
Πινόκιο
- Pinocchio
- 2019
- Ιταλία
- Ιταλικά
- Εποχής, Οικογενειακή, Περιπέτεια, Φαντασίας
- 11 Ιουνίου 2020
Ο Πινόκιο, μια ξύλινη κούκλα, αρχίζει να μιλάει και να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος. Ο δημιουργός του, ο Τζεπέτο, τον έχει σαν γιο του. Όταν ο Πινόκιο περιπλανηθεί και χάσει τον δρόμο του, θα του τύχουν έναν σωρό μπελάδες. Στο ταξίδι της αναζήτησης του εαυτού του θα έχει για μοναδικό του σύμμαχο μια νεράιδα. Η επιθυμία του Πινόκιο όμως να μοιάσει στα υπόλοιπα αγόρια παραμένει.
Σκηνοθεσία:
Matteo Garrone
Κύριοι Ρόλοι:
Federico Ielapi … Pinocchio
Roberto Benigni … Geppetto
Gigi Proietti … Mangiafuoco
Rocco Papaleo … ο Γάτος
Massimo Ceccherini … η Αλεπού
Marine Vacth … η καλή νεράιδα
Alida Baldari Calabria … η καλή νεράιδα (νεαρή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Matteo Garrone, Massimo Ceccherini
Παραγωγή: Paolo Del Brocco, Matteo Garrone, Anne-Laure Labadie, Jean Labadie, Jeremy Thomas
Μουσική: Dario Marianelli
Φωτογραφία: Nicolai Bruel
Μοντάζ: Marco Spoletini
Σκηνικά: Dimitri Capuani
Κοστούμια: Massimo Cantini Parrini
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Pinocchio
- Ελληνικός Τίτλος: Πινόκιο
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Πινόκιο (1940)
- Πινόκιο (2002)
- Πινόκιο (2022)
- Πινόκιο του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο (2022)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Le Avventure di Pinocchio του Carlo Collodi.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Υποψήφιο για Bafta μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Βραβείο σκηνικών, κοστουμιών, ειδικών εφέ, μακιγιάζ και κομμώσεων στα David di Donatello. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Roberto Benigni), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Alida Baldari Calabria), σενάριο, παραγωγή, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Πρόκειται για τη 15η κινηματογραφική διασκευή του διάσημου παιδικού μυθιστορήματος του Carlo Collodi, με κυριότερες αυτή της Disney το 1940 και του Benigni το 2002. Το 2022, ήρθε η ώρα του Guillermo del Toro, και πάλι σε κινούμενα σχέδια, αλλά και εκ νέου της Disney σε ζωντανή εκδοχή από τον Robert Zemeckis. Η πρώτη εκδοχή ήταν ιταλική, το 1911, ως βωβή φυσικά. Έχει επίσης γίνει πολλάκις τηλεταινία και τηλεοπτική σειρά, με πλέον εξέχουσα τη μίνι σειρά του 1972 από τον Luigi Comencini.
- Αρχικά, το 2016, είχε ανακοινωθεί ως Τζεπέτο ο Toni Servillo. Δύο χρόνια αργότερα, ανακοινώθηκε το όνομα του Roberto Benigni, που ήταν ο Πινόκιο στην εκδοχή του 2002.
- Υπεύθυνος για το προσθετικό μακιγιάζ ήταν ο βρετανός Mark Coulier, που είχε πολλή δουλειά μια και δεν προτιμήθηκε ιδιαίτερα η ψηφιακή τεχνολογία.
- Έσχατη ταινία για τον Gigi Proietti.
- Ο Garrone έβαλε από την τσέπη του 150 χιλιάδες ευρώ για να δημιουργηθεί μια αγγλόφωνη βερσιόν, κι ενώ ακόμα δεν είχε βρει διανομέα. Παραδόξως, στη χώρα μας προβλήθηκε δίχως μεταγλώττιση.
- Ενώ κόστισε 13,2 εκατομμύρια δολάρια, συγκέντρωσε έσοδα 30,4 και έγινε η πιο εμπορική ταινία του Garrone.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Dario Marianelli συνέθεσε κι ένα τραγούδι για την ταινία, το Passo Passo, που ερμηνεύεται από την Petra Magoni.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 25/4/2020
Για να κριθεί η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος, δηλαδή μιας νιοστής επανανάγνωσης του εμβληματικού μύθου του Carlo Collodi, πρέπει να γίνει ένας προσδιορισμός του τι ήθελε ακριβώς να πετύχει με αυτήν τη νέα βερσιόν ο Matteo Garrone. Δυστυχώς αυτό δεν είναι αρκετά σαφές. Πρόκειται για μια εκδοχή πιστότερη στο βιβλίο συγκριτικά με την αντίστοιχη ντισνεϊκή για παράδειγμα, αλλά και πάλι όχι εκατό τοις εκατό για λόγους αφηγηματικής οικονομίας. Το σενάριο «αγκαλιάζει» αποφασιστικά πολλές από τις πιο σκοτεινές πτυχές της πρωτογενούς πηγής, αλλά το γενικότερο ύφος που επικρατεί είναι ξεκάθαρα οικογενειακό. Η προσέγγιση σκηνογραφικά κι ενδυματολογικά είναι ρεαλιστική, αλλά τα φανταστικά στοιχεία του μύθου παραμένουν ακέραια, με τη μαγεία βαθιά ενταγμένη μέσα στο σύμπαν. Και το ερώτημα παραμένει: γιατί πάλι; Αλλά βλέποντας και κάποιες σκόρπιες νύξεις για την Ιταλία της οικονομικής κρίσης, ίσως να είναι εύλογο να προσθέσει κανείς και το «γιατί τώρα;».
Σε καμία περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί αποτυχία, ούτε κατατάσσεται στην κατηγορία ακόμη μίας περιττής διασκευής, αφού διαφαίνεται ξεκάθαρα ένα πλέγμα συγκεκριμένων δημιουργικών προθέσεων, έστω όχι απολύτως συνειδητοποιημένων. Όμως εδώ υπήρχε μια ευκαιρία για μια ανασύσταση ενός εκ των πιο αγαπημένων συμβόλων της νεοτερικής ποπ κουλτούρας για μια νέα γενιά η οποία δεν αξιοποιήθηκε πλήρως, και ίσως αξίζει τον κόπο να μελετηθούν τα αίτια των όποιων αστοχιών παρουσιάζονται εδώ.
Υπάρχει μια εγγενής τραγικότητα στην κλασική δημιουργία του Collodi, που πηγάζει από το γεγονός ότι η ίδια αποτελεί μια αλληγορία για την ανθρώπινη φύση που κουβαλά ένα είδος σοφίας που μόνο τα πραγματικά σπουδαία παραμύθια έχουν. Ο Garrone μοιάζει να την αντιλαμβάνεται και να την τονίζει σε ουκ ολίγα σημεία, αλλά ενίοτε την καταπνίγει κιόλας προκειμένου να ανταποκριθεί στις επιταγές ενός παιδικού θεάματος. Αυτή όμως η στόχευση έρχεται σε εμφανή αντίθεση με τις πιο ενήλικες στιγμές του φιλμ του, που είναι πολύ πιθανό να πετάξουν έξω μια μεγάλη μερίδα τού πιο μικρού ηλικιακά κοινού. Δεν θα ήταν περίεργο να γίνει η υπόθεση πως ο πιο εξοικειωμένος με την ιστορία γονέας, αλλά και γενικά ο πιο ώριμος θεατής, να δει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την όλη προσπάθεια, εντοπίζοντας εν είδει παιχνιδιού όλους εκείνους τους παράγοντες που συνιστούν μια δημιουργική θεώρηση ή και αναθεώρηση του πρωτότυπου κειμένου. Η διχασμένη φυσιογνωμία του συγκεκριμένου «Πινόκιο» αποδυναμώνει και κάποιες άλλες ενδιαφέρουσες από μόνες τους πινελιές, οι οποίες λόγω μη κατάλληλης διαχείρισης δεν εντάσσονται αρμονικά στο ήδη ανομοιογενές σύνολο, όπως οι έμμεσες πολιτικές αναφορές του κειμένου πέραν του υπαρξιακού προβληματισμού του (η σκηνή στο δικαστήριο, το επεισόδιο με την απόκτηση του αλφαβηταρίου).
Σίγουρα πάντως υπάρχουν και θετικά στοιχεία, διόλου ευκαταφρόνητα, που κρατούν το επίπεδο σε αξιοπρεπέστατα ύψη. Πέραν του προσεγμένου σχεδιασμού παραγωγής και της όμορφης φωτογραφίας του Nicolai Bruel που ισορροπεί το γήινο με το παραμυθένιο στοιχείο καλύτερα από ό,τι το σενάριο, γίνεται πραγματικά μνημειώδης δουλειά στον τομέα του μακιγιάζ. Τόσο όσον αφορά την ξύλινη όψη του μικρού Federico Ielapi αλλά και πολλούς περιφερειακούς χαρακτήρες με χαρακτηριστικά ζώου, η ποιότητα και αληθοφάνεια του τελικού αποτελέσματος θυμίζει την τελειομανία ενός Rick Baker, κι εφόσον το φιλμ μιας και θα κυκλοφορήσει κατά πάσα πιθανότητα στις ΗΠΑ εντός του 2020 θα πληροί τις προϋποθέσεις για τις οσκαρικές υποψηφιότητες του 2021, δεν είναι καθόλου απίθανο ακόμη και να κερδίσει στη συγκεκριμένη κατηγορία. Πολύ δυνατό χαρτί αποτελεί όμως και ο Geppetto του Roberto Benigni, που εκπέμπει μια τρυφερότητα και στοργή ουσιωδώς διαφορετική από προηγούμενες παραλλαγές του ίδιου ρόλου, μιας κι εδώ είναι πιο ευάλωτος, για αυτό και πιο ανθρώπινος και άμεσος.
Εν κατακλείδι, αν ο Garrone στόχευε στο να φτιάξει τη νέα ταινία που θα αποτελούσε σημείο αναφοράς επάνω στην πηγή στην οποία βασίζεται, μάλλον ατύχησε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βρίσκεται εδώ μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική οπτική επάνω στον πολυαγαπημένο μύθο, έστω και κάπως ανολοκλήρωτη.
Βαθμολογία: