Ο Χιραγιάμα μοιάζει να είναι απόλυτα ευχαριστημένος με την εργασία του, καθαρίζοντας τουαλέτες στο Τόκυο. Εκτός αυτής της καθημερινής του ρουτίνας, απολαμβάνει το πάθος του για τη μουσική και τα βιβλία. Αγαπάει επίσης τα δέντρα, και αρέσκεται να τα φωτογραφίζει. Το παρελθόν του όμως δεν είναι τόσο απλό όσο και το παρόν του, και μια σειρά από απροσδόκητες συναντήσεις θα έρθει να το αποκαλύψει. 

Σκηνοθεσία:

Wim Wenders

Κύριοι Ρόλοι:

Koji Yakusho … Hirayama

Tokio Emoto … Takashi

Arisa Nakano … Niko

Aoi Yamada … Aya

Yumi Aso … Keiko

Sayuri Ishikawa … η μητέρα

Tomokazu Miura … Tomoyama

Min Tanaka … άστεγος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Wim Wenders, Takuma Takasaki

Παραγωγή: Takuma Takasaki, Wim Wenders, Koji Yanai

Φωτογραφία: Franz Lustig

Μοντάζ: Toni Froschhammer

Σκηνικά: Towako Kuwajima

Κοστούμια: Daisuke Iga

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Perfect Days
  • Ελληνικός Τίτλος: Υπέροχες Μέρες

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ιαπωνία).
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Koji Yakusho) και οικουμενικής επιτροπής.
  • Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Koji Yakusho) στα Ασιατικά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία.
  • Βραβείο σκηνοθεσίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Koji Yakusho) στα εθνικά βραβεία της Ιαπωνίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη ιαπωνική ταινία για τον Wim Wenders, αν και υπάρχει παρελθόν ανάμεσα σε αυτόν και τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου (Tokyo-Ga).
  • Αμέσως μετά τους αποκλεισμούς της πανδημίας, ο Wenders προσκλήθηκε από τον Koji Yanai για να επιβλέψει ένα μεγάλο σχέδιο που αφορούσε τις δημόσιες τουαλέτες του Τόκυο. Οι υπεύθυνοι ευελπιστούσαν από τον γερμανό δημιουργό να γυρίσει μια μικρού μήκους ταινία πάνω στις εγκαταστάσεις τους, αλλά εκείνος οραματίστηκε μια κανονική ταινία μυθοπλασίας.
  • Τα γυρίσματα στο Τόκυο ολοκληρώθηκαν μέσα σε 17 μόλις ημέρες, κι ενώ το σενάριο είχε γραφτεί μέσα σε 3 εβδομάδες.
  • Πρώτη φορά που η ακαδημία τεχνών της Ιαπωνίας προτείνει για το ξενόγλωσσο Όσκαρ ταινία από σκηνοθέτη εκτός της Άπω Ανατολής.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το σάουντρακ αποτελείται από αγγλόφωνες επιτυχίες των 1960 και των 1970, με το The House of the Rising Sun να έχει την τιμητική του, μια και ακούγεται και στην ιαπωνική γλώσσα από τη Maki Asakawa.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 22/2/2024

Ο πολυαγαπημένος Βιμ Βέντερς, με την ανεξίτηλη παρακαταθήκη που όμοια της ελάχιστοι έχουν να επιδείξουν, έχει καταγραφεί από μεγάλη μερίδα της κριτικής ως μια περασμένη δόξα που συλλέγει συναπτές αστοχίες, όσον αφορά τουλάχιστον τη μυθοπλασία, αφού στο χώρο του ντοκιμαντέρ εξακολουθεί να διαπρέπει (μια απροσδόκητη ομοιότητά του με τον επίσης σπουδαίο συμπατριώτη του, Βέρνερ Χέρτζογκ). Στο άκουσμα της νέας του ταινίας, η οποία προέκυψε από την πρόταση που του κατατέθηκε από Ιάπωνες παραγωγούς για τη δημιουργία μιας σειράς ταινιών μικρού μήκους με θέμα ένα project που με τίτλο Tokyo Toilet Project, λίγοι θα περίμεναν να προκύψει μια μεγάλη ταινία που θα επαναφέρει τον βετεράνο δημιουργό στο επίκεντρο του κινηματογραφικού κόσμου. Εκείνος, ωστόσο, μεταφέροντας τη γνώριμη ευαισθησία του στην άλλη άκρη του κόσμου, καταθέτει μια αφοπλιστική ταινία-ωδή στη ζωή, στο μοτίβο που μας σύστησαν τα δικά του φιλμ περιπλάνησης. Γιατί αν υπάρχει ένας δημιουργός που ξέρει να κινηματογραφεί τον δρόμο και τη γλυκόπικρη μοναξιά του, αυτός μάλλον είναι ο Βέντερς.

Ένα από τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά του Perfect Days είναι ότι στο κείμενό του διαβάζουμε ταυτόχρονα επιρροές που καθόρισαν το αφηγηματικό ύφος του Γερμανού αλλά και τον (καταλυτικό) τρόπο με τον οποίο επηρέασε εκείνος το σινεμά. Δεν είναι η πρώτη φορά που το σινεμά του Βέντερς παραπέμπει στον Γιασουτζίρο Όζου ˙ η σφραγίδα του ιερού Ιάπωνα, όμως, είναι εδώ εντονότερη από ποτέ, και όχι για λόγους εντοπιότητας. Η στωική προσέγγιση των δραματικών καταστάσεων, η χαρμολύπη που φωλιάζει στις μικρές συνήθειες και τις ατέρμονες καθημερινές συνδιαλλαγές και η απουσία των φανερών εντάσεων είναι μερικές μόνο από τις συγγένειες του έργου με τον κινηματογράφο του Όζου.

Από την άλλη, στο φιλμ συναντάμε σε μεγάλες δόσεις αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ποίηση των καθημερινών πραγμάτων». Ο Βέντερς αφουγκράζεται την ηχώ των ημερήσιων τελετουργικών του βασικού του χαρακτήρα και χρησιμοποιεί τον διάλογο με φειδώ. Οι ομοιότητες με το Paterson του Τζιμ Τζάρμους (στο οποίο υπήρξε και η σχετική διερώτηση περί του αν η ποίηση μεταφράζεται, τι φανταστική απάντηση συνιστά η ταινία αυτή μόνο με την ύπαρξή της) είναι παραπάνω από έκδηλες. Το αντιδάνειο του Βέντερς από τον Τζάρμους είναι σχεδόν συγκινητικό. Η φόρμουλα που τελειοποιήθηκε στα χέρια του τελευταίου έχει διαμορφωθεί εν πολλοίς από τον πρώτο και έφτασε η στιγμή του να επιστρέψει σε αυτήν, δεκαετίες αφότου άρχισε να δοκιμάζει, με κυμαινόμενη επιτυχία, εντελώς διαφορετικές φόρμες.

Η αντίφαση αυτής της επιστροφής είναι ιδιαίτερα γοητευτική, καθώς συντελείται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα, σε μια άλλη γλώσσα και χωρίς βλέψεις αυτοαναφορικότητας. Ο αφηγηματικός νόστος του Βέντερς δεν υπαγορεύεται από έλλειψη έμπνευσης ή κάποια διάθεση φιλμικής διαθήκης. Η θέση της ταινίας στην πλούσια φιλμογραφία του είναι αυτοτελής˙ ως χαρακτηρολογική σπουδή, μάλιστα, είναι από τις εναργέστερες που έχει φιλοτεχνήσει ο δημιουργός. Στο φιλμ γνωρίζουμε τον Χιραγιάμα, μεσήλικα καθαριστή των δημόσιων αποχωρητηρίων υψηλής τεχνολογίας του Τόκιο και αναλογικό απομεινάρι σε μια ψηφιακή εποχή. Κάθε μέρα διασχίζει με το όχημα της δουλειάς τους ίδιους δρόμους, λίγο μετά τη χαραυγή, αφού έχει επιτελέσει την πρωινή του ρουτίνα. Συντροφιά του είναι ο φαφλατάς νεαρός συνεργάτης του αλλά κυρίως ο Λου Ριντ, η Πάτι Σμιθ, οι Άνιμαλς και άλλοι «παλιοί», που αποτελούν το ηχητικό περιβάλλον των διαδρομών του μέσα από τις κασέτες τους, τις οποίες συλλέγει αρειμανίως. Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει λογοτεχνία, φωτογραφίζει σε φιλμ δέντρα, γευματίζει σε ένα λιλιπούτειο συνοικιακό μαγαζί και επισκέπτεται τα λουτρά της περιοχής. Οι κοινωνικές του συναναστροφές είναι περιορισμένες, όχι όμως απερίσκεπτες ή ασήμαντες. Κάθε του συζήτηση έχει τη δική της αξία, τη δική της θέση στο επαναλαμβανόμενο πλέγμα της ημέρας του.

Στον μινιμαλιστικό κόσμο της ατέρμονης επανάληψης που συνθέτει γύρω από τον Χιραγιάμα ο δημιουργός, η ζωή δοξάζει την ταπεινότητά της, χωρίς εκπλήξεις, ανατροπές και απόκοσμες επεμβάσεις της μοίρας. Ίσως ο Βέντερς να χάνει σε έναν βαθμό το μέτρο της νοσταλγίας με την οποία εμποτίζει το φιλμ, όμως τα αντικείμενα των περασμένων δεκαετιών δεν παρελαύνουν προς άγραν συναισθηματικής φόρτισης, αλλά ως γοητευτικοί πολυκαιρισμένοι συνοδοιπόροι που κρατούν παρέα στον ήρωα καθώς οδεύει προς τη δύση του. Καθένα δείχνει να έχει τη δική του ιστορία, να είναι συνδεδεμένο με μια ανάμνηση που δεν χρειάζεται να μάθουμε. Όλα έχουν τη θέση τους μέσα στην καθημερινή διαδοχή των όμοιων παραστάσεών του. Για κάποιους μια τέτοια ζωή, δίχως έκδηλες συγκινήσεις και διακυμάνσεις, μοιάζει προθάλαμος του θανάτου, αλλά ο ολιγόλογος Χιραγιάμα βρίσκει σε αυτήν όλο τον πλούτο που μπορεί να του χαρίσει η εμπειρία του ζην.

Η θρησκευτική ευλάβεια που συνοδεύει τις καθημερινές συνήθειες του Χιραγιάμα, σαν έμπρακτη αποθέωση της βιωμένης και ενσυνείδητης μοναχικότητας, δεν κάμπτει τη γοητευτική συναισθηματική παραδοξότητα που κάνει την καρδιά του φιλμ να πάλλεται. Η χαρά και η λύπη συνυπάρχουν σχεδόν σε κάθε στιγμή, με αποκορύφωμα το θεσπέσιο τελευταίο πλάνο που αγκαλιάζει τη θεμελιακή αντίφαση με γενναιότητα και στοργή, έτοιμη να τη παραδώσει σε ακόμα έναν εικοσιτετράωρο κύκλο όπου όλα επαναλαμβάνονται και όλα μοιάζουν με κάποιον τρόπο καινούρια. Για τον ήρωα, η μελαγχολία διαθέτει τη δική της ζεστασιά, φτάνει να μην αντιμετωπίζεται ως εχθρός της ευδαιμονίας. Κάθε μέρα έχει τη δική της απλοϊκή αυτοτέλεια και όλες μαζί συνθέτουν έναν κύκλο που περνά πιο γρήγορα από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Oh it’s such a perfect day, ακόμα και αν η συντροφιά μας είναι τα καθημερινά μας καταφύγια.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 4/4/2024

Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ο Wim Wenders υπήρξε βασικός πυλώνας του νέου γερμανικού κινηματογράφου: ο Herzog ήταν ο μυστικιστής, ο Fassbinder ο μελοδραματικός, ο Kluge ο διαλεκτικός και ο Wenders ο ανθρωπολόγος αυτής της ομάδας. Στον 21ο αιώνα οι μυθοπλαστικές ταινίες του Wenders ήταν απογοητευτικές, με χειρότερη όλων το «Million Dollar Hotel» (2000). Πόσο ευχάριστη έκπληξη, λοιπόν, που το «Perfect Days» είναι η καλύτερη ταινία μυθοπλασίας του από τη μακρινή εποχή του «Τα Φτερά του Έρωτα» (1987). Και μπορεί ο Wenders να μην ανήκει πια στη κινηματογραφική πρωτοπορία, όμως δεν παύει να είναι ένας αισθαντικός και καλαίσθητος δημιουργός.

Ενώ το Τόκιο κοιμάται, ο λιγομίλητος και ασκητικός Hirayama (KojiYakusho) ξυπνά με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου για να αντιμετωπίσει την καθημερινή του ρότα, η οποία ξεκινά με ένα κουτί καφέ από ένα μηχάνημα αυτόματης πώλησης και μετά οδηγεί, ακούγοντας μια μαγνητική κασέτα από τη μουσική συλλογή του μέχρι να φτάσει στη δουλειά του. Είναι καθαριστής στις δημόσιες τουαλέτες και το κάνει με μεγάλη αφοσίωση σε αντίθεση με τον επιπόλαιο Takashi (Tokio Emoto), έναν εξωστρεφή και φλύαρο νεαρό, που καθαρίζει με βαριά καρδιά ενώ συνομιλεί στο κινητό του με την κοπέλα που πολιορκεί, την Aya (Aoi Yamada). Αν για τον Takashi το έργο του είναι βασανιστήριο και υποβάθμιση, για τον Hirayama είναι βάλσαμο, μια ανταμοιβή και ίσως λύτρωση από κάποια πληγή του παρελθόντος. Αυτή η υπόθεση προκύπτει από την άκαιρη εμφάνιση της ανιψιάς του, Niko (Arisa Nakano), μιας έφηβης που δεν έχει δει τον θείο της εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά συνδέεται αμέσως με την αίσθηση της τάξης του. Τόσο η Niko όσο και η Aya ανακαλύπτουν μέσω του Hirayama την ευχαρίστηση να έχεις μια δομή, να είσαι οργανωμένος και να απολαμβάνεις τις μικρές στιγμές…

Ο Wenders, που είχε ήδη εμβαθύνει στις ιδιαιτερότητες του Τόκιο στο αφιέρωμα του στον Yasujirô Ozu, το «Tokyo-Ga» (1985), στο «Perfect Days» δημιουργεί έναν οπτικό διαλογισμό προσαρμόζοντας την ντοκιμαντερίστικη προσέγγισή του σε μια μυθοπλαστική βάση. Ο βασικός του χαρακτήρας, ο Hirayama, είναι ένας μεσήλικας υψηλού πνευματικού επιπέδου και μεγάλης καλλιέργειας, προερχόμενος από πλούσια οικογένεια, από την οποία αποξενώθηκε λόγω της σύγκρουσης με τον πατέρα του -θυμίζοντας αμυδρά τον Jack Nicholson στο «Πέντε Εύκολα Κομμάτια» (1970) του Rafelson. Ο Wenders κυκλώνει τον ήρωα του με την ευαίσθητα επίμονη κάμερα του Franz Lustig, που καταγράφει κάθε έκφραση του προσώπου του στις ήσυχες στιγμές της ρουτίνας του, με υπνωτικούς ρυθμούς, με όμορφα δουλεμένα χρώματα που θυμίζουν τον Robby Müller. Ενδιάμεσα παρεμβάλλει, ως ποιητικά λάιτ μοτίφ, ιμπρεσιονιστικές ασπρόμαυρες εικόνες που επικαλύπτονται και διαλύονται η μια μέσα στην άλλη: εικόνες από το φως που διαπερνά τον θόλο των δέντρων, όνειρα και δυσερμήνευτες αναδρομές.

Αν και η καθημερινή ρουτίνα καθορίζει τον τόνο και τη θεματολογία της ταινίας, υπάρχουν και μικρές υποπλοκές: οι ατυχείς απόπειρες του ακατάστατου Takashi να προσελκύσει την Aya, η αναπάντεχη επίσκεψη του παρελθόντος με τις μορφές της ανιψιάς και αργότερα της αδελφής του Hirayama, η θλιβερή ρομαντική μοίρα της ιδιοκτήτριας ενός εστιατορίου όπου ο ήρωας συχνάζει τα σαββατοκύριακα. Άνθρωπος με λίγα λόγια, ο Hirayama είναι περισσότερο παρατηρητής παρά συμμέτοχος αυτών των μικρών δραμάτων. Κεντρικό στοιχείο της στάσης του απέναντι στη ζωή είναι το «komorebi», που για τους Ιάπωνες είναι ο «χορός» ανάμεσα στη σκιά και το φως, τον οποίο ο πρωταγωνιστής αποτυπώνει και εμφανίζει από το φιλμ της παλιάς του φωτογραφικής μηχανής, συλλαμβάνοντας τη μοναδικότητα και την παροδικότητα σε κάθε εκδήλωση της ζωής. Αυτή η zen φιλοσοφία έρχεται να μας διδάξει ν’ αφεθούμε στη φυσική ροή των πραγμάτων, να δούμε τα πράγματα πιο απλά, να δεχθούμε τις ατέλειές τους και να μην αφήνουμε «ανούσιες» λεπτομέρειες να μας ταράζουν. Ο Wenders προβάλλοντας τις τελετουργικές χειρονομίες του Hirayama, που πραγματοποιούνται σε ψυχική κατάσταση απόλυτης ηρεμίας, χτίζει την υπαρξιακή διάσταση του, που εφάπτεται στα όρια του υπερβατικού. Στη βάση της εσωτερικής ειρήνης του υπάρχει η αποδοχή της μοίρας, ο καρπός της μεγάλης ταπεινοφροσύνης, το συστατικό μιας ενιαίας υπαρξιακής ροής.

Αυτό είναι το “Perfect Days”, με τον τίτλο του δανεισμένο από ένα από τα ομορφότερα τραγούδια του Lou Reed. Μια απλή, διεισδυτική και τρυφερή μελέτη της υπαρξιακής αναζήτησης και του απέραντου κρυφού πλούτου της ανθρώπινης ψυχής από έναν δημιουργικό και πρωτότυπο μαθητή των Antonioni και Ozu. Άλλωστε ο γερμανός δημιουργός όλο και περισσότερο μοιάζει να αναλύει τα θέματα του με τη φιλοσοφημένη ηρεμία, την αφαίρεση και την αποστασιοποίηση των δυο μεγάλων φορμαλιστών.

«Ο κόσμος είναι φτιαγμένος από πολλούς κόσμους. Κάποιοι είναι αλληλένδετοι κι άλλοι όχι» λέει στην ανιψιά του ο Hirayama στη βόλτα τους με τα ποδήλατα. Και όταν αυτή του ζητά να δουν τον ωκεανό, της απαντά «Την άλλη φορά». «Πότε ακριβώς;» τον ρωτά επίμονα. «Τώρα είναι τώρα… Η άλλη φορά θα είναι η άλλη». Η γεμάτη στωικότητα απάντηση του συνοψίζει την κοσμοθεωρία του για τη μοναδικότητα και παροδικότητα της ζωής. Όλοι αναζητούμε απεγνωσμένα ένα νόημα στην καθημερινή ζωή μας, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι η ίδια η ζωή μας κάθε μέρα είναι το νόημα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *