Ο Πεπέ Λε Μόκο είναι ένας γάλλος κλέφτης που ζει για δύο χρόνια στο Αλγέρι, ευρισκόμενος εκεί για να αποφύγει τη γαλλική δικαιοσύνη. Ένας αξιωματικός από τη Γαλλία θέλει να τον συλλάβουν, αλλά ο πονηρός τοπικός επιθεωρητής προτείνει να καιροφυλακτούν. Τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα για τον Πεπέ, όταν έρχεται στην πόλη η Γκάμπι, μια όμορφη Παριζιάνα.

Σκηνοθεσία:

Julien Duvivier

Κύριοι Ρόλοι:

Jean Gabin … Pepe le Moko

Mireille Balin … Gaby Gould

Line Noro … Ines

Lucas Gridoux … επιθεωρητής Slimane

Fernand Charpin … Regis

Rene Bergeron … επιθεωρητής Meunier

Marcel Dalio … L’Arbi

Gilbert Gil … Pierrot

Gabriel Gabrio … Carlos

Gaston Modot … Jimmy

Renee Carl … μητέρα Tarte

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Henri La Barthe, Julien Duvivier, Jacques Constant, Henri Jeanson

Παραγωγή: Raymond Hakim, Robert Hakim

Μουσική: Vincent Scotto, Mohamed Ygerbuchen

Φωτογραφία: Marc Fossard, Jules Kruger

Μοντάζ: Marguerite Beauge

Σκηνικά: Jacques Krauss

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Pepe le Moko
  • Ελληνικός Τίτλος: Αλγέρι
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Πεπέ Λε Μόκο [τηλεόραση]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Pepe le Moko του Henri La Barthe.

Παραλειπόμενα

  • Εντάσσεται στο κίνημα του ποιητικού ρεαλισμού των γαλλικών 1930, αλλά κυρίως είναι ένας από τους γνήσιους προγόνους του φιλμ-νουάρ. Δέχτηκε επιρροές από το αμερικανικό Σκάρφεϊς (1932), ενώ εκτός του ότι έγινε δύο φορές ριμέικ στις ΗΠΑ, είναι η βασική πηγή έμπνευσης για το κλασικό Καζαμπλάνκα, αλλά και τον Τρίτο Άνθρωπο.
  • Στα κρέντιτ του σεναρίου, ο συγγραφέας La Barthe αναφέρεται με το ψευδώνυμο Ντετέκτιβ Julien Ashelbe.
  • Το Μόκο στη γαλλική αργκό σημαίνει καταγωγή από την Τουλόν ή εναλλακτικά τα νότια της Γαλλίας.
  • Ήδη από την προετοιμασία των γυρισμάτων, Jean Gabin και Mireille Balin δέθηκαν συναισθηματικά, χωρίς όμως αυτό να κρατήσει πάνω από έναν χρόνο.
  • Ο κύριος όγκο των γυρισμάτων έλαβε χώρα στα στούντιο Joinville-le-Pont, μια και στην Κάσμπα δεν ευνοούνταν η δημιουργία ταινίας με τόσο στενά σοκάκια. Έγιναν όμως κι εκεί κάποιες εξωτερικές λήψεις.
  • Όταν ο παραγωγός Walter Wanger ανέλαβε το ριμέικ Πληγωμένος Αετός, προσπάθησε να καταστραφούν όλες οι κόπιες της ορίτζιναλ εκδοχής. Ευτυχώς, δεν τα κατάφερε.
  • Ο χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Charles Boyer ήταν η απευθείας έμπνευση για τη δημιουργία της ερωτιάρας νυφίτσας -με τη γαλλική προφορά- Pepe Le Pew των Looney Tunes το 1945.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Γνωστή από την πορεία της ως ερμηνεύτρια στα music-hall της Ευρώπης, η Frehel (Marguerite Boulc’h) ερμηνεύει στην ταινία το Ou est-il Donc?

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 14/9/2023

Για τους ιστορικούς της 7ης Τέχνης το “Pepe le Moko” σηματοδοτεί τη λυδία λίθο του ποιητικού ρεαλισμού, αλλά κι ένα θεμελιώδες βήμα στην αισθητική ανάπτυξη της, αποτελώντας τον πιο ξεκάθαρο πρόδρομο του φιλμ νουάρ.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Αλγέρι, κατά την δεκαετία του 1930, εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας. Το σκηνικό είναι η αδιαπέραστη περιοχή της Κάσμπα, ένας λαβύρινθος από λιθόστρωτα δρομάκια, σκάλες, καμάρες, ταράτσες και σκοτεινούς αδιέξοδους αυλόγυρους. Ο καταζητούμενος γάλλος γκάγκστερ Pepé (Jean Gabin) είναι ο βασιλιάς και συνάμα ο αιχμάλωτος της Κάσμπα. Είναι ένας κακοποιός με κώδικα τιμής και οι φίλοι του τον λατρεύουν και τον προστατεύουν ώστε να αποφεύγει την σύλληψη.

Το ξεκίνημα της ταινίας είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικό: στο αστυνομικό τμήμα του Αλγερίου φθάνουν ενισχύσεις από το Παρίσι για να συλλάβουν τον Pepé. Όταν οι Γάλλοι ζητούν εξηγήσεις για την αποτυχία της σύλληψης του, ο τοπικός διοικητής παρομοιάζει την Κάσμπα σαν μια υπέρκορη μυρμηγκοφωλιά από 40.000 ανθρώπους κάθε φυλής και γλώσσας. «Πολύχρωμη, ζωντανή, πολύπλευρη, θορυβώδης, δεν υπάρχει μία Κάσμπα αλλά εκατοντάδες. Χιλιάδες. Και αυτό τον φοβερό λαβύρινθο ο Pepé τον αισθάνεται σπίτι του». Παράλληλα προβάλλονται το σκοτεινό δίκτυο των τούνελ που τον προστατεύει, οι γυναίκες που συχνάζει, οι άνδρες που συναναστρέφεται, οι πόρτες που τον κρύβουν, οι στέγες από τις οποίες δραπετεύει. Ενώ ο ιθαγενής επιθεωρητής Slimane (Lucas Gridoux) -μια παράξενη διασταύρωση  Ιαβέρη και Ιάγου- τον περιγράφει με θαυμασμό που αγγίζει τα όρια του ομοερωτισμού, ως «γοητευτικό πρίγκιπα της λεηλασίας», «καλό παιδί, με την καρδιά του στο χέρι», «με το χαμόγελο τόσο εύκολο για τους φίλους, όσο το μαχαίρι για τους εχθρούς». Με αυτή τη σκηνοθετική μέθοδο ενεργοποιείται ένας μηχανισμός πλήρους ταύτισης μεταξύ του κεντρικού χαρακτήρα και του σκηνικού δράσης -μια αναγνωρίσιμη υπογραφή στα σημαντικότερα έργα του Duvivier. Η αποτελεσματικότητα αυτής της σεκάνς μυθοποιεί τον δανδή εγκληματία στο μυαλό του θεατή πριν ακόμη εμφανιστεί στην οθόνη. Η πρώτη είσοδος του Pepé στο κάδρο είναι εντυπωσιακή: ένα κοντινό πλάνο του χεριού του που κρατά ένα μαργαριτάρι, μετά το πρόσωπό που γέρνει στον φακό καθώς εξετάζει το κόσμημα στο φως και τελικά το ακαταμάχητο του βλέμμα.

Μετά από μια αιφνιδιαστική έφοδο της αστυνομίας, ο Pepé μπαίνει σε ένα μυστικό καταφύγιο και εκεί συναντά μια τουρίστρια από το Παρίσι, την εκθαμβωτική Gaby (Mireille Balin). Κι αν αρχικά είναι τα λαμπρά κοσμήματά της που ελκύουν τόσο τον ίδιο όσο και την κάμερα, ακολουθούν διαδοχικά κοντινά πλάνα με τα πυρακτωμένα βλέμματα τους σε πλήρη σύντηξη. Ο Pepé έχει ήδη μπλεχτεί στο δίχτυ της επιθυμίας για την Gaby και της νοσταλγίας για το Παρίσι. Όταν ο Slimane αναλαμβάνει να συνοδεύσει την Gaby στην ασφάλεια του ξενοδοχείου της, καταλαβαίνει ότι ο κόμπος είναι ήδη δεμένος. Για τον υπομονετικό και μεθοδικό επιθεωρητή η σαγηνευτική Παριζιάνα είναι το τέλειο δόλωμα για να ξετρυπώσει τον Pepé από την ασφάλεια της Κάσμπα. Είναι φανερό ότι μόνο ο Slimane κατανοεί τον χαρακτήρα και τα κίνητρά αυτού του άντρα, καθώς επικοινωνούν σε ένα υψηλότερο επίπεδο, σεβόμενοι ο ένας τον άλλον, σεβόμενοι ακόμη περισσότερο τη μοίρα που και οι δύο πιστεύουν ότι κυβερνά τον κόσμο. Γι’ αυτό και με βεβαιότητα τού δηλώνει: «Θα σε πιάσω Pepé. Είναι γραφτό».

Δεν είναι τόσο περίεργο που αυτή η ταινία έφερε αρχικά τον τίτλο εργασίας “Les Nuits Blanches”, καθώς σίγουρα μοιράζεται κάτι περισσότερο από μια παροδική ομοιότητα με τη διαχρονική ιστορία του Dostoyevsky. Όπως οι άμοιροι ονειροπόλοι του ρώσου συγγραφέα, οι χαρακτήρες του Duvivier είναι ερωτευμένοι με φαντάσματα, ασώματες φαντασιώσεις που προβάλλουν σε καμβά από σάρκα. Η Gaby γοητεύεται από την επιβλητική δύναμη του Pepé, που συνιστά για αυτή μια ανάσα εξωτισμού στην πνιγηρή αστική ύπαρξή της δίπλα σε έναν αποκρουστικό άντρα. Για αυτόν, πάλι, η Gaby ενσαρκώνει, πέρα και πάνω από μια φευγαλέα ερωτική κατάκτηση, την ανεπανάληπτη ευκαιρία για να γυρίσει πίσω το ρολόι, να περπατήσει ξανά στους δρόμους της Μονμάρτρης, να διεκδικήσει μια ελευθερία που δεν κατέχει πια. Δίνοντας στους δυο εραστές την επιλογή ανάμεσα στη καθημερινή λογική και στη ρομαντική τρέλα, η Gavy επιλέγει το πρώτο και ο Pepé το δεύτερο. Το θολό όνειρό του γίνεται ταραγμένη φαντασίωση και εμμονική αυταπάτη που επισπεύδει την απογοήτευση και την τραγωδία.

Αν και ο Duvivier είχε τη δυνατότητα να γυρίσει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας στο Αλγέρι, επέλεξε να αναδημιουργήσει την Κάσμπα στα στούντιο της Pathé Cinéma στο Παρίσι. Αυτό το έκανε για καλλιτεχνικούς λόγους, ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του φωτισμού και να πετύχει ακριβώς την ατμόσφαιρα που σχεδίαζε. Η εξπρεσιονιστική χρήση σκιών και σιλουετών για τη δημιουργία ατμόσφαιρας και σασπένς δίνει στην ταινία την αδυσώπητη αύρα της μοιρολατρικής απαισιοδοξίας. Η εκφραστική νουάρ οπτική της ταινίας δημιουργήθηκε από τον κινηματογραφιστή Jules Kruger και σε συνδυασμό με την παρτιτούρα του Mohamed Yguerbouchen μεταφέρουν την αίσθηση ενός κόσμου σε αναταραχή, όπου οι δυνάμεις του σκότους και του φωτός είναι εγκλωβισμένες σε αέναη σύγκρουση -μια ισχυρή μεταφορά για τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου ενάντια στα γήινα μαρτύρια και τον θάνατο.

Υπάρχει μια συγκινητική σεκάνς -επιτομή της έκφρασης της ανεκπλήρωτης επιθυμίας και της νοσταλγίας- όπου μια τραγουδίστρια (Fréhel) παίζει έναν από τους δίσκους της σε ένα γραμμόφωνο, σκέφτεται το ένδοξο παρελθόν της και τραγουδά το ρεφρέν καθώς κυλούν τα δάκρυά της. Αυτή η σκηνή, τόσο οδυνηρή και ανθρώπινη, περικλείει την ουσία του φιλμ νουάρ -χαρακτήρες παγιδευμένους σε ένα ζοφερό περιβάλλον, από το οποίο δεν υπάρχει καμία ελπίδα διαφυγής. Η ελευθερία και η μελλοντική ευτυχία που ονειρεύονται ο Gabin και η Fréhel θα είναι για πάντα πέρα από τις δυνατότητές τους -όπως ακριβώς συμβαίνει για κάθε άνθρωπο. Το «Pepé le Moko» δεν είναι τόσο μια γκανγκστερική ταινία όσο μια σκληρή δήλωση, ότι στον πραγματικό κόσμο κανείς δεν ζει ευτυχισμένος για πάντα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *