Διαβολικοί Εραστές
- Ossessione
- Obsession
- 1943
- Ιταλία
- Ιταλικά
- Αισθηματική, Αστυνομική, Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
Ένας περιπλανώμενος αλήτης αποκτά ερωτική σχέση με την Τζιοβάνα, την όμορφη νεαρή σύζυγο ενός αφελούς γέρου που έχει ένα μικρό πανδοχείο για ταξιδιώτες. Ο σύζυγος της Τζιοβάνα την αηδιάζει. Κάθε φορά που την αγγίζει, εκείνη θέλει να ουρλιάξει. Ο Τζίνο φεύγει, μόνο και μόνο για να επιστρέψει, καθώς δεν μπορεί να τη βγάλει από το μυαλό του. Έτσι, μαζί οι δύο εραστές σχεδιάζουν να σκοτώσουν τον σύζυγό της Τζιοβάνα, θεωρώντας ότι δεν θα αποφύγουν τις όποιες συνέπειες.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Clara Calamai … Giovanna Bragana
Massimo Girotti … Gino Costa
Juan de Landa … Giuseppe Bragana
Dhia Cristiani … Anita
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Mario Alicata, Giuseppe De Santis, Gianni Puccini
Μουσική: Giuseppe Rosati
Φωτογραφία: Domenico Scala, Aldo Tonti
Μοντάζ: Mario Serandrei
Σκηνικά: Gino Franzi
Κοστούμια: Maria De Matteis
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ossessione
- Ελληνικός Τίτλος: Διαβολικοί Εραστές
- Διεθνής Τίτλος: Obsession
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Τελευταίος Γύρος (1939)
- Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα 2 Φορές! (1946)
- Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δύο Φορές (1981)
- Πάθος (1998)
- Όνειρα Απατηλά (2008)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Postman Always Rings Twice του James M. Cain.
Παραλειπόμενα
- Για πολλούς, αυτή η ταινία δίνει την εναρκτήριο στον Ιταλικό Νεορεαλισμό, μια και φωτογραφίζει τη φτωχή Ιταλία, αλλά δεν είναι μια απλή κοινωνική ιστορία ως είθισται στο εν λόγω ρεύμα, όντας διασκευή του Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δύο Φορές. Επίσης, εντάσσεται σε ένα ρεύμα που άκμασε την πενταετία 1939-1944 στον ιταλικό κινηματογράφο, και ονομάζονταν “Καλλιγραφισμός”. Ήταν κάτι αντίστοιχο με τον σινεφίλ κινηματογράφο (θεωρείται και προπομπός του Ιταλικού Νεορεαλισμού), σε αντιδιαστολή με των εμπορικών “ντεκό” ταινιών της δεκαετίας του 1930, που αντέγραφαν το αμερικανικό ύψος.
- Γυρισμένο καταμεσής της φασιστικής Ιταλίας, το έργο αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας, που ξεκίνησαν πριν μπουν καν μπροστά οι κάμερες για τα γυρίσματα. Αρχικά, ο Visconti ήθελε να διασκευάσει ένα βιβλίο του ρεαλιστή Giovanni Verga, αλλά επειδή μιλούσε για παρανόμους, απορρίφθηκε από τις αρχές. Τότε, βρήκε μια γαλλική μετάφραση του βιβλίου του Cain, που του είχε χαρίσει ο Jean Renoir από την εποχή που εργάζονταν στη Γαλλία ως βοηθός του. Έτσι, εργάστηκε πάνω σε αυτό, επιλέγοντας για το επιτελείο του μια ομάδα ανθρώπων από το περιοδικό Cinema του Μιλάνου. Τελειώνοντας όμως η ταινία, οι αρχές την είδαν και παρατήρησαν ότι δεν ήταν ένα αθώο αστυνομικό φιλμ όπως περίμεναν, και μετά τις πρώτες προβολές, ξέσπασε εναντίον του φιλμ η ρωμαιοκαθολική και η φασιστική κοινότητα. Έτσι επήλθε και η απαγόρευση του, αλλά και η καταστροφή του υλικού. Ευτυχώς, ο Visconti κατάφερε να διασώσει ένα αντίγραφο, από το οποίο και προέρχονται όλες οι διασωζόμενες κόπιες.
- Μετά τον πόλεμο, η ταινία αντιμετώπισε προβλήματα για τη διανομή της στις ΗΠΑ. Κι αυτό επειδή ο Visconti δεν είχε αγοράσει ποτέ τα δικαιώματα από τον συγγραφέα, κι ενώ η Metro-Goldwyn Mayer είχε ήδη ξεκινήσει τη δική της διασκευή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ταινία επί της ουσίας να βγει από την Ιταλία μόλις το 1976, όπου απέκτησε και τη φήμη της.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 18/2/2023
Ενώ μια πρώιμη ερασιτεχνική ταινία του δεν υπάρχει πια -ένα μπουνιουελικό έργο που έγινε κάτω από την καθοδήγηση του φωτογράφου Horst P. Horst- η τεκμηριωμένη μύηση του Visconti στον κόσμο του κινηματογράφου ήρθε με όχι τίποτα λιγότερο από τον μεγάλο Jean Renoir. Εκτός από την ύπαρξη πολιτικής καθοδήγησης στον επίδοξο σκηνοθέτη, ο Renoir προσέλαβε τον Visconti ως βοηθό σε ταινίες όπως τα «Toni» (1935), «Une Partie de Campagne» (1936) και την καταραμένη «Tosca» (1941), από την οποία ο Renoir απολύθηκε όταν ξέσπασε ο πόλεμος.
Ήταν επίσης ο Renoir που έδωσε στον Visconti ένα αντίγραφο του νουάρ μυθιστορήματος του James M. Cain, “The Postman Always Rings Twice”, το οποίο θα χρησίμευε ως έμπνευση για την πρώτη ταινία του, “Ossessione”, που γράφτηκε από τον Visconti και μια ομάδα συναδέλφων του από το κινηματογραφικό περιοδικό “Milanese”. Με οπερατέρ τους Domenico Scala και Aldo Tonti, το ντεμπούτο του Visconti είναι μια πικρή απεικόνιση της φτώχειας, του σαρκικού ερωτισμού και μιας κοινωνικής έντασης που σιγοβράζει. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον γκρινιάρη Giuseppe Bragana (Juan de Landa), την αισθησιακή, ανικανοποίητη και άπιστη σύζυγό του, Giovanna (Clara Calamai), και τον σπασμωδικό τυχοδιώκτη Gino Costa (Massimo Girotti). Από το πρώτο πλάνο της ταινίας, ο μακρύς και μαιανδρικός δρόμος της ιταλικής υπαίθρου του ‘40 προοικονομεί τη δύσβατη διαδρομή αυτών των καθημερινών ανθρώπων, των οποίων μυρίζουμε τον ιδρώτα κι αντιλαμβανόμαστε την πλήξη και τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα.
Η εύκαμπτη, τριπλή σχέση αναφύεται από την κοινή μελαγχολία και την τυφλή επιθυμία, και ενώ αρχικά η Giovanna και ο Gino εκδηλώνουν την ακατανίκητη ερωτική τους έλξη, στη συνέχεια έρχονται αντιμέτωποι με ένα σχεδόν ακαριαίο σύνδρομο λύπης, ενοχής και παράνοιας. Η «Εμμονή» του τίτλου της ταινίας, ταιριάζει στον κάθε χαρακτήρα της μυθοπλασίας, ακόμη και σε έναν πλανόδιο καλλιτέχνη, του οποίου τα κίνητρα διατηρούνται σκοπίμως διφορούμενα (είναι πιθανώς ο πρώτος ομοφυλόφιλος χαρακτήρας στο έργο του Visconti). Το “Ossessione” αποπνέει πνιγηρό φόβο, με τα στοιχεία της επιβίωσης και της αλληλεγγύης του παράνομου ζευγαριού να τορπιλίζονται συνεχώς από τις ολέθριες συγκυρίες της μοίρας. Αυτή η βασανιστική αγωνία είναι το ιδανικό υπόστρωμα για τον καμβά του Visconti, στον οποίο ο βασικός θεματικός πυρήνας των ταινιών του αφορά ανθρώπους που έχουν παγιδευτεί στα δίχτυα του παρελθόντος, είναι δυσαρεστημένοι με το παρόν και αδυνατούν να αναλάβουν την ευθύνη για το μέλλον.
Ο Visconti πετυχαίνει να διαλύσει τα συμβατικά σύμβολα στα οποία αρέσκονταν ο μελοδραματικός κινηματογράφος της εποχής. Μέσα από τη «βρώμικη» ιστορία των εγκληματικών εραστών και θυμάτων του πεπρωμένου, ή μιας αδιάφορης κοινωνίας, υπάρχει ένα δυναμικό επαναστατικής ενέργειας, κοινωνικής και σεξουαλικής, αλλά και ένας ρεαλισμός και μια αυθεντικότητα που καθηλώνουν τον θεατή. Το κυριότερο επίτευγμα του Visconti είναι ότι μετατρέπει ένα νουάρ υλικό σε κοινωνική και πολιτική αλληγορία. Έχουν περάσει τόσες δεκαετίες κι ο σημερινός ακόμη θεατής δεν μπορεί να μείνει απαθής μπροστά στην ποιότητα της αισθητικής, την επιμέλεια του καδραρίσματος, τις εκδηλώσεις των αισθημάτων, την πλαστικότητα της εικόνας, την κομψότητα των σωματικών κινήσεων και τον λυρισμό που σχεδόν συγγενεύει με την όπερα. Η τεχνική του Visconti καθορίζεται από αυτό το πρώτο λαμπρό δοκίμιο, με μια κάμερα που κινείται από το αργό πανοραμικό ως το βάθος του πεδίου, αποτυπώνοντας προσεχτικά τη ζωή, μέχρι τους πιο ανεπαίσθητους παλμούς της. Το «Ossessione» σηματοδοτεί μια ιστορική κινηματογραφική στιγμή: ένα καινούργιο στυλ κινηματογράφου γεννήθηκε…
«Ο όρος νεο-ρεαλισμός γεννήθηκε με το “Ossessione’’», δήλωσε ο Visconti. «Από τη Φερράρα έστειλα τα πρώτα πλάνα της ταινίας στον μοντέρ μου, Mario Serandrei. Μετά από λίγες μέρες, μου έγραψε ότι του άρεσαν πολύ οι σκηνές και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω πώς να ορίσω αυτό το είδος κινηματογράφου εκτός από νεο-ρεαλιστικό». Τελικά το “Ossessione” όχι μόνο άνοιξε τον νεορεαλιστικό κύκλο, αλλά θεωρείται ως η πρώτη ταινία του σύγχρονου ιταλικού κινηματογράφου που καταγράφει ένα άγνωστο και καλά κρυμμένο, από τον φασισμό, πρόσωπο της ιταλικής πραγματικότητας. Η καυστική και αδρή συγκρότηση του φιλμ εξόργισε τις πολιτικές και θρησκευτικές φατρίες της Ιταλίας, και όταν η ταινία έκανε πρεμιέρα, ο Μπενίτο Μουσολίνι έφυγε από τον κινηματογράφο ουρλιάζοντας: «Αυτό δεν είναι Ιταλία!». Η ταινία απαγορεύτηκε από τη φασιστική κυβέρνηση και όλες σχεδόν οι κόπιες καταστράφηκαν.
Το μυθιστόρημα του James M. Cain είχε ήδη γίνει ταινία στη Γαλλία το 1939 με τίτλο «Le Dernier Tournant». Ξαναγυρίστηκε στο Χόλιγουντ με τον αυθεντικό τίτλο “The Postman Always Rings Twice”, το 1945 από τον Tay Garnet και το 1981 από τον Bob Rafelson, και στη συνέχεια στην Ουγγαρία το 1998, με τον τίτλο «Passion» από τον György Fehér.
Βαθμολογία: