
Νύχτα της Φωτιάς
- Noche de Fuego
- Prayers for the Stolen
- 2021
- Μεξικό
- Ισπανικά
- Δραματικό Θρίλερ, Νεανική
- 19 Μαΐου 2022
Σε μια απομονωμένη πόλη στα βουνά του Μεξικού, τα κορίτσια έχουν αγορίστικα κουρέματα και έχουν μάθει να τρέχουν προς υπόγεια κρησφύγετα όταν τα μαύρα SUV των καρτέλ εμφανίζονται από μακριά. Μόνο που μια μέρα, ένα από αυτά δεν θα προλάβει να κρυφτεί εγκαίρως.
Σκηνοθεσία:
Tatiana Huezo
Κύριοι Ρόλοι:
Mayra Batalla … Rita
Alejandra Camacho … Paula
Marya Membreno … Ana
Memo Villegas … Leonardo
Norma Pablo … Luz
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tatiana Huezo
Παραγωγή: Nicolas Celis, Jim Stark
Μουσική: Leonardo Heiblum, Jacobo Lieberman
Φωτογραφία: Dariela Ludlow
Μοντάζ: Miguel Schverdfinger
Σκηνικά: Oscar Tello
Κοστούμια: Ursula Schneider
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Noche de Fuego
- Ελληνικός Τίτλος: Νύχτα της Φωτιάς
- Διεθνής Τίτλος: Prayers for the Stolen
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Prayers for the Stolen της Jennifer Clement.
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσή Αθηνά καλύτερης ταινίας και βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Αθηνών.
- Ειδική μνεία για το τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο για το τμήμα Οριζόντων του φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Στοκχόλμης.
- Επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έφτασε ως τις 15 επιλαχούσες.
Παραλειπόμενα
- Μυθοπλαστικό ντεμπούτο για την Tatiana Huezo, ήδη βραβευμένη για τα ντοκιμαντέρ της.
- Ανάμεσα στο γκρουπ των συμπαραγωγών βρίσκεται και ο Danny Glover.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 18/5/2022
Έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημανθεί ειδικά το γιατί το πρώτο πέρασμα της Tatiana Huezo από τη μυθοπλασία μεγάλου μήκους διαθέτει το συγκεκριμένο σκηνοθετικό ύφος. Κουβαλά μια προσωπική ματιά, ανθρωποκεντρική, επίτηδες ελλειπτική σε σχέση με τις πληροφορίες που δίνει, με τη βία επίσης εσκεμμένα να είναι πάντα εκτός κάδρου, με κάποιες «εκρήξεις» λυρισμού, ποτέ όμως στον βαθμό που το στιλ να επισκιάζει τη θεματική. Ίσως αυτή η ταπεινότητα εκ μέρους της Huezo να προέρχεται και από την προϋπηρεσία της στο ντοκιμαντέρ (από τον ίδιο χώρο ίσως πηγάζει και το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνει ο φακός της για τα φυσικά τοπία), σίγουρα πάντως είναι μια επιλογή συνειδητοποιημένη, που τιμά την ιστορία που η ίδια αποφασίζει να αφηγηθεί, και που υποδηλώνει μια ώριμη σε νοοτροπία κινηματογραφίστρια. Να αποτελεί άραγε αυτή η εν λόγω γραμμή και μια έμμεση απάντηση στον φορμαλισμό του αριστουργηματικού κατά τ’ άλλα «Ρόμα» του Alfonso Cuaron, με το οποίο η «Νύχτα της Φωτιάς» μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία πέραν της χώρας παραγωγής; Αυτό θα μπορούσε να απαντηθεί μόνο από ορισμένα άτομα…
Στην πραγματικότητα που αναπαριστά το φιλμ, σε κάποιο χωριό της μεξικανικής πολιτείας του Γκερέρο, η αλληλεγγύη υπάρχει αλλά είναι περιστασιακή, και φαντάζει ως απλά ένα προσωρινό βάλσαμο στη διαρκώς ανοιχτή πληγή των συμμοριών που επιβάλλονται στην ευρύτερη περιοχή. Οι θεσμοί της πολιτείας, από την αστυνομία μέχρι τις συλλογικότητες, δεν εγγυώνται σε καμία περίπτωση την προστασία, κι ενίοτε μάλιστα χαρακτηρίζονται και από ένα επίπεδο διαφθοράς που τους καθιστά κι αυτούς μέρος του προβλήματος. Μέσα από τον χαρακτήρα της Rita θίγεται κι ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα, αυτό της διάβρωσης του πυλώνα της οικογένειας από ένα κοινωνικό πλαίσιο που χτυπάει τόσο ανελέητα όσους εντάσσονται σ’ αυτό, ώστε καταλήγει να τους αλλάζει σαν προσωπικότητες και να τους βάζει στη θέση να αναπαράγουν τη βία που δέχονται στον στενό τους περίγυρο. Η σχέση ανάμεσα στη Rita και την κόρη της είναι πολύ μακριά από δυτικότροπους συναισθηματισμούς, με την αγάπη και τη σκληρότητα να εναλλάσσονται σχεδόν αλληλεπιδρώντας, σαν ένα μείγμα που επικρατεί ως αναγκαίο κακό δεδομένων των συνθηκών.
Οπωσδήποτε είναι μέρος της νοηματικής και οι διαφορετικές αναλογίες της εικόνας από το πρώτο στο δεύτερο μισό της ταινίας, με το κάδρο να διευρύνεται ελαφρώς όταν τα κορίτσια της πλοκής φτάνουν στην εφηβική ηλικία, προφανώς μια μεταφορά για την αντίληψη τους για τον κόσμο που γίνεται περισσότερο ολοκληρωμένη στην επώδυνη πορεία προς την ενηλικίωση. Και το εύρημα με τα κομμένα μαλλιά που «πιάνει» αρκετό κινηματογραφικό χρόνο, κουβαλά τον συμβολισμό της χαμένης αθωότητας. Το αξιοσημείωτο όμως είναι πως όλες αυτές οι πινελιές ποτέ δεν φαντάζουν βεβιασμένες ή βαρυφορτωμένες, αντιθέτως εντάσσονται αρμονικά στη ροή της ιστορίας, εξυπηρετώντας την πρωτίστως και δίνοντας δευτερευόντως την απαραίτητη αλληγορική διάσταση.
Αν «χάνει» κάπου το σύνολο, είναι στο ότι δεν εξετάζει σε βάθος τα αίτια της συνθήκης που απεικονίζει. Κάποιες παράμετροι αναλύονται, αλλά το μαχαίρι δεν φτάνει στο κόκαλο των συστημικών δομών που καθιστούν τη μεξικανική επαρχία πληττόμενη από πολυάριθμες παθογένειες. Από άλλες λεπτομέρειες κερδίζονται θετικές εντυπώσεις που ισοσταθμίζουν την τελική εικόνα, όπως το φεμινιστικό πρίσμα υπό το οποίο γίνονται αντιληπτοί οι χαρακτήρες, αλλά και η εντυπωσιακή δουλειά που έχει γίνει στην ηχοληψία, η οποία δημιουργεί ουσιαστικά ένα παράλληλο, πλούσιο περιβάλλον που συνοδεύει απολύτως ταιριαστά την εικόνα.
Είναι φανερή και η καθοδήγηση που έχει δώσει η Huezo στις ερμηνεύτριες και τους ερμηνευτές της, που βρίσκεται προς την κατεύθυνση μιας φυσικής λιτότητας, η οποία δεν κινείται για το αβανταδόρικο στιγμιότυπο, αλλά για τη ρεαλιστική απόδοση ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να προσαρμοστούν σε έναν τρόπο ζωής στα άκρα. Οι νεαρές πρωταγωνίστριες, που υποδύονται τα τρία κορίτσια που παρακολουθεί ως επί το πλείστον το σενάριο, τόσο στο παιδικό όσο και στο εφηβικό ηλικιακό φάσμα, αποδίδουν όλες τους τις λεπτές αποχρώσεις που απαιτούνται για τους ρόλους τους. Ωστόσο, μάλλον η εξαιρετική Mayra Batalla είναι υπογείως η καρδιά του όλου εγχειρήματος, μ’ ένα πορτρέτο άκρως ζωντανό, πολυδιάστατο και συγκινητικό πέραν των προφανών οδών, που συνοψίζει άριστα και τη γυναικοκεντρική γραφή του κειμένου.
Η αυθεντικότητα της δραματουργίας είναι τέτοια ώστε οι όποιες ατέλειες αναπόφευκτα συγχωρούνται. Πρόκειται για ένα πολλά υποσχόμενο πρώτο βήμα εκτός της ζώνης του ντοκιμαντέρ, για μια δημιουργό που δείχνει πρόθυμη να εκθέσει με ειλικρίνεια έναν κόσμο αθέατο στον μέσο δυτικό άνθρωπο, αλλά και ν’ αναπτύξει μια δική της ματιά που, ανθίζοντας, μπορεί να δώσει και ακόμη σπουδαιότερα δείγματα δουλειάς.
Βαθμολογία: