Έχουν περάσει δύο χρόνια. Αφού τα έκαναν χάλια με τον χωρισμό τους, οι Λερόι μοιάζουν να ανταπεξέρχονται πετυχημένα με το διαζύγιο τους. Αλλά η εμφάνιση δύο νέων εραστών στη ζωή του Βενσάν και της Φλοράνς θα ανάψει μια νέα κρίση. Η μάχη μεταξύ των δύο πρώην Λερόι ξεκινάει εκ νέου.

Σκηνοθεσία:

Martin Bourboulon

Κύριοι Ρόλοι:

Laurent Lafitte … Vincent Leroy

Marina Fois … Florence Corrigan

Alexandre Desrousseaux … Mathias Leroy

Anna Lemarchand … Emma Leroy

Achille Potier … Julien Leroy

Michael Abiteboul … Paul

Judith El Zein … Virginie

Sara Giraudeau … Benedicte

Jonathan Cohen … Edouard Morteau

Anne Le Ny … η δικαστής

Michel Vuillermoz … Guy Coutine

Nicole Garcia … Κα Corrigan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Matthieu Delaporte, Alexandre de La Patelliere

Παραγωγή: Alexandre de La Patelliere, Dimitri Rassam

Μουσική: Jerome Rebotier

Φωτογραφία: Laurent Dailland

Μοντάζ: Virginie Bruant

Σκηνικά: Stephane Taillasson

Κοστούμια: Pauline Berland

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Papa ou Maman 2
  • Ελληνικός Τίτλος: Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά; 2
  • Διεθνής Τίτλος: Divorce French Style

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Παραλειπόμενα

  • Παρότι οι κριτικές δεν ήταν κατώτερες του πρώτου μέρους, αυτό το σίκουελ δεν έκοψε ούτε τα μισά εισιτήρια του ορίτζιναλ.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 20/6/2017

Έχοντας πλέον αποκτήσει ακόμη ένα παιδί, ο Vincent και η Florence συνεχίζουν τη ζωή τους, διαζευγμένοι από εδώ και στο εξής, με μοιρασμένη την επιμέλεια των τέκνων, διατηρώντας οι δυο τους μεταξύ τους φιλικές σχέσεις μένοντας απέναντι ο ένας από τον άλλον. Στην καθημερινότητα αμφότερων έχουν μπει δυο νέοι εραστές, η Benedicte κι ο Edouard, για τους οποίους υπάρχουν ανομολόγητα συναισθήματα ζήλιας και καχυποψίας από τους ομοφύλους τους, που οδηγούν σε διάφορες επεισοδιακές καταστάσεις. Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ τα παιδιά έχουν τη δική τους ατζέντα, η οποία θα φανερωθεί στη συνέχεια.

Μόλις ένας χρόνος χρειάστηκε να περάσει ώσπου το «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά», με την εμπορική του σαφέστατα και όχι καλλιτεχνική επιτυχία να εμπνεύσει μια συνέχεια, εξίσου φορμουλαϊκή και φοβισμένη να εκτροχιάσει πραγματικά τα κωμικά της ξεσπάσματα. Το βασικό πρόβλημα εδώ είναι πως εκλείπει και μια ιδέα διασκεδαστικά υποσχόμενη, ασχέτως της φτωχικής αξιοποίησής της από τον προκάτοχό της, όπως αυτή του διαγωνισμού κακών γονεϊκών ικανοτήτων προκειμένου να επιλεχθεί από τα τέκνα για επιμέλεια ο έτερος κηδεμόνας, με το φιλμ να επαναπαύεται στο τεμπέλικο εύρημα της αμοιβαίας ζήλιας μεταξύ των πρωταγωνιστών για πάνω από το ήμισυ της συνολικής της διάρκειας. Τα πράγματα εξελίσσονται τυπικά όταν η εστίαση παραμένει στην εισαγωγή των δύο νέων χαρακτήρων των εραστών, οι οποίοι παραμένουν υποτυπωδώς ανεπτυγμένοι και χρησιμοποιημένοι από το σενάριο μέχρι να υπάρξει μια στροφή στην πορεία της πλοκής που καθιστά κι αυτό το σίκουελ επανάληψη της πρώτης ταινίας (με μια χαρακτηριστική σκηνή μάλιστα βγαλμένη κυριολεκτικά από αντιγραφή κι επικόλληση μιας άλλης αντίστοιχης του πρότερου φιλμ), με τους δυο γονείς να αναγκάζονται να «στήσουν» μια παράσταση προκειμένου να επηρεάσουν τη γνώμη των παιδιών τους. Προβλήματα που μάστιζαν και την προηγούμενη απόπειρα υπάρχουν κι εδώ, όπως το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές επί της ουσίας είναι δυο αντιπαθέστατοι άνθρωποι, παρουσιαζόμενοι όμως όχι με έναν κυνισμό που θα δικαιολογούταν, αλλά ως φιγούρες που αξίζουν τη συμπάθεια από μέρους του κοινού, ενώ τα παιδιά που θα έπρεπε να είναι ζωτικά στην πορεία της πλοκής σκιαγραφούνται εξόχως τσαπατσούλικα και πρόχειρα. Χαριτωμένες χιουμοριστικές εκλάμψεις υπάρχουν διάσπαρτες που σκορπούν χαμόγελα και γελάκια, ποτέ όμως πραγματικά εκρηκτικές και ξεκαρδιστικές, όπως εξάλλου συνέβαινε και στο φιλμ που προηγήθηκε αυτού.

Η σκηνοθετική εφευρετικότητα εξαντλείται σε ένα μονοπλάνο σχεδόν στην εκκίνηση, περιττό ωστόσο στη σύλληψη και σίγουρα λιγότερο παιχνιδιάρικο και ενδιαφέρον από αυτό που σηματοδοτούσε την έναρξη του πρώτου «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά». Το καλύτερο στοιχείο μάλλον παραμένει η χημεία του ζευγαριού Lafitte και Fois που πείθει τόσο σε κωμική αλληλεπίδραση όσο και σε ερωτικό ενδιαφέρον. Αμφότεροι κεφάτοι κι ενεργητικοί, μοιάζουν να το διασκεδάζουν στους όχι ιδιαίτερων απαιτήσεων ρόλους τους (που όμως είναι οι μοναδικοί για τους οποίους φαίνεται να δείχνουν ενδιαφέρον οι σεναριογράφοι, καθώς όλες οι εξελίξεις και οι ενέργειες των υπόλοιπων ηρώων περιστρέφονται αποκλειστικά και μόνο σχεδόν γύρω από αυτούς) και καθιστούν την όλη εμπειρία σαφώς πιο παρακολουθήσιμη. Δυστυχώς, όμως, ούτε αυτοί μπορούν να σώσουν το τελικό αποτέλεσμα από μια λιμνάζουσα μετριότητα που γίνεται όλο κι εντονότερη όσο περνάει η ώρα κι έρχεται ένα εντελώς αναμενόμενο και ρουτινιάρικο φινάλε που είναι εμφανές ως κατάληξη ακόμη και για όσους απλά διαβάσουν μια περίληψη χωρίς spoiler του έργου και προσπαθούν να εικάσουν μια πιθανή εξέλιξη.

Πιθανότατα όσοι διασκέδασαν με τα καμώματα της οικογένειας Leroy έναν χρόνο πριν θα περάσουν καλά κι εδώ, αφού ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Bourboulon σημαδεύει πολλά από τα τυπικά «κουτάκια» μιας οικογενειακής κωμωδίας συνταγής, παραμερίζοντας εντελώς φυσικά το στοιχείο της έκπληξης. Σε τελική ανάλυση, όσο καλή διάθεση κι αν έχει κάποιος στην προοπτική να δει κάτι ανάλαφρο χωρίς πολλούς προβληματισμούς και να γελάσει δίχως επιπρόσθετες σκέψεις, όταν το ίδιο το προϊόν αποδίδει σε ταχύτητες ανεπαρκείς για να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική ψυχαγωγία, αυτό δεν πρέπει παρά να επισημανθεί με ειλικρίνεια.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *