
Μια χωρισμένη μητέρα βρίσκει τον εαυτό της σε μια εθιστική ερωτική σχέση με έναν ρώσο διπλωμάτη, με τον οποίο δεν έχει κανένα κοινό. Ο ήρωας είναι ένας γοητευτικός ξένος. Η ζωή της συγκεντρώνεται στο πρόσωπο αυτού του άντρα. Έρχεται η μέρα που αυτός φεύγει για πάντα από τη Γαλλία. «Στην αρχή, όταν ξυπνούσα, μου ήταν αδιάφορο αν θα ζούσα ή αν θα πέθαινα. Όλο μου το σώμα πονούσε από τη στέρηση», έρχεται να εξομολογηθεί η ηρωίδα της ιστορίας.
Σκηνοθεσία:
Danielle Arbid
Κύριοι Ρόλοι:
Laetitia Dosch … Helene Auguste
Sergei Polunin … Aleksandr Svitsin
Lou-Teymour Thion … Paul
Caroline Ducey … Anita
Gregoire Colin … ο πρώην της Helene
Slimane Dazi … ο ψυχίατρος
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Danielle Arbid
Παραγωγή: Philippe Martin, David Thion
Φωτογραφία: Pascale Granel
Μοντάζ: Thomas Marchand
Σκηνικά: Charlotte de Cadeville
Κοστούμια: Oriol Nogues
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Passion Simple
- Ελληνικός Τίτλος: Το Πάθος
- Διεθνής Τίτλος: Simple Passion
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Passion Simple της Annie Ernaux.
Παραλειπόμενα
- Το φιλμ είχε επιλεχθεί για το διαγωνιστικό του φεστιβάλ Κανών, που όμως δεν έγινε λόγω της πανδημίας. Αντί αυτού, η επίσημη πρεμιέρα έγινε στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
- Πρώτη γαλλόφωνη ταινία για τον Sergei Polunin, γνωστότερο ως χορευτή μπαλέτου και μοντέλο.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 23/2/2022
H Ελέν, καθηγήτρια πανεπιστημίου και χωρισμένη μητέρα ενός εφήβου, γνωρίζει τον παντρεμένο ρώσο διπλωμάτη Σεργκέι. Οι δυο τους μοιράζονται ένα ακατανίκητο σαρκικό πάθος και μια εθιστική, μαγνητική έλξη. Όσο όμως εκείνος εξαφανίζεται και επανεμφανίζεται στη ζωή της κατά το δοκούν, η Ελέν βιώνει τις τρικυμιώδεις παρενέργειες της ασταθούς παρουσίας του στη ζωή της.
Το φιλμ της Ντανιέλ Αρμπίντ φαίνεται να διαβαίνει έναν εν πολλοίς ανεξερεύνητο κινηματογραφικό δρόμο. Με βασικό εργαλείο την αφοσιωμένη ερμηνεία της Λετισιά Ντος και το πρωτογενές υλικό που αντλεί από το ομώνυμο μυθιστόρημα της επιφανούς Ανί Ερνό, η δημιουργός κεντράρει πάνω στη γυναικεία ερωτική επιθυμία και αντιστρέφει το στερεότυπο που θέλει τη γυναίκα σε θέση αντικειμένου ανδρικών ερωτικών πόθων. Προσεγγίζει τον χαρακτήρα της Ελέν με γνώμονα τις δικές της ανάγκες, καταπιέσεις και επιθυμίες, όσο ο σκαιός Σεργκέι παραμένει κατά βάση ένας πανέμορφος και απρόσιτος αποδέκτης της ακατάβλητης λαγνείας που νιώθει εκείνη.
Έτσι, ανάμεσα στις συναντήσεις τους, όπου το σεξ έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, η Αρμπίντ παρεμβάλλει διακριτικά σχόλια περί της υπόρρητης αποδοκιμασίας που εισπράττει μια γυναίκα όταν εκφράζει και κυνηγά την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών της, αντιδιαστέλλοντας τη με το ανδρικό προνόμιο που κυριαρχεί στην αντίθετη περίπτωση. Η Ελέν εσωτερικεύει την άφατη μομφή προς το πρόσωπό της και αυτό την οδηγεί σε πραγματική σύγχυση, καθώς δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις εργασιακές αλλά και τις γονικές υποχρεώσεις της, οι οποίες είναι το κατεξοχήν πεδίο όπου κυριαρχούν δύο μέτρα και δύο σταθμά ως προς τη θεώρηση των υποχρεώσεων αναλόγως με το φύλο του γονέα.
Παρά την πληθώρα των σεξουαλικών σκηνών, το φιλμ δεν χαρακτηρίζεται από ηδονοβλεπτική διάθεση ή αντικειμενοποίηση των σωμάτων των πρωταγωνιστών. Το σωματικό σκέλος είναι σαφώς πρωτεύον, η έλξη φανερώνεται με την αδυναμία των δύο κορμιών να μείνουν μακριά το ένα από το άλλο, η απουσία του Σεργκέι κάνει την Ελέν να τρέμει σύγκορμη. Ωστόσο, η δημιουργός δεν κινηματογραφεί το γυμνό σώμα της ηρωίδας σαν πηγή και δέκτη ηδονής, αλλά περισσότερο σαν αναπαλλοτρίωτο φορέα των προσωπικών της αναγκών, σαν το τελευταίο οχυρό που δεν μπορεί να υποταχθεί και να επιβάλλει τις ανάγκες του επί των συμβάσεων.
Η επιλογή αυτή δηλώνει ότι η καρδιά της ταινίας πάλλεται σε άλλο σημείο και όχι στο κρεβάτι, που φιλοξενεί το λάγνο πάθος των δύο εραστών. Δυστυχώς, όμως, η μειωμένη ένταση και δυναμική των σεξουαλικών σκηνών καταλήγει να προσδώσει στο σύνολο μια φορτική αίσθηση επανάληψης. Γινόμαστε μάρτυρες μιας κατά τεκμήριο παθιασμένης σαρκικής επαφής που επανέρχεται σταθερά δίχως να οδηγεί σε ένα ξέσπασμα των πολυποίκιλων δραματουργικών εντάσεων που υπόσχεται ότι περικλείει. Ακόμα όμως και με αυτή τη θεώρηση, τα μέρη του φιλμ που απομένουν αδυνατούν να σηκώσουν το φορτίο του βασικού χαρακτήρα της, η οποία θα καθίστατο σχεδόν καρικατούρα δίχως την ταραγμένη προσέγγιση της Ντος. Πολλές σεκάνς βασίζονται στην ιδέα της περιπλάνησης της απογοητευμένης παριζιάνας Ελέν σε διάφορες πόλεις με μελαγχολική μουσική υπόκρουση, που δίνει την εικόνα ότι περισσότερο η Αρμπίντ ενδιαφερόταν για τα ομολογουμένως εξαιρετικά τραγούδια που διάλεξε παρά για την εξέλιξη της ιστορίας και του χαρακτήρα.
Έτσι, η συνολική απουσία της εμβάθυνσης σε καμία από τις θεματικές της ιστορίας ακυρώνει εν μέρει και την επιτυχημένα δομημένη αρχική υποκειμενική αφήγηση. Με άλλες λέξεις, η γαλλίδα δημιουργός μάς τοποθετεί μέσα στο κεφάλι της Ελέν ώστε να μπορούμε να ακούσουμε τις σκέψεις της, και στη συνέχεια αδυνατεί να δομήσει μια αφήγηση που να πατάει σε στέρεες βάσεις. Μοιραία, κανείς από τους άξονες του δράματος δεν εκφεύγει του σταδίου του ανολοκλήρωτου υπαινιγμού, καθώς η μοναξιά και ο αποπροσανατολισμός της γυναίκας που την οδηγούν στο εμμονικό πάθος για τον Σεργκέι ουδέποτε γίνονται κτήμα του κοινού.
Συνολικά, το «Πάθος» είναι εγγενώς ενδιαφέρον επειδή ακριβώς δεν ποντάρει στο σεξουαλικό στοιχείο που διαθέτει εν αφθονία, αλλά σύντομα μοιάζει να μένει από καύσιμα. Η ιστορία του αγκομαχεί να ξεφύγει από τις κενές νοήματος επαναλήψεις, και η προσχηματική πλοκή του αδυνατεί να διατηρήσει υψηλή ένταση στο δράμα. Στα θετικά του προσμετράται αναμφίβολα η ειλικρινής επί της αρχής παράθεση του ερωτικού πάθους από τη γυναικεία σκοπιά και οι υποαναπτυγμένες θεματικές που μέχρις ενός σημείου υπόσχονται ένα πολύπλευρο φιλμ, το οποίο δυστυχώς περιορίζεται σημαντικά από την απλοϊκότητά της αφήγησης της Αρμπίντ.
Βαθμολογία: