
25 Φεβρουαρίου του 1964, στο Μαϊάμι. Μετά τη μεγάλη του νίκη που του χαρίζει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, ο μποξέρ Κάσιους Κλέι συναντά σε ξενοδοχείο τον Τζιμ Μπράουν, παίκτη του ράγκμπι, τον Σαμ Κουκ, τραγουδιστή, και τον ακτιβιστή Μάλκολμ Χ. Κεντρικό τους θέμα συζήτησης, ο δικός τους ρόλος στο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτισμική αναταραχή της εποχής.
Σκηνοθεσία:
Regina King
Κύριοι Ρόλοι:
Kingsley Ben-Adir … Malcolm X
Eli Goree … Cassius Clay (Muhammad Ali)
Aldis Hodge … Jim Brown
Leslie Odom Jr. … Sam Cooke
Lance Reddick … Kareem X
Nicolette Robinson … Barbara Cooke
Michael Imperioli … Angelo Dundee
Beau Bridges … Κος Carlton
Lawrence Gilliard Jr. … Drew ‘Bundini’ Brown
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kemp Powers
Παραγωγή: Jess Wu Calder, Keith Calder, Jody Klein
Μουσική: Terence Blanchard
Φωτογραφία: Tami Reiker
Μοντάζ: Tariq Anwar
Σκηνικά: Barry Robison
Κοστούμια: Francine Jamison-Tanchuck
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: One Night in Miami…
- Ελληνικός Τίτλος: Μια Νύχτα στο Μαϊάμι…
- Εναλλακτικός Τίτλος: One Night in Miami
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: One Night in Miami του Kemp Powers.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Leslie Odom Jr.), διασκευασμένου σεναρίου και τραγουδιού (Speak Now).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Leslie Odom, Jr.) και τραγουδιού (Speak Now).
- Υποψήφιο για Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Leslie Odom Jr.).
Παραλειπόμενα
- Παρότι τα πρόσωπα είναι όλα αληθινά, πρόκειται για μυθοπλαστική συνάντηση τους.
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο της Regina King για τη μεγάλη οθόνη.
- Έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου έγραψε ιστορία, καθώς ήταν η πρώτη ταινία από αφρο-αμερικανή δημιουργό που προβλήθηκε ποτέ στο φεστιβάλ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Leslie Odom, Jr. και Sam Ashworth έγραψαν για την ταινία το Speak Now, όπου ερμηνεύει ο πρώτος.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 11/2/2021
Ενώ το θεατρικό έργο του Kemp Powers (το οποίο διασκευάζει εδώ σεναριακά ο ίδιος) ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι το 2013, μοιάζει να είναι πολύ πιο επίκαιρο τώρα λόγω κοινωνικής φύσης συγκυριών στην Αμερική, σε μια χώρα διχασμένη, όπου πλέον έχουν μπει στον mainstream πολιτικό διάλογο ορολογίες που μέχρι πρότινος περιορίζονταν στα χωράφια της περιθωριοποιημένης μερίδας της ακροδεξιάς.
Πρόκειται ξεκάθαρα για ταινία στην οποία ο λόγος έχει το πάνω χέρι: η σκηνοθεσία της Regina King ελάχιστα ενδιαφέρεται για μια επίδειξη τεχνικής ή για λαμπερές εικαστικές συνθέσεις (εξαιρετικά λιτή η αναπαράσταση της εποχής της δεκαετίας του 1960, ειδικά σε σύγκριση με τη συνήθη αντιμετώπιση του Χόλιγουντ σχετικά με τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο), μιας και πρωταρχική της αποστολή είναι να αναδείξει τις ιδέες του κειμένου του Powers και να κατευθύνει ανάλογα την πρωταγωνιστική τετράδα του φιλμ, ώστε να κάνουν αυτές τις ιδέες να «αναπνεύσουν» και να επικοινωνήσουν με τη σκέψη του θεατή. Αυτό που προκύπτει είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων στοχασμός πάνω στη σύγχρονη αφροαμερικανική ταυτότητα (αυτή που διαμορφώθηκε διαχρονικά από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κι έπειτα, και που έχει περάσει από πολλά μεταβατικά στάδια) και δευτερευόντως πάνω στη σύνδεση δημόσιας εικόνας και πολιτικής ταυτότητας, που ειδικά από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα αναπτύσσεται πάνω στο δίλημμα «το σύστημα αλλάζει με τη σύγκρουση μαζί του ή εκ των έσω;». Η δε διαλεκτική που αναπτύσσεται πατάει τόσο πάνω στα δεδομένα της εποχής των γεγονότων του φιλμ, όσο και στη μεταγενέστερη θεωρία περί της ουσίας του αφροαμερικάνικου πνεύματος, όχι αναχρονιστικά από λάθος, αλλά με διάθεση να υπάρξει μια δημιουργική σύνθεση νοοτροπιών διαφορετικών γενεών εν είδει ιστορικού απολογισμού, προσεγγίζεται δε με μια εις βάθος κατανόηση του αντικειμένου που εξετάζεται.
Παρόλο που είναι γνωστοί οι τραγικοί θάνατοι των Malcolm X και Sam Cooke, το «One Night in Miami…» κλείνει με μια αισιοδοξία ως προς την πορεία του συγκεκριμένου τομέα του δικαιωματισμού στις ΗΠΑ. Κατά τον Powers, τα τραύματα αυτής της διαδρομής ήταν τεράστια, αλλά οι μετέπειτα εξελίξεις δικαιώνουν τις αποφάσεις για δυναμικότερη δράση. Μπορεί κάποιος να προβάλλει γενικότερα ως ένσταση το ότι οι αξίες, οι προβληματισμοί, οι διαμάχες της αφροαμερικάνικης κοινότητας αποτυπώνονται κάπως σχηματικά από το κουαρτέτο των δραματοποιημένων εκδοχών των πραγματικών προσωπικοτήτων που δρουν επί της οθόνης, και μάλλον έχει δίκιο, αλλά το «ζουμί» εδώ είναι ο νοηματικός πυρήνας των όσων διατυπώνονται από τις προσωπικές στάσεις και τις συζητήσεις των εν λόγω προσώπων. Απλά η δραματουργία θα μπορούσε να είναι και πιο δυνατή, δεδομένου ειδικά του ιστορικού και πολιτισμικού εκτοπίσματος των συγκεκριμένων ονομάτων.
Η King ευτυχεί ως προς τους ηθοποιούς που έχει στη διάθεσή της. Με την εξαίρεση του Aldis Hodge που είναι μάλλον ο «αδύναμος κρίκος» του συνόλου, παρότι επαρκής, κυρίως επειδή ο ρόλος του είναι ίσως ο πιο επιδερμικός δραματουργικά, οι Kingsley Ben-Adir, Eli Goree και Leslie Odom Jr. είναι όλοι τους εξαιρετικοί, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Ο πρώτος παραδίδει ένα πορτρέτο γεμάτο σεβασμό ως προς την υπόσταση του Malcolm X, συνδυάζοντας ευγένεια και οργή επιδέξια, αποφεύγοντας την παγίδα να ακολουθήσει ένα μονοπάτι πληθωρικότητας που εμμέσως υπαγορεύει ο «μεγαλύτερος από τη ζωή» χαρακτήρας του αληθινού προσώπου. Ο δεύτερος αποδίδει με μπρίο την ενθουσιώδη πλευρά των διεκδικήσεων της αφροαμερικάνικης κοινότητας, δίνοντας όμως έμφαση και στις στιγμές αμφιβολίας και οργής που του «πασάρονται» από το κείμενο, ακριβώς στον βαθμό που πρέπει για να μην κατηγορηθεί ότι είναι μονοδιάστατος. Ο τρίτος έχει την πιο δύσκολη αποστολή, αναλαμβάνοντας έναν χαρακτήρα πολύπλοκο, με δύσκολα διλήμματα, όχι απαραίτητα αρεστό με τον κλασικό τρόπο, αλλά που στο πάθος του και στην κρίση αυτοκριτικής του αποτυπώνεται ερμηνευτικά από τον ίδιον, με εκπληκτική οξυδέρκεια, ο διχασμός μεταξύ δύο ταυτοτήτων, αυτή του στάτους και της φυλετικής, και όταν έρχεται η στιγμή της αυτοσυνείδησης του, η λύτρωση που μεταδίδεται από τις εκφράσεις του αποζημιώνει για τις αδυναμίες του υπόλοιπου φιλμ.
Κι εντέλει, παρά το ότι το τελικό αποτέλεσμα μπορεί ενίοτε να φαντάζει κάπως στεγνό ή άτολμο σε επίπεδο φόρμας, η δύναμη των αλληλεπιδράσεων των ερμηνευτών μεταξύ τους αλλά και των μεμονωμένων παρουσιών τους αρκεί και με το παραπάνω για να σταθεί στο ύψος της νοηματικής που υπάρχει εδώ.
Βαθμολογία: