Ένας άντρας αφηγείται την ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Αρχικά, ο άντρας που έχει εγκαταλείψει κάθε εμπιστοσύνη ως προς τον έρωτα, βρίσκεται σε φιλανθρωπική εκδήλωση κι εκεί γνωρίζει μια όμορφη αλλά παντρεμένη κοπέλα, στην οποία προσποιείται τον φιλάνθρωπο. Η προσποίηση συνεχίζεται με το κάνει τον πλατωνικό της φίλο, καθώς προσπαθεί να την κερδίσει από έναν τύπο που δεν του αρέσουν τα ραντεβού και της αφήνει ελεύθερο χώρο.

Σκηνοθεσία:

Justin Reardon

Κύριοι Ρόλοι:

Chris Evans … ‘εγώ’

Michelle Monaghan … ‘αυτή’

Aubrey Plaza … Mallory

Ioan Gruffudd … Stuffy

Anthony Mackie … Bryan

Topher Grace … Scott

Patrick Warburton … Dick

Martin Starr … Lyle

Luke Wilson … Samson

Philip Baker Hall … ο παππούς

Ashley Tisdale … Ashley Tisdale

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Chris Shafer, Paul Vicknair

Παραγωγή: Nicolas Chartier, Craig J. Flores, McG, Mary Viola

Μουσική: Jake Monaco

Φωτογραφία: Jeff Cutter

Μοντάζ: Catherine Haight

Σκηνικά: Patrick Lumb

Κοστούμια: Beth Pasternak

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Playing It Cool
  • Ελληνικός Τίτλος: Σφυρίζοντας για τον Έρωτα
  • Εναλλακτικός Τίτλος: A Many Splintered Thing

Παραλειπόμενα

  • Αρχικά ήταν να παίξει ο Giovanni Ribisi τον βασικό δεύτερο ρόλο.
  • Όλα τα μπλουζάκια που φοράει ο Topher Grace στην ταινία έχουν κάποια αναφορά στο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας του Gabriel Garcia Marquez.
  • Λίγο μετά τα γυρίσματα, Chris Evans και Michelle Monaghan άρχισαν να βγαίνουν, αλλά έπειτα από τέσσερις μήνες χώρισαν.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 18/6/2015

Η τυπική ρομαντική κομεντί απαιτεί αδιαπραγμάτευτα ένα πράγμα: να εκκενώσει ο θεατής το μυαλό του από οτιδήποτε κατοικοεδρεύει κατά την καθημερινότητά του και να ετοιμαστεί για ένα ονειρικό ταξίδι στον κόσμο του έρωτα. Για την ακρίβεια, αυτό το είδος επιτελεί έναν διόλου ευκαταφρόνητο σκοπό, καλώντας όσους πιστούς να προσέλθουν: είναι το παραμύθι για ενήλικες, αυτό που θυμίζει ότι όσο λάθος κι αν πάνε τα πάντα στη ζωή, υπάρχει το ενδεχόμενο να γνωρίσει κανείς έναν άνθρωπο που θα τον κάνει ευτυχισμένο με την παρουσία του, δίνοντας του την απαραίτητη ώθηση για να υπερνικήσει όλα τα εμπόδια που συναντά και να ξορκίσει το παρελθόν του. Καθώς όμως ο θεατής μιας ρομαντικής κομεντί δεν υφίσταται 90λεπτης διάρκειας λοβοτομή, εξακολουθεί να έχει κάποιες απαιτήσεις, ακόμη κι αν αυτές ασθενούν στην αναζήτηση του παραμυθένιου φιλμικού καταφυγίου.

Στην εν λόγω ταινία, συναντάμε έναν κυνικό σεναριογράφο (Chris Evans) που απορρίπτει με λογική τον έρωτα και διάγει τον βίο του απουσία αυτού, διατρανώνοντας διαρκώς το πεπερασμένο του συναισθήματος με αχρείαστα λογύδρια στην ταλαίπωρη παρέα του. Όταν του ανατίθεται να γράψει το σενάριο μιας ρομαντικής κομεντί (η αυτοαναφορικότητα θα έκανε τον Charlie Kaufman να βάλει τα κλάματα σκεπτόμενος τη «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης»), γνωρίζει συμπτωματικά την κοπέλα που θα του αλλάξει την κοσμοθεωρία (Michelle Monaghan). Το μόνο ελάττωμά της είναι ότι βρίσκεται σε σοβαρή σχέση με κάποιον τρίτο, οδηγώντας τον ρομαντικό πια σεναριογράφο σε μια σειρά από φαιδρές απόπειρες να την εκλέψει.

Από την αρχή, ο Justin Reardon κάνει σαφές το πλαίσιο κίνησης της ταινίας του. Με κάποιες έξυπνες ατάκες ξεκαθαρίζει ότι δεν θα είναι η χειρίστη του είδους, αλλά το απαραίτητο συμπλήρωμα από κοινοτοπίες τής ψαλιδίζει τα φτερά. Ο κεντρικός χαρακτήρας σε κανένα σημείο δεν πείθει για την κυνικότητά του και την ψυχρή αντιμετώπισή του απέναντι στα πράγματα, καθώς ενδίδει σε δευτερόλεπτα δίχως κάποια σοβαρή αμυντική συμπεριφορά στη συναισθηματική πρόκληση που έρχεται στην πορεία του. Παράλληλα, η αφήγηση διανθίζεται με μια σωρεία παρεκβάσεων κι αναχρονισμών, τα οποία, μολονότι είναι γυρισμένα με στυλ, κουράζουν κι επιφέρουν ανεπανόρθωτα τραύματα στον ρυθμό του έργου. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο διαθέτει επαρκή χημεία, αν και σε κανένα σημείο δεν εμφανίζεται η δήθεν οξυμένη πνευματικότητα του σεναριογράφου, ενώ πλαισιώνεται αξιοπρεπώς από μια σειρά ευχάριστων χαρακτήρων (χρήσιμη η συνεισφορά των Topher Grace και Philip Baker Hall), που προσπαθούν να κάνουν την ταινία να ξεφύγει από τον βάλτο του αποπροσανατολισμού. Δυστυχώς, όμως, τα σημεία όπου η ταινία αγγίζει σοβαρότερες υπαρξιακής μορφής αναζητήσεις, είναι κακοφτιαγμένα, οριακά άχρηστα και φανερώνουν τον πρόχειρο διδακτισμό του εγχειρήματος, με αποτέλεσμα ο θεατής να κοιτάει επιμόνως το ρολόι του, που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον.

Στο συγκεκριμένο φιλμ, λοιπόν, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να χωρέσει μια σειρά από ιδέες που τις έχουμε δει να χρησιμοποιούνται πολύ πιο επιτυχημένα σε πιο αξιόλογες ταινίες του είδους, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε ένα σύνολο φορτωμένο, που χάνει την όποια ουσία του. Χαρακτηριστικά, η ατμόσφαιρα του έργου είναι τόσο καθορισμένη από το «500 Μέρες με τη Σάμερ», που τα πρωτότυπα στοιχεία της τελικώς περνούν απαρατήρητα, ενώ το χιούμορ είναι αρκετά άνευρο, σε σημείο να μην αρκεί για να περισώσει την κατάσταση. Πρόκειται δηλαδή για μια ταινία, η οποία, ενώ δεν ενοχλεί ιδιαίτερα, συντίθεται από κλισέ κι ευρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί πολύ πιο έξυπνα στο παρελθόν και ως εκ τούτου, χωρίς να είναι αφόρητη, δεν είναι και αξιοθέατη. Και μια συμβουλή: αγαπημένοι Αμερικανοί, αφήστε το είδος αυτό στους Βρετανούς. Το κάνουν τόσο, μα τόσο καλύτερα. O Richard Curtis, o’ mores!

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *