Νυκτόβια Πλάσματα
- Nocturnal Animals
- 2016
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 05 Ιανουαρίου 2017
15 χρόνια πριν, η Σούζαν Μόροου εγκατέλειψε τον πρώτο της σύζυγο, τον Έντουαρντ Σέφιλντ, έναν συγγραφέα που δεν κατάφερε ποτέ να πετύχει έκδοση. Τώρα, ζει στα μεσοαστικά προάστια ως σύζυγος γιατρού, όταν από το πουθενά παραλαμβάνει ένα πακέτο που εμπεριέχει ένα χειρόγραφο του πρώτου μυθιστορήματος του πρώην συζύγου της. Της ζητά να το διαβάσει, καθώς πάντα τη θεωρούσε τον καλύτερο κριτή. Καθώς η Σουζάν διαβάζει, βυθίζεται στη μυθοπλαστική ζωή του Τόνι Χάστινγκς, έναν καθηγητή μαθηματικών που οδηγεί την οικογένεια του για διακοπές στο Μέιν. Αλλά καθώς η ζωή των Χάστινγκ παίρνει απρόβλεπτο δρόμο, η Σούζαν βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα στο παρελθόν, αναγκασμένη να αντιμετωπίσει το σκοτάδι μέσα της.
Σκηνοθεσία:
Tom Ford
Κύριοι Ρόλοι:
Amy Adams … Susan Morrow
Jake Gyllenhaal … Edward Sheffield/Tony Hastings
Michael Shannon … ντετέκτιβ Bobby Andes
Aaron Taylor-Johnson … Ray Marcus
Isla Fisher … Laura Hastings
Armie Hammer … Hutton Morrow
Ellie Bamber … India Hastings
Laura Linney … Anne Sutton
Andrea Riseborough … Alessia Holt
Michael Sheen … Carlos Holt
India Menuez … Samantha Morrow
Jena Malone … Sage Ross
Karl Glusman … Lou Bates
Zawe Ashton … Alex
Neil Jackson … Christopher
Robert Aramayo … Steve ‘Turk’ Adams
Graham Beckel … υπαστυνόμος Graves
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tom Ford
Παραγωγή: Tom Ford, Robert Salerno
Μουσική: Abel Korzeniowski
Φωτογραφία: Seamus McGarvey
Μοντάζ: Joan Sobel
Σκηνικά: Shane Valentino
Κοστούμια: Arianne Phillips
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Nocturnal Animals
- Ελληνικός Τίτλος: Νυκτόβια Πλάσματα
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Tony and Susan του Austin Wright.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Michael Shannon).
- Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (Aaron Taylor-Johnson). Υποψήφιο για σκηνοθεσία και σενάριο.
- Υποψήφιο για Bafta σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Jake Gyllenhaal), δεύτερου αντρικού ρόλου (Aaron Taylor-Johnson), σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας, μοντάζ, σκηνικών και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Μέγα βραβείο επιτροπής.
Παραλειπόμενα
- Ο George Clooney είχε αρχικά επιλεγεί για την παραγωγή, αλλά αποχώρησε. Το ίδιο έπραξε έπειτα κι ο Joaquin Phoenix επί του καστ.
- Amy Adams και Jake Gyllenhaal έγιναν διαθέσιμοι για εδώ όταν η ταινία Ezekiel Moss ακυρώθηκε. Ο λόγος ήταν ότι θα σκηνοθετούνταν από τον Philip Seymour Hoffman, που όμως έφυγε από τη ζωή.
- Η Laura Linney αντικατέστησε την Kim Basinger.
- Στην αγορά του φεστιβάλ των Κανών του 2015, η Focus Features αγόρασε τα δικαιώματα για την παγκόσμια διανομή με το ποσό των 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Το πόσο ήταν ρεκόρ για την ιστορία όλων τα φεστιβάλ παγκοσμίως.
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον Robert Aramayo.
- Η λέξη “fuck” ακούγεται 51 φορές.
- Παρότι διάσημος σχεδιαστής, ο Tom Ford ήθελε να τονίσει ότι η ταινία δεν είναι προϊόν του αλλά δημιουργία του. Επί αυτού, δεν ανακατεύτηκε σε κανένα σημείο με τη δουλειά της σχεδιάστριας κοστουμιών, ούτε χρησιμοποίησε κάποιο δικό του σχέδιο στην ταινία. Από την άλλη, όμως, έκανε χρήση του προσωπικού του σχεδιαστικού στούντιο στο Λονδίνο για να ολοκληρώσει το μοντάζ.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 18/12/2016
Έρχονται μερικές φορές οι στιγμές εκείνες που συνειδητοποιείς, μάλλον ανήμπορος να αντιδράσεις, ότι ίσως να μην έχεις το κουράγιο, το θάρρος και την ικανότητα να αποτυπώσεις με λόγια αυτό που αισθάνεσαι, που ακούς, που βιώνεις. Το οπτικό παραλήρημα ενός φιλμ οπού το παρελθόν τρέφεται με το παρόν, ενός δημιουργήματος γεμάτου ένταση και πόνο, φροϊδική καταπίεση, ανεκπλήρωτες εμμονές και υπόκωφη εκδίκηση, είναι ικανό να σε βυθίσει ολοκληρωτικά μέσα στην τρομακτική απόλαυσή του, όμοια με εκείνο το υγρό σκοτάδι που καταπνιγεί τους επίδοξους εραστές της Σκάρλετ Γιόχανσον στο οπερατικό «Κάτω από το Δέρμα» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Καθώς σταδιακά εγκαταλείπεις κάθε ελπίδα και αρχίζεις να λεκιάζεσαι με το ανεξίτηλο μαύρο μελάνι που ποτίζει και ποτίζεται από τη νύχτα, βουτάς στον κόσμο του Τομ Φορντ και των «νυκτόβιων πλασμάτων» του, έναν μελαγχολικά βίαιο κόσμο, βαθιά δυστυχισμένο, στον οποίο οι χαρακτήρες καταφέρνουν να χάνονται ή καλύτερα να απορροφώνται βαθμιαία από το μπαγκράουντ. Έναν κόσμο στον οποίο όταν ο αδύναμος αποφασίζει να μετατραπεί σε δυνατός, ακόμη και το χαρτί είναι ικανό να χαράξει πολύ βαθιά. Ανοίγοντας την αυλαία με μια συγκλονιστική σκηνή που σε αρπάζει κυριολεκτικά από τον λαιμό, που λάμποντας μέσα στην απωθητική γοητεία της αντηχεί τα γκροτέσκ freak-show του Ντέιβιντ Λιντς, ο γνωστός σχεδιαστής μόδας και σκηνοθέτης του υπέροχα καλλιεργημένου μελοδράματος του 2009 «Ένας Άντρας Μόνος» ανεβάζει τον πήχη ακόμη ψηλότερα, διεκδικώντας δάφνες που ξεπερνούν τα καλλιτεχνικά όρια μιας συμβατικά πετυχημένης κινηματογραφικής δημιουργίας.
Κάποιος έχει πει ότι «λες συνεχώς στον εαυτό σου ιστορίες για να μπορέσεις να συνεχίσεις να ζεις». Πολλές φορές όμως τις λες και για να μπορέσεις να πεθάνεις, ή μάλλον καλύτερα, να σκοτώσεις. Η ταινία του Φορντ στοχάζεται ακριβώς επάνω στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η ίδια η μυθοπλασία, συνδέοντας με μοναδική κινηματογραφική ευρηματικότητα ένα ρομαντικά εφιαλτικό παραμύθι με ένα συναισθηματικό μακελειό. Ελαστικά χωρισμένο σε δύο βασικές πλοκές -και μία τρίτη υπό διαρκή κατασκευή-, το φιλμ εισβάλει στον κόσμο της ρεαλίστριας Σούζαν, μιας υπερ-επιτυχημένης επαγγελματικά, αλλά καταρρακωμένης ψυχολογικά ιδιοκτήτριας γκαλερί μοντέρνας τέχνης (σπουδαία η ερμηνεία της Έιμι Άνταμς, η οποία τελευταία επιλέγει το ένα εξαιρετικό πρότζεκτ μετά το άλλο), που ζει σε έναν πολυτελή και καλογυαλισμένο κόσμο γεμάτο junk κουλτούρα, προκλητικά σοκαριστικές εικόνες και σχεδόν ψυχιατρικά καταπιεσμένη «τελειότητα». Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κόσμος. Ο αβάσταχτα βίαιος κόσμος του αδημοσίευτου βιβλίου (αφιερωμένο σε αυτήν) που κάποια στιγμή λαμβάνει από τον πρώην άντρα της (Τζέικ Τζίλενχαλ). Καθώς αυτός αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά της περιγράφοντας μια δυσβάσταχτη αστυνομική ιστορία απαγωγής, θεατής και αναγνώστης μπαίνουν σε ένα αφηγηματικό δωμάτιο με καθρέφτες που ο καθένας τους αντανακλά τη δική του οπτική γωνία της πραγματικότητας, μέσα στην οποία συνωστίζονται ματαιωμένες ελπίδες, αναπόφευκτες συνειδητοποιήσεις και τρομακτικά ομοιώματα κάποιων που κάποτε προκαλούσαν μόνο απέχθεια.
Ο δημιουργός πρακτικά σε αναγκάζει να γνοιαστείς ισάξια και για τις δύο ιστορίες που εξελίσσονται ταυτόχρονα ενώπιόν σου, δημιουργώντας κινηματογραφικές συσχετίσεις σχεδόν σε όλα τα επίπεδα, με τα γεγονότα να συγκλίνουν με τρόπο τον οποίο μάλλον θα πρέπει να δεις για να συλλάβεις ολοκληρωτικά. Σχεδόν όλες οι σκηνοθετικές νύξεις, τα υπερβατικά ρακόρ, οι χρονικά ακαθόριστες σεκάνς και οι στρεβλωμένες συνθέσεις αντηχούν οπτικά σε κάποια άλλη στιγμή στο φιλμ, σχεδιάζοντας μια αφόρητα διεισδυτική ιστορία αγάπης, μίσους κι εκδίκησης, γεμάτης ψυχαναλυτικές κοντινές λήψεις, κατάμαυρα βουβά καρέ και κατ που ρυθμίζονται από τους χτύπους της καρδιάς. Παρατηρώντας σε στιγμές τους ανθρώπους με την ίδια ψυχρότητα που παρατηρεί αντικείμενα, ο Φορντ μοιάζει να στοχάζεται διαρκώς πάνω στην άλλη του ιδιότητα (αυτή του σχεδιαστή), παραδίδοντας παράλληλα απειλητικές σκηνές κατάρρευσης του οικογενειακού καταφυγίου (φέρνοντας στον νου τον «Κρυμμένο» του Χάνεκε) και βάφοντας τα ουδέτερα κι επιτηδευμένα μίνιμαλ δωμάτια του σπιτιού της Σούζαν -τα οποία μοιάζουν σαν να μην τα έχει αγγίξει ποτέ ανθρώπινο χέρι- με το βαθύ κόκκινο των χειλιών, του βελούδου ή του αίματος.
Συνταρακτικά ερμηνευμένο και από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες (ο Τζίλενχαλ συνεχίζει να αποδεικνύει την ερμηνευτική του σημαντικότητα, όμως είναι ο Μάικλ Σάνον που εδώ κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση) και επενδυμένο από τον ανατριχιαστικό μουσικό λυρισμό του Άμπελ Κορζενιόφσκι, το μαύρο magnum-opus του Τομ Φορντ, βασισμένο στη νουβέλα του Όστιν Ράιτ με τίτλο «Τόνι και Σούζαν» που προσάρμοσε σεναριακά ο ίδιος ο σκηνοθέτης, αφηγείται με απόλυτα καθηλωτικό τρόπο μια ιστορία που εντοπίζεται πάντα μέσα από τις τοξικές αντανακλάσεις της σαγηνευτικής (και ελαφρώς αυτάρεσκης) αισθητικής λάμψης του δημιουργού της. Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν τελικά έχουμε να κάνουμε με μία από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων ετών. Επάξια, πάντως, αυτό το αριστουργηματικά οργισμένο μετα-νουάρ συγκαταλέγεται στις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές εμπειρίες της χρονιάς.
Βαθμολογία: