Το Μυστικό της Πέτρα
- Petra
- 2018
- Ισπανία
- Ισπανικά, Καταλανικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ
- 08 Νοεμβρίου 2018
Η Πέτρα δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Όλη της τη ζωή τής έκρυβαν επιμελώς την ταυτότητά του. Μετά τον θάνατο της μητέρας της, ξεκινά μια έρευνα που την οδηγεί στον Χομέ, έναν διάσημο καλλιτέχνη αλλά παράλληλα κι έναν άνθρωπο που μπορεί να γίνει αδίστακτος με την πρόφαση της μαθητείας στο πλάι του. Στον δρόμο της για να αποκαλύψει την αλήθεια, η Πέτρα συναντά επίσης τον γιο του Χομέ, Λούκας, καθώς και τη Μαρίζα, τη μητέρα του και σύζυγο του Χομέ. Τότε, η ιστορία αυτών των χαρακτήρων αρχίζει να συνυπάρχει σε μια σπείρα κακίας, οικογενειακών μυστικών και βίας που τους οδηγεί στα άκρα, ώσπου κάποια στιγμή η σκληρή λογική της μοίρας εκτροχιάζεται από μια ανατρεπτική εξέλιξη που ανοίγει ένα μονοπάτι προς την ελπίδα και λύτρωση.
Σκηνοθεσία:
Jaime Rosales
Κύριοι Ρόλοι:
Barbara Lennie … Petra
Alex Brendemuhl … Lucas
Joan Botey … Jaume
Marisa Paredes … Marisa
Petra Martinez … Julia
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jaime Rosales, Michel Gaztambide, Clara Roquet
Παραγωγή: Antonio Chavarrias, Jerome Dopffer, Barbara Diez, Katrin Pors
Μουσική: Kristian Eidnes Andersen
Φωτογραφία: Helene Louvart
Μοντάζ: Lucia Casal
Σκηνικά: Victoria Paz Alvarez
Κοστούμια: Iratxe Sanz
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Petra
- Ελληνικός Τίτλος: Το Μυστικό της Πέτρα
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για γυναικεία ερμηνεία (Barbara Lennie) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Γυρίστηκε με μόνο μία κάμερα Steadicam. Η δε επεξεργασία των χρωμάτων έγινε φωτοχημικά και όχι ψηφιακά.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/11/2018
Ο Jaime Rosales έχει γενικά τη φήμη του “σκληρού καρυδιού” ως προς το ύφος, με αποτέλεσμα να έχει μείνει όλα τα χρόνια που είναι σκηνοθετικά ενεργός μονάχα ως ένα μεσαίο φεστιβαλικό όνομα, χωρίς να έχει τραβήξει πολλά φώτα επάνω του. Όσον αφορά το νέο του φιλμ, το “Μυστικό της Πέτρα”, δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα βρει το κοινό του, σε έναν ιδανικό κινηματογραφικά κόσμο πάντως θα εκτόξευε τις καλλιτεχνικές μετοχές του ιδίου και θα τον καθιέρωνε ως παράγοντα με βαρύτητα εντός της κινηματογραφικής βιομηχανίας της χώρας του. Το κεντρικό εύρημα του χρονικού “ανακατέματος” όπως χρησιμοποιείται για να βάλει τον θεατή στη θέση να δει με άλλη σκοπιά γεγονότα που παρακολούθησε να ξετυλίγονται πρότερα θυμίζει στη νοοτροπία του το “Μη Αναστρέψιμος”, όμως η σκηνοθετική προσέγγιση εδώ είναι εξαιρετικά διαφορετική, διαθέτει μεγαλύτερη εγκράτεια κι αυτοέλεγχο (αυτό δε σημαίνει πως αποτελεί καλύτερη ταινία, απλά αλλιώτικη συγκριτικά) καθώς κι ένα πιο διακριτικό στιλιζάρισμα. Το μεγάλο εύρος των κάδρων “μικραίνει” τους ηθοποιούς και κατά επέκταση και τους ήρωες, δηλώνοντας έτσι πως παρά την ένταση και τον πόνο των προσωπικών τους δραμάτων, η ιστορία τους είναι μονάχα ένα κομματάκι στο ατελείωτο παζλ της ανθρώπινης κατάσταση, ενώ το αγωνιώδες παιχνίδι που λαμβάνει χώρα με το τι θα αποκαλύψει η κάμερα, που κινείται εντός του χώρου σαν να χορεύει, όταν φτάσει στην πηγή του ήχου των διαλόγων θυμίζει από Αγγελόπουλο μέχρι την υπόνοια του Terence Davies.
Πίσω από όλον αυτόν τον Γολγοθά που ανεβαίνουν οι βασικοί χαρακτήρες κρύβεται κι ένα φεμινιστικό και φιλειρηνικό μήνυμα, διακριτικό κι εύστοχο, το οποίο ούτε στιγμή δεν φαντάζει διδακτικό ή ενταγμένο με το ζόρι στο σύνολο. Προκύπτει φυσικότατα κι επιφέρει και μια πολυπόθητη λύτρωση που κρίνεται ως αναγκαία από τις εξελίξεις, όχι απλά για να ελαφρύνει ντε και καλά το ιδιαίτερα βεβαρυμμένο κλίμα. Και παρόλο που είναι το μάτι του Rosales που πραγματικά απογειώνει το σύνολο, τα πράγματα δεν θα ήταν ίδια χωρίς το πραγματικά εξαιρετικό κάστινγκ. Από τη μαγνητική παρουσία της Barbara Lennie, ένα μοναδικό μείγμα ωριμότητας και αβεβαιότητας στη βαθιά τραγικότητα και απελπισία του Alex Brendemuhl και από εκεί στην αφάνταστη και συνεχώς απρόβλεπτη μοχθηρία του ταιριαστά αξιομίσητου Joan Botey, σχεδόν όλοι οι βασικοί ρόλοι σχηματίζουν μια πολυσύνθετη πινακοθήκη που εμπλουτίζει τον σεναριακό ιστό. Φιλτράροντας πάντως συμβάν προς συμβάν την ιστορία, θα μπορούσε να κατηγορηθεί πως πρόκειται απλά για μια καλλιτεχνίζουσα σαπουνόπερα, με την απάντηση σε αυτό το επιχείρημα να είναι πως μακάρι το είδος να είχε δείγματα με τόσο πάθος, τόσο ξεχωριστή δομή και τόσα ρίσκα που να ξεφεύγουν από το πεδίο του “εμπορικού”.
Ένα από τα μυστικά εδώ είναι πως παρόλο τον καταιγισμό ανατροπών και δυσάρεστων συμβάντων, η σκηνοθετική γραφή δεν είναι αντιστοίχως στη διαπασών. Παρατηρεί αποστασιοποιημένα και ψύχραιμα, υπογραμμίζοντας έτσι το αναπόφευκτο των εξελίξεων δεδομένης της φύσης των προσώπων που μετέχουν σε αυτές και καθιστώντας το θέαμα ακόμη πιο επίπονο από ότι αν γινόταν μια απόπειρα ώστε η καταγραφή του να είχε μια ανάλογη συναισθηματική φόρτιση με σκοπό να προκαλέσει σε αυτόν που παρακολουθεί το μάξιμουμ των αντιδράσεων. Με αυτήν την επιλογή που γίνεται, αποκτά κάποιος την αίσθηση ότι βλέπει τα λεπτά πριν συμβεί ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα: ξέρει ότι αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι δυσβάσταχτο, αλλά δεν μπορεί να απομακρύνει τα μάτια του από εκεί. Το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει να είναι μια από τις πιο δυνατές εκπλήξεις της τρέχουσας κινηματογραφικής σεζόν, που δυστυχώς όμως κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητη από το κοινό, όχι απαραίτητα επειδή δεν ομιλεί την αγγλική, αλλά γιατί δεν έχει το τρανταχτό όνομα από πίσω που χρειάζεται ένα εν δυνάμει ευρωπαϊκό χιτ για να εισακουστεί, είτε στη σκηνοθετική καρέκλα είτε στο καστ. Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι θέμα συζήτησης στις σινεφίλ παρέες για αρκετό καιρό, και θα το άξιζε και με το παραπάνω.
Βαθμολογία: