
Τέξας, 1980. Ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκει στον δρόμο του μια βαλίτσα με χρήματα, αιματηρό προϊόν του εμπορίου ηρωίνης που σφύζει στα μεξικανικά σύνορα. Αποφασίζει, κλέβοντας τα χρήματα αυτά, να εγκαταλείψει την παλιά ζωή του. Στο κατόπι του ένας δολοφόνος-αίνιγμα, η απόλυτη ενσάρκωση του παραλόγου και του κακού, αλλά κι ένας συρφετός από σκοτεινά πρόσωπα, έμποροι, σερίφηδες και πληρωμένοι ανθρωποκυνηγοί.
Σκηνοθεσία:
Joel Coen
Ethan Coen
Κύριοι Ρόλοι:
Josh Brolin … Llewelyn Moss
Javier Bardem … Anton Chigurh
Tommy Lee Jones … σερίφης Ed Tom Bell
Woody Harrelson … Carson Wells
Kelly Macdonald … Carla Jean Moss
Garret Dillahunt … υπαστυνόμος Wendell
Tess Harper … Loretta Bell
Barry Corbin … Ellis
Stephen Root … ο ‘εργοδότης’ του Wells
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Joel Coen, Ethan Coen
Παραγωγή: Ethan Coen, Joel Coen, Scott Rudin
Μουσική: Carter Burwell
Φωτογραφία: Roger Deakins
Μοντάζ: Ethan Coen, Joel Coen
Σκηνικά: Jess Gonchor
Κοστούμια: Mary Zophres
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: No Country for Old Men
- Ελληνικός Τίτλος: Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: No Country for Old Men του Cormac McCarthy.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Javier Bardem) και διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για φωτογραφία, μοντάζ, ήχο και ηχητικά εφέ.
- Χρυσή Σφαίρα δεύτερου αντρικού ρόλου (Javier Bardem) και σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία.
- Βραβείο Bafta σκηνοθεσίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Javier Bardem) και φωτογραφίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Tommy Lee Jones), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Kelly Macdonald), σενάριο, μοντάζ και ήχο.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Καλύτερη ταινία από την ένωση παραγωγών Αμερικής.
Παραλειπόμενα
- Αποκτώντας τα δικαιώματα του βιβλίου, ο παραγωγός Scott Rudin στράφηκε άμεσα και αποκλειστικά στους αδελφούς Coen για να τους προτείνει να το αναλάβουν.
- Ο τίτλος του βιβλίου και της ταινίας προέρχεται από ένα ποίημα του William Butler Yeats με τίτλο Sailing to Byzantium.
- Ο ρόλος του Λιούελιν προσφέρθηκε αρχικά στον Heath Ledger, αλλά εκείνος ήθελε να περάσει χρόνο με τη νεογέννητη κόρη του. Ο δε Garret Dillahunt πέρασε πέντε οντισιόν για τον συγκεκριμένο ρόλο, αλλά εντέλει πήρε άλλον.
- Ο Josh Brolin δεν ήταν πρώτη επιλογή για τους σκηνοθέτες, και έβαλε τους Quentin Tarantino, Robert Rodriguez να του φτιάξουν μια οπτικοποιημένη οντισιόν. Έπειτα ο ατζέντη του κατάφερε να κλείσει συνάντηση με τους Coen, κι εκεί κλείδωσε ο ρόλος.
- Ο Javier Bardem ήταν στο “τσακ” να αναβάλλει τη συμμετοχή του, λόγω του φορτωμένου προγράμματος του. Πριν επιλυθεί οριστικά το θέμα, ο Mark Strong ήταν υπ’ ατμόν να πάρει τη θέση του.
- Από τις σπάνιες φορές που ο μεγάλος νικητής των Όσκαρ πάει πολύ καλά και στα ταμεία. Με κόστος 25 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έβγαλε 171,6.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Λόγω του ότι οι δύο δημιουργοί ήθελαν μινιμαλισμό επί της μουσικής μπάντας, ο Carter Burwell έγραψε μονάχα 16 λεπτά σκορ.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 4/2/2008
Είναι πιστή διασκευή από μυθιστόρημα, για δεύτερη μόλις φορά στην καριέρα τους, είναι μακριά από τη λογική του συγγενικού Φάργκο, αλλά κι από οτιδήποτε έχουν κάνει ως τώρα… και όμως το Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατος είναι μια τυπική ταινία των αδελφών Coen.
Η ταινία περιέχει όλες τις εμμονές των αδελφών-δημιουργών (μεταξύ τους λέγονται χαριτολογώντας «ο δικέφαλος σκηνοθέτης»), και μάλιστα δίνει την εντύπωση πως δημιουργεί και νέες. Υπάρχουν χαρακτήρες από συγκεκριμένη γεωγραφικά περιοχή των ΗΠΑ (πάντα με την τοπική προφορά), υπάρχει έγκλημα (όπως συνήθως, άφθονο κι απεχθές), τα θύματα δεν είναι συνήθως και τα καλύτερα παιδιά, η ταινία ανοίγει με voice-over (παρουσιάζοντας χαρακτηριστικό τοπίο της περιοχής), οι γυναίκες είναι ευγενικές ψυχές (οι φόνοι τους γίνονται πάντα εκτός πλάνου), υπάρχει ένας πολυλογάς-εξυπνάκιας χαρακτήρας και ένα αντικείμενο φετίχ.
Παρότι πιστή διασκευή του μπεστ-σέλερ του Cormac McCarthy, το έργο κινείται ανάμεσα στη λογική του Μόνο Αίμα, του Το Πέρασμα του Μίλερ και του Μπάρτον Φινκ, και όχι, όπως διαφαίνονταν, του Φάργκο. Όλα γυρίζουν γύρω από ένα αμείλικτο ανθρωποκυνηγητό, όπου θύτης είναι ένας ψυχοπαθής τύπος με κίνητρα διττά, το χρήμα και την ευχαρίστηση του σκοτωμού, και το απώτερο θύμα είναι ένας επίσης αρνητικός ήρωας, που επιλέγει το χρήμα από τη ζωή του και δεν λέει όχι στο να σκοτώσει κι ο ίδιος. Οι Coen δε μας δίνουν ευκαιρία επιλογής συμπάθειας, αφού ο κυνηγημένος είναι καθίκι και ο κυνηγός ασκεί μια παραψυχολογική γοητεία. Σε αυτό το σκηνικό γάτας-ποντικιού περιφέρονται αρκετοί και διαφορετικοί χαρακτήρες, που όλοι από τον μικρότερο στον μεγαλύτερο ρόλο, έχουν μια δυναμική κι έναν λόγο ύπαρξης. Δεν είναι το σενάριο, όσο καλογραμμένο κι αν είναι, που εισβάλει μέσα σου, είναι αυτή η πολυπλοκότητα των ηρώων, βγαλμένη από γουέστερν του Sam Peckinpah και του John Ford ταυτόχρονα.
Ο Josh Brolin είναι το απίθανα ταιριαστό πρόσωπο του Λιούελιν Μος, ενός άντρα χωρίς συνείδηση και χωρίς νόημα στη ζωή. Θα προσπεράσει με ευκολία τη θέα των θυμάτων της πρώτης σεκάνς για να αρπάξει με παρόμοια ευκολία τα χρήματα που θα βρει. Στη συνέχεια θα αφήσει τη σύζυγο του έρμαιο της κατάστασης και θα ξεκινήσει μια οδύσσεια χωρίς προορισμό, με σκοπό και να ζήσει, αλλά και ταυτόχρονα να ζήσει πλούσια. Ο Javier Bardem (ίσως ο μεγαλύτερος σύγχρονος μας ηθοποιός) είναι ο Αντόν Σίγκαρ, ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που θα γραφτεί στο πάνθεον των δημοφιλέστερων του είδους (και λόγω «ποιότητας» παρουσίας και λόγω ερμηνείας), πλάι στον Μπέιτς της Ψυχώ και τον Χάνιμπαλ Λέκτερ της Σιωπής των Αμνών. Ενώ έχει στην ουσία έναν μόνο στόχο, τον Μος, θα αιματοκυλήσει το Δυτικό Τέξας, περισσότερο από απλή διασκέδαση. Όπλο του δεν είναι ένα συνηθισμένο αντικείμενο, αλλά ένα μηχάνημα απόλυτο φετίχ. Ο Tommy Lee Jones είναι ο αστυνομικός της περιοχής, που αδυνατεί να πλησιάσει καν την εξιχνίαση της υπόθεσης, και είναι απλά ο σαρκαστικός παρατηρητής της. Ο Woody Harrelson είναι ο πολυλογάς ήρωας, καλό καθίκι και του λόγου του, που πηγαίνει για μαλλί και βγαίνει… ανάσκελα. Τέλος, η Kelly Macdonald είναι η σύζυγος του Μος και το μοιραίο θύμα της υπόθεσης, όχι λόγω δικού της σφάλματος, αλλά κάθε καλή ιστορία θέλει τη δικαιοσύνη και την τύχη τυφλή.
Επί του συνόλου, η συγκεκριμένη ταινία φαντάζει σαν μια ζωντανή οντότητα, και έτσι αρχικά θα της αποκριθούμε: το να είσαι μια ταινία των Coen σημαίνει πως είσαι ιδιαίτερη, ακόμα κι αν δεν είσαι η καλύτερη τους. Το Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους είναι ένα μικρό διαμάντι υψηλής ποιότητας, και ένα ολοκληρωμένο έργο προσεγμένο από την πρώτη ως και την τελευταία σκηνή. Οι Coen δημιουργούν έναν από τους γοητευτικότερους κινηματογραφικούς ήρωες (αυτόν που ερμηνεύει αφεγάδιαστα ο Javier Bardem), δεν αφήνουν στο περιθώριο τους υπόλοιπους (με αφοπλιστική ειλικρίνεια στην ανάπτυξη των πολλών, μικρών και μεγάλων, χαρακτήρων), προσαρμόζουν ή μάλλον επιλέγουν ένα μυθιστόρημα που μπορούσε να έχει βγει από τη δική τους πένα, αφήνουν κενά στη δράση για να τα υπονοήσει ο θεατής τροφοδοτώντας του τη φαντασία, και ενώ, κάτι το πρωτότυπο, ξεχνούν όλους τους αγαπημένους τους ηθοποιούς, εμπιστεύονται και πάλι το ίδιο τεχνικό-καλλιτεχνικό επιτελείο που τους έχει βοηθήσει στο παρελθόν (με αιχμή την ακόμα μία πολύ καλή δουλειά του φωτογράφου Roger Deakins), καταφέρνοντας να δώσουν στην ταινία τη δική τους χαρακτηριστική οπτική χροιά. Ειλικρινά, αν βρήκαμε κάποια ελαττώματα εναπόκεινται καθαρά πάνω στο πόσο Coen-φανατικός είστε, και γι’ αυτό δεν θα μπούμε καν στη διαδικασία να τα αναλύσουμε εδώ. Δύο τελευταία λόγια και κοφτά… κορώνα δείτε το, γράμματα απολαύστε το…
Βαθμολογία: