Όταν ήταν μικρός, ο Μαρκ Λιούις ήταν το πειραματόζωο του πατέρα του πάνω σε πειράματα για την επίδραση του φόβου στο νευρικό σύστημα. Τώρα έχει μεγαλώσει, είναι ορφανός, εργάζεται σε φωτογραφείο, και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη δημιουργία ταινιών. Η κύρια ασχολία του είναι να φωτογραφίζει νεαρές κοπέλες, αλλά το χόμπι του είναι να τις σκοτώνει με όπλο την ίδια την κάμερα.

Σκηνοθεσία:

Michael Powell

Κύριοι Ρόλοι:

Karlheinz Bohm … Mark Lewis

Anna Massey … Helen Stephens

Moira Shearer … Vivian

Maxine Audley … Κα Stephens

Brenda Bruce … Dora

Esmond Knight … Arthur Baden

Michael Goodliffe … Don Jarvis

Jack Watson … επιθεωρητής Gregg

Shirley Anne Field … Pauline Shields

Nigel Davenport … επιθεωρητής Miller

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Leo Marks

Παραγωγή: Michael Powell

Μουσική: Brian Easdale

Φωτογραφία: Otto Heller

Μοντάζ: Noreen Ackland

Σκηνικά: Arthur Lawson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Peeping Tom
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Ηδονοβλεψίας

Παραλειπόμενα

  • Ο Leo Marks βάσισε μέρη του σεναρίου σε προσωπικά του βιώματα.
  • Η πρώτη επιλογή για τον κεντρικό ρόλο ήταν ο Dirk Bogarde, αλλά η Rank Organisation αρνούνταν να τον δανείσει. Έπειτα ήταν ο Laurence Harvey που φαίνονταν ότι θα τον αναλάβει, αλλά αποχώρησε στο στάδιο της προετοιμασίας.
  • Η γυμνή εμφάνιση της Pamela Green ήταν και το πρώτο γυμνό που είδε ποτέ το βρετανικό σινεμά.
  • Στη Βρετανία διανεμήθηκε μαζί με τρεις άλλες ταινίες τρόμου, διαφορετικής εταιρίας παραγωγής, και η αποτυχία του ήταν καταλυτική για την καριέρα του Michael Powell. Αλλά και στις ΗΠΑ, που άργησε δύο χρόνια να φτάσει, δεν βρήκε το κοινό του. Αυτό όμως που αρχικά το είχε καταδικάσει, δηλαδή η βία, δεν άργησε μέχρι τη δεκαετία του 1970 να το καθιερώσει ως cult, αλλά και να βρει ετεροχρονισμένα την κριτική ανταπόκριση. Μαζί με την Ψυχώ του ίδιου χρόνου, είναι οι ταινίες που προοιώνισαν το υποείδος του slasher.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 26/5/2024

Μεταξύ των ετών 1942 και 1957, ο άγγλος σκηνοθέτης Michael Powell (1905–1990) και ο ούγγρος συνεργάτης του, Emeric Pressburger (1902–1988), σχημάτισαν ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργικά δίδυμα στον κινηματογράφο. Κάτω από το έμβλημα των «The Archers», παρήγαγαν 23 ταινίες σε 18 χρόνια, με το σκηνοθετικό όραμα του Powell να συμπληρώνεται από την αφηγηματική δημιουργικότητα του Pressburger. Στη φιλμογραφία τους συμπεριλαμβάνονται εμβληματικές ταινίες του βρετανικού σινεμά, με ευφάνταστα ρομαντικά και υπερφυσικά θέματα που αψηφούν την εύκολη κατηγοριοποίηση («The Life and Death of Colonel Blimp/1943», «A Matter of Life and Death/1946, «Black Narcissus/1947», «The Red Shoes/1948»). Οι Powell και Pressburger άντλησαν δάνεια από τον σουρεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τον μυστικισμό, τον κόσμο του χορού και της όπερας, σε παραγωγές πνευματώδεις, με τολμηρή αφήγηση, πολυτελή σκηνικά και επιδεικτικά κοστούμια.

Το μάτι που σκοτώνει

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η δυάδα  Powell-Pressburger χωρίστηκε, και ο καθένας πήρε διαφορετικούς δρόμους. Ήταν τότε που ο Powell αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Leo Marks (1920-2001), βρετανό κρυπτογράφο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα θεατρικό συγγραφέα και σεναριογράφο. Ο Marks έγραψε το σενάριο για το «Peeping Tom» (1960), ένα έργο πρωτοποριακό, ριζοσπαστικό, ανησυχητικό, που όμως θρυμμάτισε την εικόνα του Powell απέναντι σε κοινό και κριτικούς, τερματίζοντας ουσιαστικά τη καριέρα του. Και μόνο στη δεκαετία του 1970, με την παρέμβαση του Martin Scorsese, το «Peeping Tom» επαναξιολογήθηκε και αποκαταστάθηκε ως γνήσιο κινηματογραφικό αριστούργημα.

Η ταινία παρακολουθεί τον Mark Lewis (Carl Boehm), έναν ντροπαλό, γοητευτικό κινηματογραφιστή. Αν και εξωτερικά φυσιολογικός, ο Mark κρύβει ένα τρομακτικό μυστικό: είναι κατά συρροή δολοφόνος που κινηματογραφεί τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων του, για να συλλάβει την έκφραση του φόβου τη στιγμή που πεθαίνουν. Το φονικό όπλο είναι μια κάμερα με ακίδα προσαρτημένη στο τρίποδο, με την οποία επιτίθεται στα θύματά του, ενώ καταγράφει τις αντιδράσεις τους. Η τραυματική παιδική ηλικία του Mark, ως θύμα των σαδιστικών πειραμάτων του πατέρα του (ενός επιστήμονα που μελετούσε τον φόβο), τον σημάδεψε συναισθηματικά δημιουργώντας του μια μακάβρια εμμονή με την αποτύπωση του αληθινού τρόμου σε φιλμ. Ωστόσο, η ζωή του Mark παίρνει μια απροσδόκητη τροπή, όταν γνωρίζει και ερωτεύεται την Helen (Anna Massey), μια γειτόνισσα  που ζει μαζί με την τυφλή μητέρα της. Άραγε αυτή η αγάπη μπορεί να τον λυτρώσει ή κινδυνεύει και η Helen από τον φονικό εξαναγκασμό του;

Powell εναντίον Hitchcock

Το «Peeping Tom» κυκλοφόρησε μόλις λίγους μήνες πριν το «Psycho» (1960) του Alfred Hitchcock, μια ταινία με την οποία συχνά συγκρίνεται. Και οι δύο ταινίες παρουσιάζουν έναν επικίνδυνο ψυχοπαθή που αρχικά παρουσιάζεται ως συμπαθής νεαρός. Και οι δύο προβάλλουν σκηνές γραφικής βίας, και οι δύο έχουν ως κεντρικό θέμα την ηδονοβλεψία. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές διαφορές. Το «Peeping Tom» είναι πολύ πιο ζοφερό, πολύ πιο ανησυχητικό, ξεπερνώντας το «Psycho» σε αφηγηματική πολυπλοκότητα και υποκριτική δεινότητα (τόσο ο Carl Boehm όσο και η Anna Massey είναι εξαιρετικοί, σε σχέση με τη βαρύγδουπη παρουσία του Anthony Perkins). Ο Powell στρατηγικά τοποθετεί την κάμερα σε νοηματικά σημαίνοντες χώρους, αποφεύγοντας τις πολύπλοκες κινήσεις της που προτιμά ο Hitchcock.  Επίσης μας βυθίζει στο διαταραγμένο ψυχικό σύμπαν του δολοφόνου, μας οδηγεί να τον κατανοήσουμε και να νιώσουμε ενσυναίσθηση για αυτόν. Αντίθετα ο Hitchcock επινοεί μια γραφικά τρομακτική φιγούρα, ένα ον του οποίου η ψυχοπάθεια αποκαλύπτεται τόσο ξεκάθαρα, που ο θεατής δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ταυτιστεί μαζί του. Μπορεί το φιλμ του Powell να μη διαθέτει τις αξιομνημόνευτες σκηνές σοκ του «Psycho», αλλά καταφέρνει να παρασύρει όλο και περισσότερο το κοινό στον σκοτεινό μοναχικό κόσμο του δολοφόνου.

Αλλά ενώ το «Psycho» αποδείχθηκε τεράστια εμπορική επιτυχία και εκτόξευσε τη διεθνή φήμη του σκηνοθέτη του, το «Peeping Tom» αποσύρθηκε κακήν κακώς από τις αίθουσες προβολής ως αποκρουστικό και διεστραμμένο, προκαλώντας και την αποκαθήλωση του Powell. Άραγε πού οφείλεται αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση από κοινό (αλλά και κριτικούς);

Μια ηδονοβλεπτική μορφή τέχνης

Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι αυτή η εχθρική υποδοχή δεν οφειλόταν στο περιεχόμενό του τρόμου (το οποίο άλλωστε είναι κομψά υπαινικτικό), αλλά περισσότερο στο υποκείμενό μήνυμα του -ότι ο κινηματογράφος είναι εγγενώς μια ηδονοβλεπτική μορφή τέχνης, κάτι που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ηδονοβλεπτικά ένστικτα του κοινού. Από την αρχική υποκειμενική λήψη, ο Powell προκαλεί ταύτιση μεταξύ του κεντρικού χαρακτήρα και του κοινού. Το γεγονός ότι ο κατά συρροή δολοφόνος απεικονίζεται με συμπάθεια, ως τραγικό θύμα ενός παράφρονα πατέρα, ενισχύει αυτή την ταύτιση του θεατή, που γίνεται συνένοχος στα εγκλήματα που διαπράττει.

Το φιλμ τελικά εξερευνά την πράξη του βλέμματος και την εγγενή ηδονοβλεψία τόσο στον κινηματογράφο όσο και στην ανθρώπινη φύση. Ο ψυχαναγκασμός του Mark αναγκάζει το κοινό να αντιμετωπίσει και τις δικές του ηδονοβλεπτικές τάσεις. Η ταινία αμφισβητεί την ηθική του θεατή και τις ηθικές συνέπειες της ψυχαγωγίας από τη θέαση βάναυσων πράξεων, εμβαθύνει στον ψυχολογικό αντίκτυπο ενός παιδικού τραύματος και στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδηλωθεί ως καταστροφική συμπεριφορά: για τον Mark  το σεξ, ο φόβος, ο θάνατος και η κινηματογράφησή τους διαπλέκονται σε αξεδιάλυτο κουβάρι. Η ταινία εμπλέκει το κοινό, αναγκάζοντάς το να αντιμετωπίσει τη δική του συνενοχή στην πρόσληψη βίαιων εικόνων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να  διχάζεται ανάμεσα στην ταύτιση με τον συμπαθή δολοφόνο και στην απόρριψη της κατηγορίας de facto ηδονοβλεψία, που του μεταβιβάστηκε από τον δημιουργό της ταινίας.

Η αδυναμία αποτύπωσης της στιγμής

Η κάμερα με την κρυφή  ακίδα αποκτά συμβολικό χαρακτήρα που συγχωνεύει την πράξη της κινηματογράφησης με την πράξη του φόνου. Η διαστροφική εμμονή του Mark είναι να συλλάβει την τελευταία στιγμή της ανθρώπινης ζωής, τη στιγμή κατά την οποία το προκαθορισμένο θύμα αντιλαμβάνεται, με την έκφραση του προσώπου και των ματιών του, ότι επέρχεται ο θάνατος. Για αυτό τον λόγο έχει προσαρμόσει έναν καθρέφτη  πάνω από την κάμερα: δεν θέλει απλώς να αποτυπώσει τον τρόμο των γυναικών πριν σκοτωθούν, θέλει και οι ίδιες να δουν στον καθρέφτη τον επιθανάτιο φόβο τους. Όταν αποτυγχάνει τεχνικά, ο αμετανόητος Mark καταρρέει γιατί έχασε μια ευκαιρία και τώρα είναι αναγκασμένος να ψάξει για ένα νέο θύμα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί και ένα σχόλιο για το ίδιο το σινεμά, που μάταια προσπαθεί να αιχμαλωτίσει εικόνες και συναισθήματα, χωρίς ποτέ να κατορθώνει να ταυτίσει τη μυθοπλασία του με τη πραγματική ζωή.

Ένα στοιχείο της ταινίας που πρέπει να επισημανθεί είναι ο θεμελιώδης ρόλος της Helen, καθώς είναι η μοναδική που εμφανίζει ανοσία στις δολοφονικές παρορμήσεις του Mark. Η ντροπαλά ερωτευμένη κοπέλα προσπαθεί να καταλάβει τι τυραννά αυτόν τον παράξενο άντρα, ζητά εξηγήσεις για τη σχεδόν σεξουαλική σχέση με την κάμερα του. Η σχέση τους αμβλύνει τις διαστροφικές του τάσεις, αποτελεί μια αχτίδα ελπίδας για λύτρωση. Παράλληλα η συμπερίληψη της τυφλής μητέρας της Helen (Maxine Audley) είναι ένα ιδιοφυές εύρημα, καθώς προβάλλει μια απτή πτυχή της ταινίας: ό,τι δεν μπορούμε να δούμε, μπορούμε να το νοιώσουμε με τις υπόλοιπες αισθήσεις μας. Και αυτή η τυφλή γυναίκα νιώθει τη βία και την απρέπεια που βασιλεύει γύρω της, κάτι που άλλοι αδυνατούν να αντιληφθούν. «Οι τυφλοί πάντα ζουν στα δωμάτια που είναι πάνω απ’ τα δικά τουs», προειδοποιεί τον Mark για να σώσει την κόρη της.

Μια βαθιά ρομαντική ταινία

Πέρα από το τεράστιο θεματικό ενδιαφέρον της ταινίας, εντυπωσιακή είναι και η οπτική απεικόνιση της. Η ζωηρή χρωματική παλέτα του Otto Heller έρχεται σε αντίθεση με τα σκοτεινά της θέματα, ενισχύοντας την ψυχολογική ένταση και αναδεικνύοντας τον σουρεαλιστικό ψυχικό κόσμο του Mark. Κυριαρχεί το κορεσμένο κόκκινο, ένα χρώμα που συμβολίζει το αίμα, τον κίνδυνο και τον θάνατο, αλλά και τον αισθησιασμό, τον έρωτα, την επιθυμία.

Το «Peeping Tom» είναι μια στοχαστική και προφητική εξερεύνηση της ηδονοβλεψίας, του ψυχολογικού τραύματος και της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης. Όπως κάθε μεγάλη ταινία λειτουργεί και ως προειδοποίηση. Μας προειδοποιεί για τον ίδιο τον εαυτό μας, για τον υπαρκτό κίνδυνο να εθιστούμε στην πρόσληψη εικόνων βίας, με το πρόσχημα της ψυχαγωγίας. Η τολμηρή προσέγγιση του Powell σε θέματα ταμπού το καθιστούν ένα πρωτοποριακό έργο που συνεχίζει να αιχμαλωτίζει και να ενοχλεί το κοινό μέχρι σήμερα. Κι όμως, παρά τη φρίκη του θέματος, τη βία και την ωμότητα των εικόνων, τελικά συνειδητοποιούμε ότι το «Peeping Tom» είναι μια ρομαντική ταινία. Και πραγματικά αποτελεί συγκλονιστική στιγμή τού κινηματογράφου όταν ο συντετριμμένος Mark εκλιπαρεί την Helen να μη φοβηθεί, γιατί αν του δείξει τον φόβο της θα εξαναγκαστεί να τη σκοτώσει: «Μη μ’ αφήσεις να σε δω τρομαγμένη! Φύγε!». Με αυτό το μνημειώδες φιλμ ο Michael Powell πραγματοποίησε μια κατάδυση στη φρίκη, και μετά αναδύθηκε κομίζοντας σε μας, τους θεατές, το πολύτιμο μαργαριτάρι της ζωής: την άδολη, ανόθευτη, αληθινή αγάπη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *