Η Μιρτλ Γκόρντον, μια ηθοποιός του Μπρόντγουεϊ, κάνει πρόβες για το τελευταίο της έργο: το δράμα μιας γυναίκας αντιμέτωπης με τη θνητότητα της. Όταν όμως μια όμορφη, νεαρή της θαυμάστρια τραυματίζεται θανάσιμα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η Μιρτλ αρχίζει να αντιμετωπίζει ένα μετατραυματικό σοκ, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα και τη δική της θνητότητα. Καθώς η νύχτα πρεμιέρας πλησιάζει, η ηθοποιός φαίνεται πως έχει χάσει πια κάθε επαφή με την πραγματικότητα, καθηλωμένη ανάμεσα σε δυο θηρία: τη ζωή και το θέατρο.

Σκηνοθεσία:

John Cassavetes

Κύριοι Ρόλοι:

Gena Rowlands … Myrtle Gordon

Ben Gazzara … Manny Victor

Joan Blondell … Sarah Goode

Paul Stewart … David Samuels

Zohra Lampert … Dorothy Victor

John Cassavetes … Maurice Aarons

Lady Rowlands … Melva Drake

John Finnegan … Bobby

Fred Draper … Leo

Katherine Cassavetes … Vivian

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: John Cassavetes

Παραγωγή: Al Ruban

Μουσική: Bo Harwood

Φωτογραφία: Al Ruban

Μοντάζ: Tom Cornwell

Σκηνικά: Bryan Ryman

Κοστούμια: Aleka Corwin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Opening Night
  • Ελληνικός Τίτλος: Νύχτα Πρεμιέρας

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Gena Rowlands) σε δράμα, και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Joan Blondell).
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Gena Rowlands).

Παραλειπόμενα

  • Σε φιλικά περάσματα (στη σκηνή της πρεμιέρας), ο Peter Bogdanovich, ο Seymour Cassel και ο Peter Falk ερμηνεύουν τον εαυτό τους.
  • Παρότι η ταινία τοποθετείται σε Νέα Υόρκη και Κονέκτικατ, γυρίστηκε στην Καλιφόρνια, με τη θεατρική σκηνή να είναι στο Pasadena Civic Auditorium.
  • Σε μια συνέντευξη του το 1978, ο Cassavetes είχε δηλώσει πως αυτή ήταν η καλύτερη ταινία με την οποία είχε εμπλεχθεί υπό οποιαδήποτε ιδιότητα.
  • Απόλυτη η εμπορική αποτυχία της ταινίας, που παίζονταν για ελάχιστο και σε σχεδόν άδειες αίθουσες. Κανονική όμως διανομή στις ΗΠΑ πήρε μόλις το 1991, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού της.
  • Η σκηνή του δυστυχήματος θα αναπαραχθεί ως φόρος τιμής από τον Pedro Almodovar στο Όλα για τη Μητέρα μου.

Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 21/7/2021

Ξεκινώντας από τη βασική παραδοχή ότι η Τζίνα Ρόουλαντς είναι μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς όλων των εποχών κι ότι ο Κασαβέτης είναι ένας μάγος της μεγάλης οθόνης, ο συνδυασμός των δύο δεν μπορεί παρά να είναι οπτικά ερεθιστικός.

Εδώ ο Κασαβέτης αφηγείται την ιστορία μιας διάσημης ηθοποιού (Ρόουλαντς), που καλείται να ερμηνεύσει τον ρόλο της μεσήλικης γυναίκας σε αναζήτηση των θελγήτρων της νεότητας, και σε μια πρώτη αναπόληση των περασμένων (της) μεγαλείων. Προσεγγίζοντας, λοιπόν, ερμηνευτικά και προσωπικά τη μέση ηλικία, η διάσημη Βιρτζίνια επαναδιαπραγματεύεται τις διαφορετικές της ταυτότητες αναζητώντας απεγνωσμένα μέλλοντα κι απορρίπτοντας παθιασμένα παρελθόντα. Η υποκριτική εδώ προσπαθεί να βρει κι εκείνη τη θέση της ανάμεσα στην τέχνη και το προσωπικό κατεστημένο. Και το σκηνικό ψέμα μοιάζει πάντα με αμφίβολη αλήθεια.

Πρόκειται σίγουρα για μια ταινία βαθιά αυτοαναφορική που πραγματεύεται το ζήτημα του αναπόφευκτου γήρατος, τον φόβο του θανάτου, αλλά και την πραγματικότητα πίσω και μέσα στο θέατρο. Μια ταινία που επενδύοντας στη θεατρικότητα ως σκηνοθετική επιλογή, βασίζεται στον λόγο και όχι στη δράση, επιλέγοντας συνειδητά νωχελικούς ρυθμούς με ελάχιστα πλην θυελλώδη συναισθηματικά ξεσπάσματα. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός λοιπόν του αδιαμφισβήτητου ελιτισμού ενός κινηματογραφικού εγχειρήματος που μεταχειρίζεται ανερυθρίαστα τους νόμους του θεάτρου, είναι αυτή ακριβώς η ανερυθρίαστη αντισυμβατικότητα που αποδεικνύει την καλλιτεχνική τόλμη του Κασαβέτη, και καθιστά την ταινία ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Ο Κασαβέτης μοιάζει με την ταινία αυτή να έχει επιλέξει συνειδητά κι απόλυτα προσωπικά κάθε αισθητικό και σεναριακό δεδομένο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που κι αν ανά στιγμές φλυαρεί, δεν παύει να μιλά εύγλωττα για την ουσία του σπουδαίου κινηματογράφου.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 2/8/2021

Η Myrtle Gordon (Gena Rowlands) είναι μια ηθοποιός του Broadway που κάνει πρόβες για το τελευταίο της έργο, όπου υποδύεται τον ρόλο μιας γυναίκας ανίκανης να δεχτεί ότι γερνά. Η Myrtle είναι φθαρμένη και κουρασμένη, πίνει και καπνίζει πολύ πριν βγει στη σκηνή. Δεν μπορεί να αποδώσει τον ρόλο της, επειδή δεν βρίσκει σε αυτόν το πιο σημαντικό στοιχείο: την ελπίδα. Η ψυχική κατάσταση της επιδεινώνεται όταν μια θαυμάστρια της πεθαίνει μπροστά της, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η Myrtle αρχίζει να συνειδητοποιεί και τη δική της θνητότητα, βλέποντας οράματα με την κοπέλα. Καθώς η νύχτα πρεμιέρας πλησιάζει, φαίνεται πως έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Μπροστά στη ζοφερή πραγματικότητα, πόσο εφικτή είναι μια  εκπλήρωση του “The show must go on”;

Ο John Cassavetes αποτελεί έναν από τους πρώτους ανεξάρτητους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου. Αν και φαινομενικά χαοτικές, οι ταινίες του απεικονίζουν ένα συνεχές φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά απαιτούν  υπομονή από τον θεατή για να εισέλθει στο σύμπαν τους. Όντας ο ίδιος εξαίρετος ηθοποιός της «Μεθόδου», έδινε μεγάλη ελευθερία στους ηθοποιούς στα γυρίσματα, αφήνοντας τα συναισθήματά τους να κατευθύνουν την ιστορία. Με αυτό τον τρόπο, δημιούργησε μερικές από τις πιο ρεαλιστικές ιστορίες και τους πιο γνήσιους χαρακτήρες του σύγχρονου κινηματογράφου.

Η «Νύχτα Πρεμιέρας», μαζί με τα φιλμ «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» (1974) και «Ερωτική Θύελλα» (1984), όλα με πρωταγωνίστρια  τη σύζυγο του, Gena Rowlands, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως άτυπη τριλογία για τη συναισθηματική αποσύνθεση μιας γυναίκας. Η «Νύχτα» ξεκινά με μια τυπική δομή, αυτή της προετοιμασίας μιας παράστασης, και εξελίσσεται σε ψυχολογικό δοκίμιο για μια νευρωτική ηθοποιό σε πλήρη εξάντληση, αλλά και διαλογισμό για την ώσμωση τέχνης και ζωής. Από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό, η ταινία είναι ασφυκτική, καθώς η κάμερα στο χέρι με συνεχή κοντινά πλάνα δίνει στον θεατή την αίσθηση της σωματικής επαφής με τους ηθοποιούς. Η άρθρωση της αφήγησης γίνεται με συμπαγή ενότητα χώρου-χρόνου δράσης, με πλάνα-σεκάνς σε πραγματική διάρκεια χρόνου, με αυτοσχεδιαστική κινησιολογία που δημιουργεί θεατρικότητα και δημιουργεί αυξανόμενη ένταση μέχρι τον κορεσμό.

Ο Cassavetes -όπως όλοι οι προσωπικοί δημιουργοί- επεξεργαζόταν συνεχώς τα ίδια θέματα συγκλίνοντας προς κάποιο ιδανικό ενιαίο πυρήνα. Σε αντίθεση από τους Bergman και Antonioni, δεν εισήγαγε συμβολισμούς και διανοητικές συνθέσεις, αλλά υιοθετούσε έναν ημι-αυτοσχέδιο συναισθηματικό νατουραλισμό για να φωτίσει το μοναδικό στην πραγματικότητα θέμα του, την ανάγκη για αγάπη. «Όλοι θέλουν να αγαπηθούν» λέει η πρωταγωνίστρια, και ο Cassavetes μάς υπενθυμίζει ότι η αγάπη χαρίζει την εσωτερική ειρήνη και είναι η μοναδική ελπίδα απέναντι στη μοναξιά, στην αποδόμηση της ομορφιάς και στο «φευγαλέο» της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Gena Rowlands είναι μια ηθοποιός που αποσταθεροποιεί την οθόνη με τη παρουσία της, καθώς μεταφέρει τον απρόβλεπτο ηλεκτρισμό του θεάτρου στον κινηματογράφο.  Είναι αποτελεσματική τόσο στις δραματικές, αλλά είναι εξίσου συναρπαστική και στις  χαμηλότονες στιγμές της ταινίας, όπως στη μαγική σκηνή στο καμαρίνι της μπροστά στους καθρέφτες, καθώς αποτυπώνεται όλη η ευθραυστότητά της τη στιγμή που η κάμερα εστιάζει στην αντανάκλασή της.

Το τελευταίο μισάωρο του φιλμ είναι εξαιρετικό. Οι Cassavetes και Rowlands βρίσκονται στη σκηνή μπροστά σε ένα πραγματικό κοινό, αψηφούν κείμενο και χαρακτήρες, και αυτοσχεδιάζουν ως αληθινό ζευγάρι. Η μαγεία λειτουργεί, αισθανόμαστε τόσο αυτή τη συνενοχή που τους ενώνει, όσο και την ειλικρίνεια της ερμηνείας τους. Το κοινό βασισμένο στο ένστικτο του δεν κάνει λάθος, γελά, συμμετέχει, χειροκροτεί. Σε μια στιγμή η Rowlands χαρακτηρίζει τον Cassavetes «σατανικό» τύπο, κάνοντας χιούμορ σε δεύτερο επίπεδο για τον ρόλο του στο «Μωρό της Ρόζμαρι». Αλλά και ο Cassavetes ανταποδίδει «Γερνάω. Τι κάνουμε για αυτό;», εκφράζοντας ρητά τη διαρκή ανησυχία του για τον βιωμένο χρόνο.

Η «Νύχτα Πρεμιέρας» είναι το αναμφισβήτητο αριστούργημα του Cassavetes, ένας πραγματικός ύμνος για το επάγγελμα του ηθοποιού: την αγωνία της ηλικίας, την απώλεια της νεότητας και της γοητείας του. Όμως είναι και ένας θρίαμβος της μορφής: ο Cassavetes συγχωνεύει τις δυαδικές αντιθέσεις μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, επί σκηνής και εκτός σκηνής, σε τέτοιο βαθμό που έρχεται στον νου η ρήση του γάλλου φιλοσόφου Gilles Deleuze: «Πού, λοιπόν, τελειώνει το θέατρο και πού αρχίζει η ζωή;»

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *