Ξαδέλφες και αχώριστες φίλες, η Ότουμν με τη Σκάιλαρ περνούν το επικίνδυνο στάδιο της εφηβείας στην επαρχιακή Πενσιλβάνια. Όταν η πρώτη μαθαίνει ότι είναι 10 εβδομάδων έγκυος, οι τοπικές αρχές τής αρνούνται την άμβλωση. Αφού περνάει το στάδιο ύποπτων χαπιών και χτυπημάτων στο στομάχι χωρίς επιτυχία, αποφασίζει να το εκμυστηρευτεί στην κολλητή της. Και μια και δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα, η Σκάιλαρ κλέβει από το κατάστημα που εργάζεται, και αγοράζει δύο εισιτήρια για να πάνε με λεωφορείο στη Νέα Υόρκη, όπου τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Σκηνοθεσία:
Eliza Hittman
Κύριοι Ρόλοι:
Sidney Flanigan … Autumn
Talia Ryder … Skylar
Theodore Pellerin … Jasper
Ryan Eggold … Ted
Sharon Van Etten … η μητέρα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Eliza Hittman
Παραγωγή: Lia Buman, Rose Garnett, Tim Headington, Sara Murphy, Alex Orlovsky, Elika Portnoy, Adele Romanski
Μουσική: Julia Holter
Φωτογραφία: Helene Louvart
Μοντάζ: Scott Cummings
Σκηνικά: Meredith Lippincott
Κοστούμια: Olga Mill
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Never Rarely Sometimes Always
- Ελληνικός Τίτλος: Ποτέ Σπάνια Μερικές Φορές Πάντα
- Εναλλακτικός Τίτλος: Never, Rarely, Sometimes, Always
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Μέγα βραβείο επιτροπής.
- Ειδικό βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ του Sundance.
Παραλειπόμενα
- Η Focus ήθελε η ταινία να βγει στις αίθουσες των ΗΠΑ, αλλά λόγω της πανδημίας την έβγαλε ως video-on-demand. Σε κάποιες όμως χώρες πήρε διανομή.
- Ντεμπούτο για τις δύο νεαρές πρωταγωνίστριες, Sidney Flanigan και Talia Ryder. Η Flanigan κέρδισε τον ρόλο ανάμεσα σε 100 υποψήφιες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/12/2020
Η Eliza Hittman εδώ, στην τρίτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική της δουλειά, είναι σαν να βγάζει από το σεντούκι ένα παλιότερο στιλ του λεγόμενου ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, που έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1990 και στις πρώτες ταινίες δημιουργών όπως ο Todd Solondz και ο Alexander Payne. Η διαφορά είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, εσκεμμένα, λόγω θεματολογίας, η Hittman επιλέγει να αφαιρέσει το χιούμορ από την οπτική των συγκεκριμένων σκηνοθετών και να κρατήσει την προσγειωμένη τους ματιά. Το τελικό αποτέλεσμα έχει μια αυθεντικότητα που δυστυχώς σπανίζει όλο και περισσότερο στο συγκεκριμένο κύκλωμα τα τελευταία χρόνια, λόγω της αγωνιώδους προσπάθειας πολλών πρωτοεμφανιζόμενων κινηματογραφιστών να αναδειχθούν ως νέοι Wes Anderson.
Ο προσγειωμένος ρεαλισμός τού ύφους είναι εντελώς ανεπιτήδευτος, και καθρεφτίζεται σε όλες τις παραμέτρους του φιλμ, από το σενάριο που είναι γραμμένο με γνώμονα την απλότητα, αλλά όχι την απλοϊκότητα, μέχρι τις ερμηνείες που αποφεύγουν επιδέξια τις υπερβολές και τις αχρείαστες εξάρσεις (υποδειγματική η εγκράτεια της πρωτοεμφανιζόμενης Sidney Flanigan, αλλά και η χαμηλόφωνη υποστήριξη της Talia Ryder αποδεικνύεται πολύτιμη για το σύνολο). Κι επιτέλους, κόντρα στα κλισέ, εμφανίζεται εδώ μια σκηνοθέτιδα που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη και δεν την κινηματογραφεί σαν αποσβολωμένος τουρίστας!
Η στάση που παίρνει το «Ποτέ Σπάνια Μερικές Φορές Πάντα» απέναντι στο ευαίσθητο θέμα του αρθρώνεται με έναν τρόπο που ζητά από τον θεατή να κάνει τους απαραίτητους συλλογισμούς μέσα από μια δεδομένη κατάσταση για να φτάσει στο συμπέρασμα που επιθυμεί να εξαχθεί. Πολύ ορθώς, δεν παραδίδει μασημένη τροφή. Το κενό βλέμμα της Flanigan ενώ αναγκάζεται να υφίσταται μια καθημερινότητα γεμάτη ταπείνωση και καταπίεση σε όλα τα μέτωπα, από το σπίτι μέχρι το σχολείο, τα λέει όλα, χωρίς επεξηγήσεις με δόσεις πολιτικοποιημένης ρητορείας που θα καθιστούσαν το τελικό αποτέλεσμα πιο συνειδητοποιημένο ιδεολογικά, αλλά ίσως αυτό να είχε και το κόστος μιας λιγότερο ανθρωποκεντρικής, άρα και πιο ψυχρής προσέγγισης. Και όταν σε μια πολύ κομβική σκηνή αποκαλύπτεται με σπαρακτικό τρόπο σε όλο το εύρος της η προσωπική τραγωδία της νεαρής Autumn της Flanigan, ξαφνικά δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να τοποθετήσει κανείς την απόφασή της στο σωστό ηθικά στρατόπεδο.
Εν ολίγοις, οι καταστάσεις μιλούν από μόνες τους. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος πως η ηρωίδα που δημιουργεί η Hittman είναι μια Mouchette για τον 21ο αιώνα, ένα πρόσωπο που φαινομενικά ζει σε περισσότερο προνομιούχους καιρούς, αλλά αντιμετωπίζει ανησυχητικά παρόμοιες προκλήσεις. Η Hittman ωστόσο είναι εμφανώς πιο αισιόδοξη από τον Bresson, εναποθέτοντας τις ελπίδες της στην καλοσύνη που μπορεί να εμφανιστεί σε μεμονωμένο βαθμό από άτομα. Κατά την ίδια, όσον αφορά τις ΗΠΑ τουλάχιστον, η επαρχία είναι ακόμη υπερβολικά βυθισμένη στο δηλητήριο της μισαλλοδοξίας, και η μεγαλούπολη επιβάλλει το απρόσωπο και το νοσηρό κοινωνικά σε αδυσώπητο βαθμό, άρα οι λύσεις σίγουρα δεν θα έρθουν από τις διαβρωμένες αξιακά δομές τους.
Η ξεκάθαρα φεμινιστική οπτική που επιλέγεται είναι ουσιαστική στο πώς εκφράζεται, καθώς και απαραίτητη μιας και ο φάκελος «άμβλωση» σπανίως έχει ανοιχτεί με ένα καθαρά γυναικοκεντρικό βλέμμα (θυμάται κανείς το εξαιρετικό κατά τα άλλα «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες & 2 Μέρες» το οποίο όμως παρατηρεί τις ηρωίδες, δεν μπαίνει στην ψυχοσύνθεσή τους). Αν υπάρχει κάποιο παράπονο εδώ, αυτό ίσως βρίσκεται στο γεγονός πως η εσκεμμένη ελλειπτικότητα του σεναρίου, αν κι εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη γραμμή ρεαλισμού, ταυτόχρονα αφήνει κάποια κενά, κυρίως όσον αφορά την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Όμως σχετικά με τη συνολική εικόνα, το «Ποτέ Σπάνια Μερικές Φορές Πάντα» είναι μια γενναιόδωρη δόση πραγματικά ανεξάρτητου σε νοοτροπία αμερικάνικου σινεμά, ένα κοινωνικό δράμα που στέκεται με ειλικρίνεια πάνω από το αντικείμενο που μελετά, και που αφουγκράζεται με κατανόηση μια κατηγορία νεαρών γυναικών που, ακόμη κι εν έτει 2020, μοιάζει να μην έχει βρει την εκπροσώπηση και τον σεβασμό που της αξίζει στον δημόσιο λόγο.
Βαθμολογία: