Το 1838, στο Βίσμποργκ της Γερμανίας, ο κτηματομεσίτης Κνοκ αναθέτει στον νεαρό υπάλληλό του, Τόμας Χούτερ, να ταξιδέψει στα Καρπάθια όρη, για να παραδώσει κάποια συμβόλαια στον μυστηριώδη κόμη Όρλοκ, ο οποίος ψάχνει για σπίτι στη γερμανική πόλη. Πριν ακόμη φτάσει στο κάστρο του κόμη, ο Χούτερ αντιλαμβάνεται τον τρόμο των κατοίκων του κοντινού χωριού. Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο σχετικά με τους βρικόλακες, που αρχικά βρίσκει διασκεδαστικό. Κάποια στιγμή θα συναντήσει τον κόμη, που στην εμφάνιση δεν έχει μεγάλη σχέση με το ανθρώπινο είδος, ο οποίος μάλιστα όταν θα δει το φυλακτό του Χούτερ με τη φωτογραφία της όμορφης συζύγου του, της Έλεν, θα υπογράψει αμέσως το συμβόλαιο. Σύντομα ο Χούτερ ανακαλύπτει ότι με το συμβόλαιο αυτό άνοιξε τον δρόμο στον ίδιο τον τρόμο να έρθει στην πόλη του…

Σκηνοθεσία:

F.W. Murnau

Κύριοι Ρόλοι:

Max Schreck … κόμης Orlok

Gustav von Wangenheim … Thomas Hutter

Greta Schroder … Ellen Hutter

Alexander Granach … Κος Knock

Georg H. Schnell … Κος Harding

Ruth Landshoff … Ruth

John Gottowt … καθηγητής Bulwer

Gustav Botz … καθηγητής Sievers

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Henrik Galeen

Παραγωγή: Enrico Dieckmann, Albin Grau

Μουσική: Hans Erdmann

Φωτογραφία: Fritz Arno Wagner

Σκηνικά: Albin Grau

Κοστούμια: Albin Grau

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Nosferatu, eine Symphonie des Grauens
  • Ελληνικός Τίτλος: Νοσφεράτου, μια Συμφωνία Τρόμου
  • Διεθνής Τίτλος: Nosferatu
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Nosferatu. A Symphony of Horror

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • ΜυθιστόρημαDracula του Bram Stoker.

Παραλειπόμενα

  • Η εταιρία παραγωγής του κλασικότερου δείγματος γερμανικού τρόμου είναι η Prana Film. Αυτή ιδρύθηκε από τον Enrico Dieckmann και τον μυστικιστή καλλιτέχνη Albin Grau. Παρότι είχαν βλέψεις για τη δημιουργία μιας σειράς μεταφυσικών ταινιών, αυτή έμελλε να είναι η μόνη τους, μια και λίγο μετά την πρεμιέρα κήρυξαν πτώχευση, κι αυτό λόγω της οικονομικής αποτυχίας της ταινίας (ελέω χαμένης δίκης).
  • Σύμφωνα πάντα με τον Grau, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο γνώρισε έναν σέρβο αγρότη που του είπε ότι ο πατέρας του ήταν ένας απέθαντος βρικόλακας. Αυτό αποτέλεσε την έμπνευση του για τη δημιουργία της ταινίας, όντας ο ίδιος μέλος “μαγικού τάγματος” με όνομα Fraternitas Saturni. Από τον Grau προέρχονται οι μυστικιστικές παρεμβάσεις στο φιλμ, όπως τα γράμματα στο συμβόλαιο (η γλώσσα τους ονομάζεται “ενόκιαν” και λέγεται ότι την έφτιαξαν οι άγγελοι) και διάσπαρτα σύμβολα. Ο ίδιος ανάλαβε και τα σκηνικά με τα κοστούμια, όπως και το μακιγιάζ, επηρεασμένος από τον σχεδιαστή Hugo Steiner-Prag.
  • Diekmann και Grau απευθύνθηκαν στον Henrik Galeen για τη συγγραφή του σεναρίου, έναν μαθητή του πολυπράγμων καλλιτέχνη και φιλοσόφου Hanns Heinz Ewers. Ήδη είχε γράψει σενάρια για γνωστές βωβές ταινίες (Ο Σπουδαστής της Πράγας, Γκόλεμ) και είχε εκπαιδευτεί πάνω στον σκοτεινό ρομαντισμό. Μια και η εταιρία δεν είχε πάρει τα δικαιώματα του Δράκουλα από τη χήρα του Bram Stoker, επέλεξε να αλλάξει τα ονόματα, πλάθοντας μαζί αυτό της γερμανικής πόλης (ενώ το βιβλίο τοποθετείται στην Αγγλία) και την ιδέα να έρθει η πανούκλα μέσω των αρουραίων του καραβιού. Το ύφος του ήταν εξπρεσιονιστικό, αλλά με έναν ποιητικό ρυθμό που δεν θύμιζε άμεσα τον λογοτεχνικό εξπρεσιονισμό. Κάποιοι βέβαια αναφέρουν ότι μια και η ταινία ήταν γερμανική και πρόσβλεπε την απήχηση της μόνο εντός της χώρας της, ήταν φυσιολογικό να “γερμανοποιηθούν” τα ονόματα και ο τόπος δράσης.
  • Για τη σκηνοθεσία προσλήφθηκε ο Frederich Wilhelm Murnau, που είχε ξεκινήσει να εργάζεται από το 1919, χωρίς να έχει ακόμα κάποια επιτυχία (οι περισσότερες δουλειές του από την πρώιμη του περίοδο θεωρούνται χαμένες). Στο πλάι του Grau έχτισε τις τελευταίες λεπτομέρειες σε όσα αφορούσαν τον Νοσφεράτου, και συμπλήρωσε 12 σελίδες στο σενάριο που αφορούσαν το φινάλε. Σε όσα όμως αφορούσαν τη σκηνοθεσία του, ακολούθησε πιστά όσα ήδη είχε γράψει αλλά και σκιτσάρει ο Hanns Heinz Ewers στο σενάριο (τοποθέτηση κάμερας, φωτισμοί, κ.α.). Για να μπορέσει να είναι πιστός σε αυτό, είχε πάντα μαζί του έναν μετρονόμο για να κρατάει τον ρυθμό στις κινήσεις των ηθοποιών.
  • Τα κεντρικά γυρίσματα έλαβαν χώρα στο Βίσμαρ και την περιοχή του Λίμπεκ. Αυτά της Τρανσυλβανίας ήταν στη Σλοβακία, ενώ το λιμάνι του Ροστόκ αφορούσε τις παραθαλάσσιες λήψεις.
  • Λόγω έλλειψης χρημάτων, υπήρχε μόνο μία κάμερα διαθέσιμη, άρα και ένα ορίτζιναλ αρνητικό του φιλμ.
  • Η ταινία γυρίστηκε σε ασπρόμαυρο φιλμ, αλλά επειδή οι σκηνές του κόμη είχαν φόντο την ημέρα, πήραν μια μπλε απόχρωση για την προβολή.
  • Το όνομα Νοσφεράτου είναι μια αρχαϊκή ρουμανική λέξη (από το Nesuferitu), που σημαίνει “αυτός που επιτίθεται” αλλά και “αυτός που δεν υποφέρεται”.
  • Αφού προηγήθηκε πρεμιέρα στην Ολλανδία, ακολούθησε αυτή στον ζωολογικό κήπο του Βερολίνου. Συνοδεύονταν από ειδική εκδήλωση για τις ανώτερες τάξεις και είχε ως τίτλο Das Fest des Nosferatu. Οι καλεσμένοι έπρεπε να φορούν ενδυμασίες της περιόδου Μπρεντερμάιερ (1815-1848).
  • Πολλοί θρύλοι συνοδεύουν τον ηθοποιό πίσω από τον κόμη Όρλοκ. Μεταξύ αυτών ότι τον βρήκε ο σκηνοθέτη κατά τύχη, αλλά και ότι ήταν κάποιος διάσημος γερμανός ηθοποιός με ψευδώνυμο (το “Schreck” μεταφράζεται ως τρόμος). Στην πραγματικότητα, ο Max Schreck ήταν ένας ήδη πετυχημένος στο θέατρο ηθοποιός και είχε εμφανιστεί σε ακόμα δύο ταινίες πριν από αυτήν, αλλά και αρκετές μεταγενέστερα.
  • Παρά τις πολλές αλλαγές σε σχέση με το κλασικό έργο του 1897, ακόμα και στους ορίτζιναλ τίτλους γίνονταν φανερή η άμεση σχέση του με τον Δράκουλα. Η χήρα του Bram Stoker δεν άργησε να μάθει για την ταινία και κατέθεσε μήνυση. Το δικαστήριο ήταν υπέρ της, και διέταξε να καταστραφεί κάθε κόπια του φιλμ. Ευτυχώς βέβαια διασώθηκαν κάποιες από χώρες εκτός Γερμανίας, και για πολλούς ιστορικούς έθεσαν τις βάσεις για ολόκληρο το είδος των ταινιών τρόμου.
  • Το 1930, στη Βιέννη εμφανίστηκε μια νέα κόπια με τίτλο Die Zwolfte Stunde – Eine Nacht des Grauens, και ήταν μια ομιλούσα εκδοχή χωρίς κανένα νομικό δικαίωμα. Το φινάλε ήταν διαφορετικό, όπως και τα ονόματα των χαρακτήρων. Και παρότι ο Murnau δεν γνώριζε τίποτα για αυτήν, υπήρχαν πλάνα του που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αυθεντική ταινία. Επιπλέον, όμως, υπήρχαν και κάποια νέα γυρισμένα με τον Gunther Krampf στην κάμερα και τον Waldemar Roger στη σκηνοθεσία. Η σπάνια αυτή εκδοχή προβλήθηκε ξανά το 1981 στη Γαλλία.
  • Ο Werner Herzog δημιούργησε το 1979 ένα άμεσο ριμέικ, με τον Robert Eggers να προσθέτει ακόμα ένα το 2024.
  • Στην ταινία Στη Σκιά του Βρικόλακα (2000), ο E. Elias Merhige δημιούργησε μια μυθοπλαστική εκδοχή των γυρισμάτων, με τον John Malkovich ως Murnau και τον Willem Dafoe ως Max Schreck.
  • Από το 2019 η ταινία βρέθηκε δίχως δικαιώματα, σε ελεύθερη διάθεση. Αλλά και πριν από αυτή τη χρονιά, είχαν κάνει την εμφάνιση τους υπερβολικά πολλές παράνομες εκδοχές και κόπιες του.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η μουσική της πρεμιέρας στο Βερολίνο άνηκε στον Hans Erdmann, αλλά σήμερα ελάχιστα σημεία της έχουν διασωθεί. Έκτοτε είναι πολλοί οι συνθέτες που έγραψαν συνοδευτική μουσική για τις προβολές της, όπως οι: James Bernard, James Duhamel (Wetfish), Gerard Hourbette, Richard O’Meara, Hans Posegga, Peter Schirmann, Robert Steadman, Didier Thunus (EverKent) και Thierry Zaboitzeff.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 20/11/2012

Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές και κάποιοι νομίζουν πως απλά δεν υπάρχει τίποτα από πίσω τους. Ένας από αυτούς τους καλούς «αναγνώστες» ήταν κι ο F.W. Murnau, μια ιδιοφυία που δεν πρόλαβε να αφήσει πολύ έργο πίσω της. Ο γερμανός δημιουργός ακολουθάει μια μακρά καλλιτεχνική παράδοση της χώρας του στη μυθολογία του τρόμου και του μεταφυσικού, ακόμα κι αν βρίσκει την τέλεια έκφραση σε έργο αγγλόφωνου συγγραφέα. Στον βαμπιρικό μύθο, ο Murnau κρύβει όλη την κατάσταση στη χώρα του από την εποχή του Βίζμαρκ κι έπειτα, με έπαρση στη μεταπολεμική περίοδο, όπου το αίμα του γερμανού πολίτη ρουφιόνταν ακόμα από τα επακόλουθα της ήττας (…αλλά και την ισπανική γρίπη). Με τεράστια διορατικότητα, έβλεπε πως αυτός ο εφιάλτης δεν έμελε να σταματήσει εύκολα, αφού το φάντασμα του γερμανικού επεκτατισμού -αλλά κι αυτό του αλληλοσπαραγμού διεθνώς- δεν έδειχνε πως είχε πεθάνει. Έπινε το αίμα ενός λιμοκτονούντος λαού, απέθαντο και έτοιμο να ξαναβγεί από το κάστρο του. Εντέλει βγήκε μέσα από μια μπυραρία…

Όλα αυτά βέβαια λίγο απασχολούν έναν σύγχρονο θεατή, αν και οι διαχρονικές συνθήκες θα μπορούσαν να βγάλουν ψεύτη την τελική σκηνή με τον θάνατο του Νοσφεράτου. Το κακό πεθαίνει ή απλά περιμένει την ώρα του να ξαναβγεί από το φέρετρο; Αυτό όμως που δεν μπορεί να αγνοήσει ένας θεατής οποιασδήποτε εποχής, είναι το ρίγος που εκπέμπουν οι εικόνες, μία προς μία ικανές να αποτελέσουν πίνακα εξπρεσιονιστικής τελειομανίας. Είπα όμως ρίγος; Αυτό λίγο απασχολεί τον Murnau που προτιμάει να κάνει πλάκα πάνω στο όλο ζήτημα, ίσως με αφορμή τη μάχη του επί των δικαιωμάτων με τη χήρα του Stoker. Μια μακάβρια σάτιρα, γιατί και μόνο που ο σκηνοθέτης βλέπει το απίστευτο πρόσωπο που ανακάλυψε για να παίξει τον Νοσφεράτου του, του προκαλεί μια τάση σαρκασμού.

Φαντάζει βαρύγδουπο να δηλώσει κανείς σήμερα πως είχαμε εν έτει 1922 μία από τις 2-3 καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των ακόλουθων χρόνων. Αλλά όσο κλισέ κι αν ακούγεται, είναι η μοναδική αλήθεια.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

29 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *