
Η μοναχική έφηβη Μπερντ Φίτσερ δεν έχει ιδέα για τα κρυφά μυστικά που τυλίγουν τη vintage Polaroid φωτογραφική μηχανή που βρήκε τυχαία. Σύντομα θα ανακαλύψει ότι όλοι όσοι φωτογραφίζει βρίσκουν τραγικό θάνατο. O εφιάλτης μόλις ξεκίνησε.
Σκηνοθεσία:
Lars Klevberg
Κύριοι Ρόλοι:
Kathryn Prescott … Bird Fitcher
Tyler Young … Connor Bell
Samantha Logan … Kasey
Keenan Tracey … Devin
Priscilla Quintana … Mina
Katie Stevens … Avery
Davi Santos … Tyler
Grace Zabriskie … Lena Sable
Shauna MacDonald … Kim Fitcher
Mitch Pileggi … σερίφης Pembroke
Javier Botet … η οντότητα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Blair Butler
Παραγωγή: Chris Bender, Roy Lee, Michael Mahoney
Μουσική: Philip Giffin
Φωτογραφία: Pal Ulvik Rokseth
Μοντάζ: Peter Gvozdas
Σκηνικά: Ken Rempel
Κοστούμια: Martha Curry
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Polaroid
- Ελληνικός Τίτλος: Polaroid
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Polaroid (2015) του Lars Klevberg.
Παραλειπόμενα
- Προέκταση της νορβηγικής ταινίας μικρού μήκους με τον ίδιο τίτλο από το 2015, δημιουργημένη από τον ίδιο σκηνοθέτη.
- Η Dimension Films είχε προγραμματίσει να βγάλει την ταινία μέσα στο δεύτερο μισό του 2017. Μετά όμως το ξέσπασμα του σκανδάλου Harvey Weinstein, την ανάβαλε επ’ αόριστον.
- Έσχατη ταινία σε παραγωγή της Dimension Films, μια και το στούντιο χρεωκόπησε.
- Η πλοκή αναφέρθηκε ότι είναι παρόμοια με ένα επεισόδιο της σειράς Are You Afraid of the Dark? (1990), με τίτλο The Tale of the Curious Camera.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 27/7/2019
Αν και το βασικό εύρημα δεν είναι ακριβώς πρωτότυπο (μια παραλλαγή της ιδέας του «The Ring» αποτελεί), αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν τρόποι για μια αξιοποίηση τέτοια που να προέκυπτε κάτι που θα εξέπεμπε έναν αέρα φρεσκάδας για το είδος που εκπροσωπεί. Κάλλιστα θα μπορούσε αυτή η αφετηρία να οδηγήσει το παραγόμενο σενάριο σε ενδιαφέροντα και ποικιλόμορφα μονοπάτια, από ένα σχόλιο επάνω στη φύση της τέχνης και στη σχέση της με τη μνήμη (ελέω φωτογραφίας), μέχρι μια καθαρά μεταφυσικού χαρακτήρα περιδίνηση. Δυστυχώς, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Ο Lars Klevberg, που δούλεψε και το φετινό ριμέικ της «Κούκλας του Σατανά», επεκτείνει χρονικά την κεντρική σύλληψη μιας ομότιτλης ταινίας μικρού μήκους που σκηνοθέτησε προ τετραετίας με μια νοοτροπία που δύσκολα θα μπορούσε να είναι περισσότερο προκάτ και ασφαλής, ακολουθώντας κατά γράμμα τα περισσότερα από τα πιο φορεμένα κλισέ των νεανικών θρίλερ τρόμου της τελευταίας δεκαετίας (ξαφνιάσματα αντί αληθινού τρόμου, «νερωμένη» βία, διάλογοι που αναπτύσσονται με μηδαμινή φυσικότητα μέσω τσιτάτων). Η αφόρητη αίσθηση ρουτινιάρικου που επικρατεί καταπνίγει τον όποιο φόβο ή σασπένς θα μπορούσε να προκύψει, με την επίπεδη κινηματογράφηση, που παραπέμπει περισσότερο σε προϊόν προορισμένο για την αγορά του DVD παρά σε κάτι που φιλοδοξεί να προβληθεί στη μεγάλη οθόνη, να αποτελεί το κερασάκι σε μια άγευστη τούρτα. Από ένα σημείο κι έπειτα, ο μόνος λόγος για να συνεχίσουν να είναι τα μάτια προσηλωμένα στα δρώμενα, είναι για να ικανοποιήσει κάποιος την περιέργεια του με ποια σειρά θα εγκαταλείψουν τα εγκόσμια οι σχεδόν χωρίς καθόλου ψυχολογική υπόσταση χαρακτήρες.
Ίσως η μόνη πραγματικά υπολογίσιμη αρετή εδώ είναι η σφιχτή αφήγηση, που αν μη τι άλλο καθιστά τη θέαση λιγότερο κουραστική, έστω κι αν κατά τη διάρκεια ο θεατής μπορεί να βρει πολλούς άλλους λόγους για να μισήσει δικαιολογημένα αυτό που βλέπει. Σίγουρα δεν γίνεται κανείς να πάρει το σύνολο ιδιαίτερα στα σοβαρά όταν αυθαιρετεί επάνω στους κανόνες του σύμπαντος που υποτίθεται ότι στήνει, και πρέπει να σέβεται λόγω του παντελώς πρόχειρου τρόπου με τον οποίο το αντιμετωπίζει το σενάριο. Η Blair Butler ήδη δεν είχε δώσει τα καλύτερα δείγματα με τη δουλειά της στη συγγραφή του «Hell Fest: Το Πάρκο του Τρόμου», κι εδώ δεν φαίνονται κάποια σημάδια βελτίωσης ή διαφοροποίησης από μια οπτική επάνω στον φιλμικό τρόμο με λογική ταχυφαγείου. Η εξαιρετικά βιαστική κατακλείδα εντείνει την αίσθηση της «αρπαχτής», και οι όποιες απόπειρες για πρόσδοση ενός κάποιου δραματουργικού βάθους στον όλο σκελετό, όπως για παράδειγμα με τις αναφορές στο παρελθόν της πρωταγωνίστριας, είναι εξαιρετικά επιδερμικές και σχεδόν ερασιτεχνικές όσον αφορά τη μεθοδολογία τους. Επιπλέον, δεν είναι καλό σημάδι το γεγονός πως η κορύφωση είναι τόσο αθέλητα γελοία που παραπέμπει σε αντίστοιχη της σειράς «Scary Movie», μόνο που αυτή τη φορά όντως καταφέρνει να εκμαιεύσει δυνατά και πηγαία γέλια.
Μέσα σε αυτό τον χαμό, κάνα δυο κακές ερμηνείες (πιο συγκεκριμένα από τους Priscilla Quintana και Mitch Pileggi) αποτελούν μια σχετικά ασήμαντη ένσταση, ειδικά από τη στιγμή που η Kathryn Prescott αποτελεί μια μάλλον συμπαθητική, έστω κι ελαφρώς άνευρη παρουσία, ακόμη περισσότερο δε αν μπει σε διαδικασία σύγκρισης με πρόσφατους πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες θρίλερ εμπορικής στόχευσης. Το πρόβλημα βρίσκεται ξεκάθαρα στην έλλειψη οράματος εκ μέρους των συντελεστών που είναι υπεύθυνοι για το δημιουργικό κομμάτι του φιλμ, σε τέτοιο βαθμό που δεν υπάρχει ούτε μια στοιχειώδη επίτευξη ακόμη και των χαμηλών προσδοκιών στοχεύσεων για ένα τυπικά ψυχαγωγικό πακέτο προβλέψιμων τρομάρων. Το οριακά επαγγελματικό στήσιμο στα πλαίσια μιας χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγής αποτρέπει το τελικό αποτέλεσμα από το να τοποθετηθεί στο κατώτατο σημείο του πάτου του βαρελιού, ποιοτικά όμως και πάλι δεν βρίσκεται πολύ μακριά από αυτόν τον χαρακτηρισμό. Τελικά επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ότι η τάση εδώ και πολύ καιρό στην κατηγορία του τρόμου είναι για κάθε καλή περίπτωση να ξεφυτρώνουν και κάπου πέντε προς αποφυγήν…
Βαθμολογία: