Ο Πορτοφολάς
- Pickup on South Street
- 1953
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Θρίλερ, Κατασκοπική, Νουάρ, Πολιτικό Θρίλερ
Ένας πορτοφολάς κλέβει τη λάθος τσάντα σε ένα τρένο. Η τσάντα περιέχει ένα μικροφίλμ κρατικής σημασίας, το οποίο προορίζονταν να πουληθεί στους Σοβιετικούς. Άθελα του τώρα θα γίνει το επίκεντρο κατασκοπευτικού παιχνιδιού, με την ιδιοκτήτρια της τσάντας, που συνεργάζεται με την “κόκκινη” πλευρά, να προσπαθεί να τον σαγηνεύσει, με απώτερο σκοπό την απόσπαση του μικροφίλμ.
Σκηνοθεσία:
Samuel Fuller
Κύριοι Ρόλοι:
Richard Widmark … Skip McCoy
Jean Peters … Candy
Thelma Ritter … Moe Williams
Murvyn Vye … αστυνόμος Dan Tiger
Richard Kiley … Joey
Willis Bouchey … Zara
Milburn Stone … ντετέκτιβ Winoki
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Samuel Fuller
Στόρι: Dwight Taylor
Παραγωγή: Jules Schermer
Μουσική: Leigh Harline
Φωτογραφία: Joseph MacDonald
Μοντάζ: Nick DeMaggio
Σκηνικά: George Patrick, Lyle R. Wheeler
Κοστούμια: Travilla
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Pickup on South Street
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Πορτοφολάς
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Κατάσκοποι στο Κέιπ-Τάουν (1967)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Thelma Ritter).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Χάλκινος Λέοντας.
Παραλειπόμενα
- Ο Darryl F. Zanuck ήταν που έδειξε στον Fuller, που είχε τότε συμβόλαιο με την 20th Century Fox, ένα σενάριο με τίτλο Blaze of Glory, γραμμένο από τον Dwight Taylor. Από αυτό πάρθηκε η κεντρική ιδέα, αλλά οι αλλαγές ήταν καταλυτικές. Το σενάριο που παρέδωσε ο Fuller τιτλοφορούνταν Pickpocket, μα ο Zanuck ζήτησε την αλλαγή του μια και του ακούγονταν πολύ “ευρωπαϊκός”.
- Ο Fuller είχε μνήμες συγκεκριμένα από τη “South Street” της Νέας Υόρκης, από την εποχή που έκανε εγκληματολογικό ρεπορτάζ. Γνωρίζοντας τον από τότε, επιστράτευσε τον ντετέκτιβ Dan Campion για να τον βοηθήσει να κάνει πιο ρεαλιστικό το κείμενο. Ο δημιουργός βάσισε τον ρόλο του Νταν Τάιγκερ πάνω του, και μάλιστα σε μια περίοδο που ο Campion ήταν σε εξάμηνη διαθεσιμότητα για κακή μεταχείριση υπόπτου.
- Οι υποψήφιες για την Κάντι ήταν πολλές. Από αυτές, οι Marilyn Monroe, Shelley Winters και Ava Gardner παρα-ήταν γκλάμουρ για τον Fuller, η Betty Grable απαιτούσε και μια χορευτική σκηνή, ενώ είδε και την Jean Peters σε μια ταινία και δεν του άρεσε. Φτάνοντας όμως πια μόλις μία βδομάδα από την έναρξη παραγωγής, ο Fuller είδε τυχαία την Peters, και πρόσεξε ότι το περπάτημα της παρέπεμπε σε πόρνης. Στη συνέχεια κάθισαν και μίλησαν, με τον σκηνοθέτη να εντυπωσιάζεται από την ευφυία της, και τη δοκίμασε με επιτυχία. Η Betty Grable όμως επέμενε να πάρει εκείνη τον ρόλο, με τον Fuller να απειλεί ότι εάν τα κατάφερνε, θα εγκατέλειπε αυτός το φιλμ. Τα καπρίτσια της αυτά οδήγησαν σε διακοπή συμβολαίου με την 20th Century Fox, κάτι που στην ουσία αποτέλεσε και το φινάλε της καριέρας της.
- Η επιτροπή λογοκρισίας δεν ενέκρινε το σενάριο σε όσα αφορούσαν την προβολή βίας. Έτσι, κάποιες συγκεκριμένες σκηνές γυρίστηκαν σε διάφορες εκδοχές, ώστε να βρεθεί το “όριο βίας” που θα μπορούσε να περάσει από την επιτροπή.
- Ο διευθυντής του FBI, ο περίφημος J. Edgar Hoover, κάλεσε σε δείπνο τους Fuller και Zanuck, εκφράζοντας την απέχθεια του προς τις ταινίες του Fuller και ιδιαίτερα της συγκεκριμένης. Ό,τι όμως και να επισήμανε ότι θα έπρεπε να κοπεί, τύχαινε της άμεσης απάντησης του Zanuck με αιχμή το “δεν έχεις ιδέα πώς γίνονται οι ταινίες”. Το μόνο που άλλαξε από αυτή τη συνάντηση ήταν η αναφορά στο FBI από τα διαφημιστικά του φιλμ.
- Στις γερμανικές και γαλλικές κόπιες αλλάχτηκαν όλα όσα αφορούσαν την κατασκοπία, αφού εκεί θεωρούσαν πως δεν είχε ενδιαφέρον ο Ψυχρός Πόλεμος. Όταν οι ήρωες μιλούσαν για κατασκοπία, το ντουμπλάρισμα αναφέρονταν σε ναρκωτικά.
- Η 20th Century Fox παρήγαγε ένα ριμέικ με τίτλο Κατάσκοποι στο Κέιπ-Τάουν (The Cape Town Affair) το 1967. Σε αυτή την ταινία του Robert D. Webb πρωταγωνιστές ήταν οι Claire Trevor, James Brolin και Jacqueline Bisset.
- Το φιλμ δεν έτυχε κακής κριτικής στην εποχή του (είχε και μια μικρού βεληνεκούς εμπορική επιτυχία), αλλά χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να αναγνωριστεί αληθινά.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 1/6/2009
Δεν πρόκειται μονάχα για μια παραγνωρισμένη ταινία, αλλά και για έναν παραγνωρισμένο δημιουργό. Ο Samuel Fuller ήταν ένας ποιητής του σκοταδιού, ένας άνθρωπος που έσκαβε μέσα στην παρανομία για να βρει το διαμάντι. Έτσι και στον Πορτοφολά, έχουμε έναν υπόκοσμο χωρίς λάμψη, καθόλου ελκυστικό: έναν τόπο χωρίς αύριο. Όμως μέσα στην απατεωνιά κρύβεται μια μεγάλη καρδιά, που μπορεί να ενεργοποιηθεί τόσο εύκολα όσο και η ανάγκη για το χρήμα.
Ως κλασικό νουάρ έχει ένα υπέροχο -ειδικά στους διαλόγους- σενάριο, σκηνές που ανάγονται σε κλασικές ακόμα και μόνο από τη φωτογράφιση τους, υποδειγματική ανάπτυξη χαρακτήρων και σε πλήρη ανάπτυξη όλη τη χαρακτηριστική φινέτσα του είδους. Όμως ο Fuller αγαπάει περισσότερο τις γυναίκες, και αυτές επιλέγει να υποφέρουν περισσότερο. Η μοιραία Jean Peters θα γνωρίσει υπό αρνητικούς όρους τον Widmark και θα θυσιαστεί για αυτόν, μονάχα επειδή το επιλέγει η καρδιά της. Η Thelma Ritter είναι η Μο, ένα καρφί του υποκόσμου, αλλά γνωρίζει καλά ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία τα πληρώνεις με αίμα, αντί να στα πληρώσουν με πολλά δολάρια.
Μια λεπτή δημιουργία με γνωστούς κανόνες αλλά μοναδική εξέλιξη, που θυμίζει το σινεμά του Jules Dassin, ακόμα κι αν δεν υπάρχει η τεχνική βοήθεια που θα είχε ένας πιο αναγνωρισμένος σκηνοθέτης.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 19/7/2023
Ένα αριστουργηματικό νουάρ και ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Fuller, ενός σκηνοθέτη που διέπρεψε σε πολλά είδη -πολεμικά, γουέστερν, θρίλερ- και πάνω από όλα κατάφερε να εμφυσήσει στις ιστορίες του μια κατεξοχήν προσωπική ματιά, που κληρονόμησε από την εμπειρία του ως δημοσιογράφος.
Ο Fuller είναι ένας αφηγητής που του αρέσει να αντλεί τις ιστορίες του από ειδήσεις καθώς και από τους μεγάλους ιδρυτικούς μύθους της Αμερικής. Είναι επίσης ένας φορμαλιστής που εφευρίσκει ένα νευρώδες και χωρίς φιοριτούρες σινεμά, που ενίοτε το διασχίζουν μπαρόκ αστραπές, και που διαπρέπει στο σκηνικό της βίας, που κινηματογραφείται με τραχύ ρεαλισμό. Ωστόσο εδώ δεν απουσιάζει και η ανθρώπινη θέρμη στον ορισμό των χαρακτήρων, όπως αποδεικνύεται από την αξιοθαύμαστη σύνθεση της Thelma Ritter ως πληροφοριοδότη της αστυνομίας.
Από τις πρώτες εικόνες, στο μετρό της Νέας Υόρκης, ο Fuller δίνει το ύφος της ταινίας, τεταμένο και αισθησιακό. Σε μια σιωπηλή σεκάνς, δύο πράκτορες του FBI παρακολουθούν μια νεαρή γυναίκα που υποπτεύονται ότι είναι σύνδεσμος των κομμουνιστών. Ένας τρίτος άντρας μπαίνει ανάμεσά τους. Είναι ένας πορτοφολάς που κλέβει το πορτοφόλι της κοπέλας, χωρίς να ξέρει ότι μόλις έκλεψε ένα πολύτιμο μικροφίλμ που προορίζεται για τον «κόκκινο» εχθρό. Αληθινά αριστοτεχνικός τρόπος για να ενεργοποιηθεί ένα σενάριο κατασκοπείας και δράσης, στο οποίο ο κλέφτης θα πρέπει να λύσει ένα κρίσιμο ηθικό δίλημμα: να κερδίσει χρήματα από τα λάφυρά του και να γίνει προδότης της πατρίδας του ή να συνεργαστεί με την αστυνομία και να εγκαταλείψει το όνειρο μιας πλούσιας ζωής.
Με φόντο τον άθλιο υπόκοσμο της Νέας Υόρκης ο Fuller εμβαθύνει στον σκιερό κόσμο των ομοσπονδιακών πρακτόρων και των κομμουνιστών κατασκόπων, στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η ταινία υιοθετεί τη συγχώνευση ψυχροπολεμικού κλίματος, ωμής βίας και ερωτικής τρυφερότητας, ενώ η δράση καταγράφεται από την ατμοσφαιρική ασπρόμαυρη κάμερα του Joe MacDonald, που χρησιμοποιεί πολλές κοντινές λήψεις μέσα στην πόλη: στο μετρό, στην προκυμαία και σε υποβαθμισμένες κατοικίες.
Δυστυχώς, το φιλμ έχει θεωρηθεί από ορισμένους ως λυσσαλέα αντικομουνιστικό, μια εκτίμηση που αγνοεί το βάθος και την πολυπλοκότητα που φέρνει ο Fuller στην ταινία. Όπως πολλοί από τους περιθωριακούς ήρωες των ταινιών του, ο πορτοφολάς του Richard Widmark παλεύει να διατηρήσει την ατομικότητά του μπροστά στις πιέσεις της κοινωνίας, λαχταρώντας να εγκαταλείψει τις φτωχογειτονιές της πόλης για ένα καλύτερο μέλλον.
Βαθμολογία: