμα (ελάχιστα ως καθόλου), ενώ ακόμη και το προτέρημα μιας αυθεντικά γυναικείας οπτικής απέναντι στην πρωταγωνίστρια υποβιβάζεται από το στήσιμο που επιλέγεται, ενώ έχει και αυτή την αχίλλειο πτέρνα της, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η σκιαγράφηση των ανδρικών χαρακτήρων που έχει πολλές ελλείψεις. Η μοναδική από τις διαπροσωπικές σχέσεις που απεικονίζονται και μοιάζει να έχει κάποια ειλικρίνεια και προσεγγίζεται πιο λεπτομερώς συγκριτικά με άλλες μέσα στην πλοκή είναι αυτή της Πολυξένης με τη μητέρα της, με ισόποσα μοιρασμένα τα συναισθήματα στοργής και καταπίεσης που ασκούνται από μια δυναμική αλλά ενίοτε ασφυκτική μητρική φιγούρα, καθησυχαστική και ταυτόχρονα ελαφρώς τρομακτική. Μακάρι το όλο σύνολο να διαπνεόταν από μια ανάλογη αμεσότητα, η Μασκλαβάνου όμως δυστυχώς εδώ δεν κατορθώνει να δημιουργήσει έναν παρόμοιο παλμό για άλλες προεκτάσεις της ιστορίας της.
Ένα άλλο στοιχείο που επιπλέει σε αυτό το κατά τα άλλα όχι επιτυχημένο εγχείρημα είναι η ερμηνευτική παρουσία της Κάτιας Γκουλιώνη. Όσο κι αν σκηνοθετικά και σεναριακά υπάρχουν λάθη, η ίδια ανταποκρίνεται αξιοπρεπέστατα στο καθήκον να στηρίξει την ηρωίδα της, με μια αποφασιστικότητα και μια ενέργεια που διασώζει το φιλμ από το ολοκληρωτικό ναυάγιο. Όσον αφορά τις άλλες ερμηνείες, πέραν της μετρημένης Λυδίας Φωτοπούλου, δεν ξεχωρίζει κανείς, όντας όλοι τους εγκλωβισμένοι στα στεγανά ελλιπώς γραμμένων χαρακτήρων που φαίνεται να υπάρχουν μόνο και μόνο για να πλαισιώνουν διακοσμητικά την πρωταγωνίστρια.
Κακά τα ψέματα, η πηγή έμπνευσης προσφέρεται για μια σπουδαία ταινία καλώς εννοούμενου λαϊκού ελληνικού σινεμά με την κατάλληλη αξιοποίηση από τα σωστά χέρια. Για αυτό και η επίγευση που μένει είναι η απογοήτευση με μια πικρία για αυτό που θα μπορούσε να γυριστεί αντί για αυτό που τελικά έχει παραχθεί. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για μια προσβλητικά κακή δημιουργία, έχει ένα στοιχειώδες επίπεδο που το διαχωρίζει από άλλες, σαφώς πιο τσαπατσούλικες φετινές στιγμές της εγχώριας κινηματογραφίας με ανάλογες φιλοδοξίες όπως για παράδειγμα ο σμαράγδειος “Καζαντζάκης”, όμως ούτε εδώ γίνεται κάποια ποιοτική υπέρβαση.
Βαθμολογία: