Στο μεταπολεμικό Λονδίνο της δεκαετίας του 1950, ο σχεδιαστής ρούχων Ρέινολντς Γούντκοκ και η αδερφή του, Σίριλ, κυριαρχούν στον χώρο της βρετανικής υψηλής ραπτικής, ντύνοντας μέλη βασιλικών οικογενειών, αστέρες του κινηματογράφου και εκπροσώπους της ανώτατης κοινωνικής τάξης. Παράλληλα, πλήθος γυναικών μπαίνουν εφήμερα στη ζωή του ιδιόρρυθμου Ρέινολντς, ενσαρκώνοντας τις κατά διαστήματα μούσες του, και σταδιακά παραχωρούν τη θέση τους στις επόμενες, που θα έχουν ανάλογη τύχη. Η μόνη σταθερή γυναίκα στη ζωή του Ρέινολντς είναι η αδερφή του, μέχρι τη στιγμή που γνωρίζει τυχαία μια νεαρή γυναίκα, την Άλμα, η οποία γίνεται ερωμένη και μούσα του. Από τη στιγμή που ερωτεύεται και παραδίδεται στην Άλμα, συνειδητοποιεί πως διασαλεύεται η απόλυτα ελεγχόμενη και προγραμματισμένη στην παραμικρή λεπτομέρεια ζωή του, και κάτι τέτοιο τον τρομοκρατεί. Η απρόσμενη αυτή ερωτική σχέση έρχεται να μεταμορφώσει και τους δύο, αλλά και την ίδια την ερωτική τους σχέση.

Σκηνοθεσία:

Paul Thomas Anderson

Κύριοι Ρόλοι:

Daniel Day-Lewis … Reynolds Woodcock

Vicky Krieps … Alma Elson

Lesley Manville … Cyril Woodcock

Camilla Rutherford … Johanna

Gina McKee … κοντέσα Henrietta Harding

Brian Gleeson … Δρ Robert Hardy

Harriet Sansom Harris … Barbara Rose

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paul Thomas Anderson

Παραγωγή: Paul Thomas Anderson, Megan Ellison, Daniel Lupi, JoAnne Sellar

Μουσική: Jonny Greenwood

Φωτογραφία: Paul Thomas Anderson

Μοντάζ: Dylan Tichenor

Σκηνικά: Mark Tildesley

Κοστούμια: Mark Bridges

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Phantom Thread
  • Ελληνικός Τίτλος: Αόρατη Κλωστή

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ κοστουμιών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Daniel Day-Lewis), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Lesley Manville) και μουσική.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Daniel Day-Lewis) σε δράμα και μουσικής.
  • Βραβείο Bafta κοστουμιών. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Daniel Day-Lewis), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Lesley Manville) και μουσική.

Παραλειπόμενα

  • Όπως ανακοίνωσε ο ίδιος, αυτή είναι η έσχατη ερμηνευτική παρουσία του Daniel Day-Lewis στην καριέρα του.
  • Έμπνευση για τον κεντρικό χαρακτήρα αποτέλεσε εν μέρει ο αμερικανός σχεδιαστής μόδας Charles James. Ο Cristobal Balenciaga ήταν όμως που έκανε τον σκηνοθέτη να ενδιαφερθεί για μια ταινία πάνω στη βιομηχανία της μόδας.
  • Πρώτη ταινία του Anderson με γυρίσματα εκτός ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, αυτά έγιναν στη Μεγ. Βρετανία.
  • Γνωστός για τη μεθοδικότητα του, ο Day-Lewis μαθήτευσε επί ένα έτος στο πλάι του Marc Happel, μαθαίνοντας τα μυστικά του ρόλου του. Οι ικανότητες του έφτασαν σε σημείο να ανακατασκευάσει ένα εικονικό φόρεμα του Balenciaga μέσα σε αυτή την περίοδο.
  • Ο ίδιος ο Anderson ανέλαβε και τη διεύθυνση φωτογραφίας, αφού ο μόνιμος συνεργάτης του, Robert Elswit, δεν ήταν διαθέσιμος. Πάντως, επίσημα δεν υπάρχει κρέντιτ, μια κι ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι έγινε συλλογική δουλειά πάνω στο τμήμα αυτό.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 2/2/2018

Ο Πολ Τόμας Άντερσον, κορυφαίος δημιουργός της νέας γενιάς του αμερικάνικου σινεμά, έχει κερδίσει τον σεβασμό κοινού και κριτικών γιατί, σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, αντιστάθηκε στα κόμικς και στις σειρές ταινιών, μένοντας πιστός στο προσωπικό του όραμα. Ο εμμονικός μυθοπλαστικός μηχανισμός των έργων του είναι η προσωπογραφία ενός ξεχωριστού άντρα που η ζωή του συστρέφεται σπειροειδώς, από το όνειρο στη διάψευση, από την ευλογία στην κατάρα, από την εύνοια της τύχης στην ύβρη, από τη δαιμονική φιλοδοξία στην αυτοκαταστροφή.

Στην τελευταία του δημιουργία, «Αόρατη Κλωστή» (2017), ο Άντερσον επανενώνεται με τον Ντάνιελ Ντέι Λούις σε ένα φιλμ που φορά πειστικά το ένδυμα μιας ταινίας-εποχής, αλλά κάτω από την επιφάνεια ξετυλίγεται ένα ψυχολογικό δράμα με συναρπαστικό παλμό που θυμίζει το ύφος του Χίτσκοκ.

Λονδίνο, 1955. Η πόλη αρχίζει να ανακάμπτει σταδιακά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη την περίοδο είναι που μεσουρανεί στον χώρο της υψηλής ραπτικής ο σχεδιαστής μόδας Ρέινολντς Γούντκοκ (Ντάνιελ Ντέι Λούις), ένας ιδιαίτερα δύσκολος κι εξαιρετικά εγωκεντρικός άνθρωπος, που με τα ρούχα του κατορθώνει και κάνει ακόμα και τον πλέον αντιαισθητικό άνθρωπο να νιώθει όμορφος. Ο Γούντκοκ έχει τη συνήθεια να ράβει μυστικά μηνύματα στα ενδύματά του («ποτέ καταραμένο», είναι το σημείωμα που βάζει στα γαμήλια φορέματα). Αυτά τα αόρατα ίχνη των κρυμμένων εννοιών του σημαίνουν ότι τα φορέματά του είναι κάτι περισσότερο από πολυτελή εμπορεύματα. Είναι έργα τέχνης, κορεσμένα με το πάθος και την προσωπικότητα του δημιουργού τους.

Ο στυλοβάτης του οίκου μόδας δεν είναι άλλη από την αδερφή του, Σίριλ (Λέσλι Μάνβιλ), η οποία έχει επιβάλλει δρακόντειους κανόνες και φροντίζει όλα να κυλούν ομαλά, έχοντας αναλάβει και το δύσκολο έργο της απομάκρυνσης της εκάστοτε μούσας (κι ερωμένης) του αδερφού της, όταν η επιρροή της γοητείας της παύει να υφίσταται. Τα πάντα όμως στην τακτοποιημένη ζωή του Ρέινολντς ανατρέπονται όταν εισβάλλει στη ζωή του η Άλμα (Βίκι Κριπς), και προσπαθεί να τον κάνει να καταλάβει πως η χαρά είναι μεγαλύτερη όταν τη μοιράζεσαι με έναν σύντροφο. Θα καταφέρει άραγε η Άλμα να δώσει πνοή σε αυτό το νεκρωμένο από συναισθήματα σπίτι ή οι κανόνες θα απομυζήσουν την ορμή της νιότης και τελικά θα την αποβάλουν κι αυτή;

Πρόκειται για μια απρόσμενη ερωτική ιστορία που αποτυπώνει ατμοσφαιρικά την προσπάθεια δύο ανθρώπων να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, προσπαθώντας να επιβληθούν στα ένστικτά τους και να επιβάλλει ο καθένας τούς δικούς του όρους.

Μια σκηνή-κλειδί για τον θεατή: όταν ο Ρέινολντς είναι άρρωστος με πυρετό, φαντάζεται τη μητέρα του και παραληρεί: «Είσαι εδώ; Είσαι πάντα εδώ; Μου λείπεις. Σε σκέφτομαι  όλη την ώρα». Αυτός είναι ο κεντρικός κόμβος του έργου, δείχνοντας την υπαρξιακή μοναξιά του ήρωα που αρνείται να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αυτή η προσέγγιση μάς  οδηγεί πίσω στον τίτλο της ταινίας, και τον επενδύει με μια δύναμη που είναι συναρπαστική και ταυτόχρονα τρομακτική.

Οι επιρροές της ταινίες είναι εμφανείς: «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ, «Εφιάλτης» του Κιούκορ, αλλά και Βισκόντι. Υποβλητική η μουσική του Τζον Γκρίνγουντ (των Radiohead) και εξαίρετες οι ερμηνείες των  Βίκι Κριπς, Λέσλι Μάνβιλ. Όσο για την απόδοση του Λιούις είναι πέρα και πάνω από κάθε περιγραφή. Κεντάει με αόρατα νήματα τις πολλαπλές διαθέσεις του Ρέινολντς: σαρδόνιος, μελαγχολικός, εμπνευσμένος, ανυπόμονος, μονομανής.

Τελικά τι είδους ερωτική ιστορία είναι η «Αόρατη Κλωστή»; Η διαλεκτική ιστορία της αγάπης μιας γυναίκας για έναν άντρα, και της αγάπης του άντρα για το έργο του; Μια καλλιγραφική μελέτη των ασυμμετριών και των συγκρούσεων στην καρδιά ενός γάμου; Ένας εκλεπτυσμένος γοτθικός εφιάλτης με το ύφος του Χένρι Τζέιμς; Ένας διαστρεβλωμένος ψυχολογικός μύθος του ανεξέλεγκτου εγωκεντρισμού και της απενεργοποιημένης ερωτικής επιθυμίας; Αυτός είναι ένας μικρός κατάλογος πιθανών απαντήσεων που δεν μπορεί να καταγράψει πόσο παράξενα γοητευτική είναι αυτή η ταινία.

Ωστόσο οι θαυμαστές του Ντάνιελ Ντέι Λιούις αναρωτιούνται. Μπορεί να είναι αυτή η τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση; Παρακολουθώντας αυτό το αριστοτεχνικό και δεσποτικό ερμηνευτικό ρεσιτάλ του, αισθανόμαστε ένα μίγμα από ευφορία και μελαγχολική θλίψη.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 3/6/2018

Πάντα είχε προσωπικό ύφος ο Paul Thomas Anderson, αλλά ποτέ πριν δεν έκανε μια άσκηση όπως αυτή. Με πολλά στοιχεία από σύγχρονο σινεφιλικό κινηματογράφο της Μεσογείου και ταυτόχρονα πρωτοπόρων της δεκαετίας του 1960, δεν μοιάζει να θέλει να καταλήξει ως προς το πού εντέλει πατάει: στο χθες ή το σήμερα. Αλλά μαζί, δεν μοιάζει εντελώς κατασταλαγμένος αν η ταινία του είναι μονάχα μια άσκηση ύφους ή ένα σινεφίλ δράμα χαρακτήρων. Έτσι, ενώ αρχικά παρακολουθείς με ανοιχτό το στόμα τη λεπτομέρεια στη δουλειά του σπουδαίου αυτού δημιουργού, ακολουθείται ένα επίπεδο στυλ αφήγησης που απαιτεί πολλή προσοχή κι επιμονή από πλευράς θεατή. Ναι μεν κάθε σκηνή προσθέτει κι ένα λιθαράκι στην εξέλιξη του σεναρίου, αλλά το ένα μόνο που δίνεται ανά σκηνή κρίνεται με το «σταγονόμετρο» όταν οι σκηνές έχουν τόσο μεγάλη διάρκεια. Ο Anderson, παρόλα αυτά, ελέγχει παντού και πάντα τα πράγματα, και σε καλεί να μπεις στον δικό του ρυθμό ή να πεταχτείς εντελώς από την οθόνη. Κι από τη στιγμή που αυτός είναι ο άρχοντας της συγκεκριμένης οθόνης, έχει κάθε δικαίωμα να απαιτήσει κάτι τέτοιο.

Αυτό το «παιχνίδι εκβιασμού» ακολουθάει, διόλου τυχαία, και ο κεντρικός του ήρωας. Ένας άντρας τόσο εγωκεντρικός, αλαζόνας και την ίδια ώρα ανώριμος, που η επαφή μαζί του μπορεί να σκοτώσει τον συναισθηματικό κόσμο ακόμα κι ανθρώπων που νοιάζονται για αυτόν. Έρχεται, λοιπόν, η ώρα που στο παιχνίδι θα μπει μια παίκτρια που από αθώα σερβιτόρα θα εξελιχτεί σε τομή για τη ζωή του. Το δράμα αρχίζει να κορυφώνεται ως ένα «κρυμμένο» νουάρ, με μια εξ όψεως αθώα femme-fatale που είναι ικανή να στείλει στον τάφο τον ήρωα, επειδή και μόνο δεν ανέχεται τα τόσα ελαττώματα χαρακτήρα, ενώ την ίδια ώρα δεν νοεί να τον εγκαταλείψει.

Κι όλα αυτά, διανθισμένα με κάδρα που αντλούν αισθητική από την κομψότητα της τέχνης εν τω θεματικό προσκήνιο, ηθοποιούς που αντέχουν τέτοιους ρυθμούς όπως ο Daniel Day-Lewis και η Lesley Manville (αποκάλυψη βέβαια και η Vicky Krieps) και ταιριαστούς ήχους επιλεγμένους από κλασική και ρετρό μουσική. Μια σύνθεση παραπάνω από άρτια, αλλά την ίδια ώρα και παραπάνω από αφιλόξενη για έναν μη έτοιμο να ακολουθήσει πιστά τις ρητές σκηνοθετικές απαιτήσεις.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *