Ακαδημία Πλάτωνος
- Ακαδημία Πλάτωνος
- Plato's Academy
- 2009
- Ελλάδα
- Ελληνικά, Αλβανικά, Γερμανικά
- Δραμεντί, Σάτιρα
- 15 Οκτωβρίου 2009
Ο Σταύρος, ένας ψιλικατζής, ζει μαζί με την άρρωστη μητέρα του σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Συναναστρέφεται με τους μαγαζάτορες της γειτονιάς, ενώ αντιμετωπίζει εχθρικά τους κινέζους και τους αλβανούς μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην ίδια γειτονιά. Όταν η μητέρα του του αποκαλύψει ότι έχει αλβανικές ρίζες, ο ξενόφοβος ψιλικατζής θα πρέπει να αποδεχτεί την αλβανική του ταυτότητα.
Σκηνοθεσία:
Φίλιππος Τσίτος
Κύριοι Ρόλοι:
Αντώνης Καφετζόπουλος … Σταύρος
Αναστάσης Κόζντινε … Μαρεγκλέν
Γιώργος Σουξές … Νίκος
Μαρία Ζορμπά … Ντίνα
Τιτίκα Σαριγκούλη … Χαρίκλεια
Κώστας Κορωναίος … Αργύρης
Παναγιώτης Σταματάκης … Θύμιος
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Φίλιππος Τσίτος, Αλέξης Καρδαράς
Παραγωγή: Θανάσης Καραθάνος, Κωνσταντίνος Μωριάτης
Μουσική: Enstro
Φωτογραφία: Πολυδεύκης Κυρλίδης
Μοντάζ: Δημήτρης Πεπονής
Σκηνικά: Σπύρος Λάσκαρης
Κοστούμια: Χριστίνα Χαντζαρίδου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ακαδημία Πλάτωνος
- Διεθνής Τίτλος: Plato’s Academy
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Αντώνης Καφετζόπουλος) και οικουμενικής επιτροπής στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
- Υποψήφιο για το βραβείο LUX του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Τιράνων.
- Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Αντώνης Καφετζόπουλος) στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο.
Παραλειπόμενα
- Το στόρι είναι εμπνευσμένο από μια ιδέα του Νίκου Κυπουργού.
- Πρώτη καθαρά ελληνική ταινία για τον Φίλιππο Τσίτο, μια και η πρώτη του, το My Sweet Home (2001), ήταν γυρισμένο στη Γερμανία.
- Ντεμπούτο για τον Αναστάση Κόζντινε.
- Με 52.000 εισιτήρια, κατατάγηκε 6ο ανάμεσα στις ελληνικές παραγωγές της χρονιάς.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/10/2009
Έβαλα για μια στιγμή με το μυαλό μου το πώς θα γύριζαν το ίδιο θέμα στο Χόλιγουντ, κι αντιλήφθηκα το μεγαλύτερο χάρισμα της νέας ταινίας του Τσίτου. Δεν σε ξενερώνει ποτέ. Πρόκειται για μια κριτική της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου, που έχασε κάποια στιγμή επαφή με την ιδεολογία κι αναπληρώνει τα κενά με ό,τι φαντάζει ελεγχόμενα ακραίο. Στο στόχαστρο των τεσσάρων φίλων του έργου, οι ξένοι και κυρίως οι Αλβανοί. Ο Φίλιππος Τσίτος δεν θα γίνει βαρετά διδακτικός, ούτε θα τραβήξει αληθινά στα άκρα τις καταστάσεις του, πλάθοντας κι ένα σκηνικό που θυμίζει ανοιχτή θεατρική σκηνή. Απλά θα θέσει δύο όμορφα ερωτήματα: «Δεν κοιτάμε πρώτα τα δικά μας μούτρα;» και «Τι είναι αυτό που κάνει τον έναν πιο Έλληνα από τον άλλον;»…
Η ιστορία και η αφηγηματική της εξέλιξη είναι απλή και γενικά πράα. Ακολουθεί τους ρυθμούς των ηρώων, που -σουρεαλιστικά- έχουν κάνει ένα γκέτο ψιλικατζίδικων χωρίς πελάτες στην ίδια διχάλα του δρόμου. Το χιούμορ είναι σατιρικό και θέτει τους Έλληνες εμπρός των μέσων ελαττωμάτων τους. Δείχνει ξένους να εργάζονται συνεχώς, κι ενώ οι δικοί μας κάνουν μπάχαλο και την τελευταία τους ελπίδα για κέρδος. Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, και ίσως δεν χρειαζόταν να γίνει, είναι αν ο Τσίτος θέλει επιμελώς να κρύψει τα νοήματα του ή περισσότερο να μας θέσει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας. Γιατί στη δεύτερη περίπτωση, που φαίνεται και πιο επικρατούσα, απευθύνεται άμεσα σε μερικούς κι ενώ ο ρατσισμός έχει απλωθεί σε όλες τις ηλικίες. Εξαιρετική η εμφάνιση του Αντώνη Καφετζόπουλου, που πρώτη φορά μου αρέσει τόσο σε εσωτερικό ρόλο, κι ας μην έχει αλλάξει πολλά από αυτά που μας έχει συνηθίσει.
Βαθμολογία: