Το Παιχνίδι
- Play
- 2011
- Σουηδία
- Σουηδικά, Γαλλικά, Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματική, Σινεφίλ
Η συνάντηση μιας παρέας έφηβων μιγάδων με μια παρέα λευκών αγοριών καταμεσής ενός εμπορικού κέντρου στο Γκέτενμποργκ παίρνει απρόσμενη τροπή, όταν οι πρώτοι βάζουν σε εφαρμογή τη στρατηγική του «νούμερου του μικρού αδελφού».
Σκηνοθεσία:
Ruben Ostlund
Κύριοι Ρόλοι:
Anas Abdirahman … Anas
Sebastian Blyckert … Sebastian
Yannick Diakite … Yannick
Sebastian Hegmar … Alex
Abdiaziz Hilowle … Abdi
Nana Manu … Nana
John Ortiz … John
Kevin Vaz … Kevin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ruben Ostlund, Erik Hemmendorff
Παραγωγή: Erik Hemmendorff
Μουσική: Danny Bensi, Saunder Jurriaans
Φωτογραφία: Marius Dybwad Brandrud
Μοντάζ: Jacob Secher Schulsinger, Ruben Ostlund
Σκηνικά: Pia Aleborg
Κοστούμια: Pia Aleborg
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Play
- Ελληνικός Τίτλος: Το Παιχνίδι
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Play [φεστιβάλ]
Κύριες Διακρίσεις
- Ειδικό βραβείο για το τμήμα Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στο φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο σκηνοθεσίας και φωτογραφίας στα Guldbagge, τα εθνικά βραβεία της Σουηδίας. Υποψήφιο σε ακόμα 5 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Υποψήφιο για το βραβείο Lux.
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Τόκιο.
Παραλειπόμενα
- Το σενάριο βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά εκφοβισμού, αφού προηγήθηκε εκτενή έρευνα του σκηνοθέτη σε πραγματικά περιστατικά οργανωμένου «bullying» και από προσωπικές συνεντεύξεις του με θύματα και θύτες. Στο κεντρικό Γκέτενμποργκ της Σουηδίας μεταξύ 2006 έως 2008 καταγράφηκαν περισσότερες από 40 περιπτώσεις κλοπών από μια ομάδα παιδιών, ηλικίας από 12-14 ετών.
- Κανείς από το νεανικό καστ δεν είχε πρότερη εμπειρία από κινηματογράφο.
- Μεγάλη ήταν η απήχηση του φιλμ στα σουηδικά ΜΜΕ, με την αριστερά της χώρας να δίνει έναυσμα για δημόσιο διάλογο κατά της βίας.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/12/2011
Το Play με ευκολία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Για το σκηνοθέτη της άλλωστε τα έχουμε ξαναπεί. Στο δρόμο που χάραξε ο Roy Andersson, ο Ruben Ostlund χτίζει ένα σινεμά που εντυπωσιάζει για την ειλικρινή του ματιά στην καθημερινότητα, για την γενικότερη εξομολογητική του διάθεση και τις τάσεις εθνικής αυτοκαθαίρεσης. Επιμένει στις μικρές λεπτομέρειες πίσω από τις ανθρώπινες πράξεις και στην αναγωγή τους σε ρυθμιστικό παράγοντα των ανθρωπίνων σχέσεων.
Η ταινία του Ostlund λειτουργεί ως πρόσχημα για την ανάδειξη μίας γενικότερης φιλοσοφίας που χαρακτηρίζει τις προοδευτικές κοινωνίες. Πατώντας πάνω σε κάποια αληθινά περιστατικά που συνέβησαν στη Σουηδία πριν από περίπου δύο χρόνια, μελετάει αρχικά τις σχέσεις των ανήλικων με τους συνομηλίκους τους. Έτσι, έχουμε σε πρώτο στάδιο την καταγραφή ενός εγκληματικού πειράματος που λαμβάνει χώρα στην καρδιά της Σουηδικής πρωτεύουσας, με δράστες μία συμμορία ανήλικων μεταναστών, οι οποίοι μέσα από ένα οδυνηρό παιχνίδι αλλαγής ρόλων, με φόντο το κοινωνικό θέατρο του παραλόγου και κεντρικούς θεατές τους ίδιους τους «αφανείς ενήλικες πρωταγωνιστές», προσπαθούν να εξουθενώσουν, να εξευτελίσουν και να κατακερματίσουν ψυχολογικά κάποιους άλλους νεαρούς με σκοπό να τους ληστέψουν.
Σχεδόν εκτυλισσόμενο σε πραγματικό χρόνο, το φιλμ του Ostlund, που ξεκινάει ως μοντέρνα απεικόνιση της ανθρώπινης επικοινωνίας, ως οξυδερκής παρατήρηση των περιπτώσεων παρενόχλησης παιδιών από άλλα παιδιά, μετατρέπεται σταδιακά σε κριτικό σχόλιο, δραματικά φορτωμένη σάτιρα, προκλητικό ψευδοντοκιμαντέρ, απέναντι στη διχασμένη όπως παρουσιάζεται Σουηδική κοινωνία, που με τη στάση της αντί να προλαμβάνει ή να καταπολεμά τα φαινόμενα βίας, γεννά νέους κακοποιούς. Ο κινηματογραφικός λόγος των Ostlund και Hemmendorff είναι θεματικά εμπλουτισμένος και ταυτόχρονα απόλυτα ξεκάθαρος, μεστός, σκληρός και επίμονος. Οι δημιουργοί της ταινίας εντοπίζουν ακριβώς το πρόβλημα που υπάρχει τόσο στη δομή του κράτους όσο και στην σταδιακή ψυχολογική κατάπτωση των πολιτών της. Σε συνδυασμό λοιπόν με την κυνική, παγερή και μικροσκοπική κινηματογραφική οπτική του Ostlund, εμβαθύνουν σε πολλά, μα μεταξύ τους ευδιάκριτα θέματα, χτίζοντας σταδιακά ένα οικουμενικό κοινωνικό πορτρέτο που θέτει στο κέντρο του το χάσμα των γενεών και την ανασφάλεια που βιώνουν οι νέοι σήμερα. Ο Ostlund εμμένει στα μέτρα που λαμβάνουν οι γονείς για να προστατεύσουν τα παιδιά τους, κοιτάει και σηκώνει επιδεικτικά την παλάμη του ενάντια στην κρατική κοινωνική πρόνοια και την «πολιτική ηθική», «σφυροκοπεί» την ξύλινη γλώσσα που αφορά στην ανατροφή των νέων και στη δήθεν εθνική αντιρατσιστική νοοτροπία που συνεπάγεται η ομαλή και ισότιμη ένταξη των αλλοδαπών στο κράτος. Ορθώνει το ανάστημα του απέναντι στα κακώς κείμενα των κρατικών θεσμών και τελικά τραβάει το πέπλο που περιβάλει τη λεγόμενη προοδευτική βόρεια Ευρώπη, ξεγυμνώνοντας και ξεμπροστιάζοντας την με τον πιο ψυχολογικά αυθάδη και καίριο τρόπο.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ταινία αυτοεξομολόγησης, που κινείται με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα στις έννοιες της αυτοκάθαρσης και της αυτοκαθαίρεσης, παίζοντας συνεχώς με αυτές. Συναρπαστική στην ρητορική και τη διαλεκτική της, παγώνει το αίμα του θεατή προτάσσοντας ως όπλο την ακριβή αποτύπωση μία σύγχρονης κοινωνίας αντιφάσεων, που βρίσκεται σε ιδεολογική και κοινωνιολογική σύγχυση. Ξεκινάει ως σκληρή εθνική αυτοκριτική και σταδιακά μετατρέπεται σε ένα πορτρέτο των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, με έμφαση στους θεσμούς, τη νοοτροπία και τη γενικότερη κουλτούρα των σκανδιναβικών χωρών.
Η ταινία είναι όμως εντυπωσιακή και από τεχνικής απόψεως. Γυρίστηκε με αυστηρά καθορισμένους όρους, εμφανείς στη χρήση του ζουμ, τις γωνίες λήψεις και τις κινήσεις της κάμερας. Εξαιρετική η αίσθηση του σκηνοθέτη για την εκτός πεδίου δράση και εντυπωσιακή η αντίληψή του για τη χρήση του χρόνου, τη διάρκεια ενός πλάνου και τη γενικότερη κινηματογραφική ακολουθία. Ήταν μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες στις φετινές Κάνες και η απουσία της από το διεθνές διαγωνιστικό σχολιάστηκε αρνητικά. Πέρασε αθόρυβα από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έκανε μια αξιώσεων διεθνή φεστιβαλική πορεία. Για μένα ο Ruben Ostlund αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Είμαι σίγουρος πως η μέρα της δικαίωσής του πλησιάζει.
Βαθμολογία: