
Μετά από ήττα με 31-0 από την Αυστραλία, η ποδοσφαιρική ομάδα της Αμερικανικής Σαμόας κερδίζει επάξια την τελευταία θέση στην παγκόσμια κατάταξη εθνικών ομάδων της FIFA. Με την ομάδα να πρέπει να προετοιμαστεί για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 2014, η τοπική ομοσπονδία προσλαμβάνει τον αμερικανο-ολλανδό Τόμας Ρόγκεν, μπας και τουλάχιστον δεν γίνουν πάλι ρεζίλι. Στην ομάδα παίζει και η Τζαΐγια, η πρώτη τρανς παίκτρια που θα εμφανιστεί ποτέ σε αγώνα της FIFA.
Σκηνοθεσία:
Taika Waititi
Κύριοι Ρόλοι:
Michael Fassbender … Thomas Rongen
Oscar Kightley … Tavita
Kaimana … Jaiyah Saelua
David Fane … Ace
Rachel House … Ruth
Beulah Koale … Daru Taumua
Will Arnett … Alex Magnussen
Elisabeth Moss … Gail
Uli Latukefu … Nicky Salapu
Taika Waititi … ιερέας
Rhys Darby … Rhys Marlin
Luke Hemsworth … Keith
Angus Sampson … Angus Bendleton
Kaitlyn Dever … Nicole
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Taika Waititi, Iain Morris
Παραγωγή: Garrett Basch, Mike Brett, Jonathan Cavendish, Steve Jamison, Taika Waititi
Μουσική: Michael Giacchino
Φωτογραφία: Lachlan Milne
Μοντάζ: Tom Eagles, Yana Gorskaya, Nicholas Monsour, Nat Sanders
Σκηνικά: Ra Vincent
Κοστούμια: Miyako Bellizzi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Next Goal Wins
- Ελληνικός Τίτλος: Ένα Γκολ για τη Νίκη
Σεναριακή Πηγή
- Ντοκιμαντέρ (θέμα): Next Goal Wins των Mike Brett, Steve Jamison.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος και οι ιστορικές πληροφορίες προήλθαν από ένα βρετανικό ντοκιμαντέρ του 2014.
- Ερμηνευτικό ντεμπούτο για την Kaimana.
- Ο Andy Serkis βοηθάει από το πόστο του εκτελεστή παραγωγής.
- Ο Armie Hammer βρίσκονταν στο καστ, αλλά αντικαταστάθηκε από τον Will Arnett με το ξέσπασμα του σκανδάλου που βάραινε τον ηθοποιό. Κι ενώ αρχικά ο ρόλος αφορούσε απλά ένα κάμεο, με τον Arnett αποφασίστηκε να επεκταθεί.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 16/1/2024
Για έναν σκηνοθέτη όπως ο Taika Waititi που μεγάλο μέρος της αναγνώρισής του οφείλεται στις πρωτότυπες ιστορίες που αφηγείται (βλέπε “Jojo Rabbit”), το “Ένα Γκολ για τη Νίκη” φαντάζει μια τεράστια απόκλιση. Η ταινία ακολουθεί το κλασικό μοτίβο της αθλητικής ταινίας έτσι όπως τη δίδαξε το αμερικανικό σινεμά του ‘80 και του ‘90, παρουσιάζοντας μια ομάδα από αουτσάιντερ καθώς πασχίζει πέρα από κάθε προσδοκία να βγει νικήτρια σε κάποιο πρωτάθλημα, ή στην προκειμένη περίπτωση… να καταφέρει να βάλει έστω ένα γκολ.
Αυτό το ξεκάθαρο σχήμα δεν προσφέρει κάποια έκπληξη στην αφηγηματική δομή του, αντιθέτως ακολουθεί τόσο ευλαβικά τις προσδοκίες ώστε να προκαλεί μια αναπάντεχη οικειότητα. Αλλά η γνώση αυτών των θεμελιωδών στοιχείων δεν καταστρέφει το όραμα του σκηνοθέτη, ο οποίος βρίσκει την ευκαιρία, μέσα από την ταπεινή πρόθεση του να αφηγηθεί μια ιστορία με τον ομορφότερο δυνατό τρόπο, να εμφυσήσει στο είδος την αξιοπρέπεια που στερήθηκε από τις άσχημα γερασμένες προσφορές των κακών παιδιών της κωμωδίας, όπως ο Adam Sandler και ο Ben Stiller. Αν μη τι άλλο, αποδεικνύει πως όταν το κίνητρο δεν είναι η εκχυδαϊσμένη μπαλαφάρα, οι θεματικές της ιστορίας αρκούν για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή, πόσω μάλλον όταν είναι καλά δουλεμένες σεναριακά και παρουσιάζονται με μια διακριτική δόση σουρεαλισμού.
Η αντιστοιχία της προσωπικής κρίσης του πρωταγωνιστή Τόμας Ρόγκεν, του προπονητή ποδοσφαίρου, με την επαγγελματική κρίση της ομάδας που αναγκάζεται να αναλάβει, δεν είναι κάτι δυσνόητο για τον θεατή. Η ταινία μάλιστα επενδύει σε αυτές τις αναμενόμενες τακτικές χωρίς να διστάζει να τις επισημάνει, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα λόγια της Elisabeth Moss στον ρόλο της πρώην συζύγου που δηλώνει πως “δεν σε στείλαμε για να τους βοηθήσεις αλλά για να σε βοηθήσουμε”. Κοινώς, για ακόμα μια φορά είναι ο προπονητής αυτός που χρειάζεται να σωθεί, αλλά η ταινία του Waititi κερδίζει στην εκτέλεσή της.
Παρόλη την διάχυτη κόμικ διάθεση που χαρακτηρίζει ορισμένες σκηνές, άλλες καταφέρνουν να σκαλίσουν κάποιες συγκινητικά στοχαστικές στιγμές χάρη στους πραγματικούς χαρακτήρες που η ταινία κατορθώνει να σχεδιάσει. Κάτοικοι ενός νησιού ενωμένου υπό την κουλτούρα της θρησκείας και του θετικισμού, άλλοι είναι αφελείς, άλλοι απλά γαλήνιοι, αλλά όλοι έχουν μια υποβόσκουσα ευγένεια, κάπως εξιδανικευμένη μεν, λειτουργική για την αφηγηματική οικονομία της ιστορίας δε. Και η σημαντικότερη εξ αυτών η τρανς παίκτρια Τζάγια που υποδύεται η πρωτοεμφανιζόμενη Kaimana, η οποία καταλαμβάνει ένα σημαντικό κομμάτι της πλοκής χωρίς επιτηδεύσεις και, το κυριότερο, χωρίς να παρεκκλίνει την ταινία από την πραγματική ιστορία της σε έναν ιδανικό χειρισμό συμπερίληψης.
Παρά την καθαρή της κατάταξη ως κωμωδία, η ταινία δεν πιάνεται από τους χαρακτήρες της για να βγάλει γέλιο, αλλά από τις καταστάσεις και τις συγκρούσεις, όπως την αντιπαράθεση των δύο πολιτισμών και το απλό γεγονός πως οι παίκτες είναι υπερβολικά κακοί. Ο Waititi είναι πάντα αποτελεσματικός και τεχνικά και όσον αφορά τον κωμικό συγχρονισμό, με ακατάπαυστα γκαγκ που εστιάζουν στο ποδοσφαιρικό κομμάτι. Χάρη στη διεύθυνση φωτογραφίας, το φυσικό στοιχείο της Σαμόα μεγεθύνεται, είτε πρόκειται για βουνά, δάση ή παραλίες. Η μουσική του Michael Giacchino είναι αρκετά διακριτική αλλά επεμβαίνει ουσιαστικά όπου χρειάζεται. Το μεγάλο ατού της ταινίας φυσικά είναι ο σπουδαίος Michael Fassbender, που εναρμονίζεται στις κωμικές ανάγκες του συνόλου χωρίς να χάνει ποτέ τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την ερμηνεία του. Δυστυχώς το μεγάλο φάουλ έρχεται από τον ίδιο τον Taika Waititi, ο οποίος μην μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, εμφανίζεται σε δύο επίπονες σκηνές της ταινίας στον ρόλο ενός ιερέα, με την κακόγουστη ‘αστεία’ μανιέρα του (βλέπε “Free Guy”) σε πρώτο πλάνο.
Το “Ένα Γκολ για τη Νίκη” είναι μια ευχάριστη μικρή ταινία με μια ιστορία που ναι μεν τη γνωρίζουμε απ’ έξω κι ανακατωτά, αλλά διαθέτει ρυθμό, καλοσύνη, μικρή διάρκεια, και, το κυριότερο, είναι αστεία. Δηλαδή ένα είδος που έχει εξαφανιστεί από την πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή και, τηρουμένων των αναλογιών, δεν θα απογοητεύσει όποιον το αναζητά χωρίς να πρέπει να ανατρέξει στις θύμησες των παιδικών του χρόνων.
Βαθμολογία: