Ο Μαρκ μοιάζει να έχει τα πάντα υπό έλεγχο και να “σκοράρει” με επιτυχία τόσο στην επαγγελματική του ζωή, όσο και στις ξέφρενες νυχτερινές εξορμήσεις του στα μπαράκια του Βερολίνου. Παρόλα αυτά, ο Μαρκ δεν παραδέχεται την εξάρτησή του από το αλκοόλ. Ένα βράδυ πέφτει σε μπλόκο και αλκοτέστ της αστυνομίας και χάνει το δίπλωμά του. Για να το ξανακερδίσει πρέπει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών τεστ. Ο Μαρκ είναι σίγουρος ότι αυτό θα είναι παιχνιδάκι και βάζει στοίχημα με τον κολλητό του ότι δεν θα αγγίξει αλκοόλ ξανά. Όμως, δεν υπολόγισε τη συνάντησή του με την Έλενα, η οποία θα αλλάξει ολοκληρωτικά την οπτική του για την πραγματικότητα, και τα πράγματα θα αρχίσουν να σοβαρεύουν επικίνδυνα…

Σκηνοθεσία:

Markus Goller

Κύριοι Ρόλοι:

Frederick Lau … Mark Jung

Nora Tschirner … Helena

Burak Yigit … Nadim

Friederike Becht … Anja

Godehard Giese … Δρ Blau

Nina Kunzendorf … Luisa Gruntuch

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Oliver Ziegenbalg

Παραγωγή: Quirin Berg, Markus Goller, Max Wiedemann, Oliver Ziegenbalg

Μουσική: Volker Bertelmann

Φωτογραφία: Philip Peschlow

Μοντάζ: Markus Goller, Raquel Caro Nunez

Σκηνικά: Heike Lange

Κοστούμια: Sabine Bockmeyer

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: One for the Road
  • Ελληνικός Τίτλος: Ένα για το Δρόμο

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/3/2024

Είναι προφανές από τα πρώτα κιόλας λεπτά πως η φιλοδοξία του Markus Goller είναι να δώσει τη γερμανική απάντηση στο «Άσπρο Πάτο» του Vinterberg. Έχει αρκετό κέφι και ζωτικότητα, όπως και καλό αφτί για τις μουσικές επιλογές (ακούγονται από Joy Division μέχρι Nick Drake), αλλά δυστυχώς πέφτει στην παγίδα του εύκολου διδακτισμού ειδικά στο δεύτερο μισό της διάρκειας, με αποτέλεσμα η όλη διαδρομή να είναι τελικά λιγότερο απολαυστική από αυτό που θα μπορούσε.

Για να ξεκαθαρίζονται όλα, το ίδιο το μήνυμα του σεναρίου του Oliver Ziegenbalg είναι σωστό στην ουσία του, το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι προσπαθεί να το μεταδώσει στον θεατή αρκετά δασκαλίστικα, σαν να απευθύνεται σε μαθητές γυμνασίου. Ταυτόχρονα εντοπίζονται κάποια ανιαρά κλισέ που αφαιρούν πόντους από τη φρεσκάδα που εκπέμπει το όλο εγχείρημα για το μεγαλύτερο μέρος του, από το πώς αντιμετωπίζεται ένα ειδύλλιο που έχει κεντρική σημασία για την πλοκή μέχρι την αναμενόμενη παρεξήγηση λίγο πριν την τρίτη πράξη. Ευτυχώς δεν επικρατεί η πλήξη παρότι υπάρχουν αυτές οι αδυναμίες, γιατί ο ρυθμός της αφήγησης καθιστά τη θέαση αρκετά ευχάριστη, ενώ δεν απουσιάζει και το χιούμορ ακόμη και αν στην πραγματικότητα η θεματολογία είναι αρκετά σοβαρή, κάτι που αντικατοπτρίζεται στη μεταστροφή του ύφους που λαμβάνει χώρα προς το κλείσιμο. Και τελικά οι περιπέτειες του πρωταγωνιστή με το αλκοόλ καταλήγουν να λειτουργούν και ως μια μεταφορά για ένα ταξίδι προς μια ετεροχρονισμένη ενηλικίωση, που οδηγεί στη συνειδητοποίηση μερικών αληθειών που ίσως είναι ακόμη κι επίπονες, αλλά είναι ταυτόχρονα και απαραίτητες για να υπάρξει η μετάβαση προς μια αυτογνωσία και συνεπώς σε μια καλύτερη ζωή. Κάπου στο φόντο κρύβεται κι ένα γενικό σχόλιο για τη δομή της γερμανικής κοινωνίας, που απαιτεί τα πάντα να δουλεύουν ρολόι αλλά ασκώντας ταυτόχρονα μια πίεση σε όσους μετέχουν σε αυτή η οποία μπορεί να έχει ψυχολογικές επιπτώσεις με την υιοθέτηση συμπεριφορών που τελικά αποβαίνουν εις βάρος του εκάστοτε ατόμου.

Βοηθάει το σύνολο και το ότι ο Frederick Lau αποδεικνύεται από το ξεκίνημα κιόλας ένας χαρισματικός πρωταγωνιστής, που εκπέμπει ενέργεια στον βαθμό που να υπαγορεύει τις ταχύτητες του ίδιου του φιλμ. Και το ευτυχές είναι ότι πείθει και όταν το φιλμ από ανάλαφρο αρχίζει και γέρνει περισσότερο προς την πλευρά του δράματος, ισορροπεί αυτές τις δύο πλευρές με επιτυχία. Καλή υποστήριξη προσφέρει και η Nora Tschirner, εναλλάσσει κυνισμό κι ευαλωτότητα κατορθώνοντας να χτίσει μια ολοκληρωμένη ηρωίδα που τραβάει το ενδιαφέρον του θεατή ακόμη και αυτόνομα από την αλληλεπίδρασή της με τον κεντρικό ρόλο του Lau.

Η αλήθεια είναι πως το θέμα δεν εξερευνάται με τρόπο τέτοιο ώστε να πηγαίνει πραγματικά στα βαθιά, δεν φτάνει σε άκρα τύπου «Αφήνοντας το Λας Βέγκας», και αυτό γιατί γίνεται σαφές από αρκετά νωρίς πως ο Goller δεν θέλει να θυσιάσει μια ψυχαγωγική αξία για να κερδίσει σε καλλιτεχνική ποιότητα. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, η ταινία του καταφέρνει, δίχως να ανακαλύπτει τον τροχό, να συνδυάσει τη διασκέδαση μιας χαριτωμένης δραμεντί με μια νοηματική που έχει ξαναειπωθεί και καλύτερα στο σινεμά, θα μπορούσε όμως να βοηθήσει δυνητικά και κάποιον σε πρακτικό επίπεδο ως προς το να δει τη συνθήκη που παρουσιάζεται από μια διαφορετική σκοπιά για να προβληματιστεί.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *