Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα
- Werk ohne Autor
- Never Look Away
- 2018
- Γερμανία
- Γερμανικά, Ρωσικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Έπος, Εποχής, Πολιτική
- 10 Οκτωβρίου 2019
Ένας νεαρός καλλιτέχνης, ο Κουρτ Μπάρνετ, δραπετεύει στη Δυτική Γερμανία. Παρόλα αυτά, ακόμα τον στοιχειώνουν οι μνήμες από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, σε μια περίοδο όπου οι ναζί κι έπειτα οι ανατολικογερμανοί εξουσίαζαν. Όταν συναντά τη φοιτήτρια Έλι, πείθεται ότι μόλις γνώρισε τον έρωτα της ζωής του. Ξεκινάει τότε να ζωγραφίζει πίνακες, οι οποίοι δεν αντικατοπτρίζουν μονάχα τις προσωπικές του εμπειρίες, αλλά και το τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς.
Σκηνοθεσία:
Florian Henckel von Donnersmarck
Κύριοι Ρόλοι:
Tom Schilling … Kurt Barnert
Sebastian Koch … καθηγητής Carl Seeband
Paula Beer … Ellie Seeband
Saskia Rosendahl … Elisabeth May
Oliver Masucci … καθηγητής Antonius van Verten
Ina Weisse … Martha Seeband
Rainer Bock … Δρ Burghart Kroll
Johanna Gastdorf … Malvine
Jeanette Hain … Waltraut Barnert
Hinnerk Schonemann … Werner Blaschke
Hans-Uwe Bauer … καθηγητής Horst Grimma
Lars Eidinger … Heiner Kerstens
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Florian Henckel von Donnersmarck
Παραγωγή: Quirin Berg, Florian Henckel von Donnersmarck, Jan Mojto, Christiane Henckel von Donnersmarck, Max Wiedemann
Μουσική: Max Richter
Φωτογραφία: Caleb Deschanel
Μοντάζ: Patricia Rommel
Σκηνικά: Silke Buhr
Κοστούμια: Gabriele Binder
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Werk ohne Autor
- Ελληνικός Τίτλος: Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα
- Διεθνής Τίτλος: Never Look Away
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Work Without Author [ΗΠΑ]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ φωτογραφίας και ξενόγλωσσης ταινίας (Γερμανία).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
- Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Oliver Masucci) στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τη ζωή του ζωγράφου Gerhard Richter, όπως ο δημιουργός την οραματίστηκε μέσα από ένα εκτενές άρθρο του Jurgen Schreiber. Ήταν συγκεκριμένα ένας πίνακας του, το Aunt Marianne, που εκκίνησε την έμπνευση για τον Florian Henckel von Donnersmarck, μια και αφορούσε μια θεία του καλλιτέχνη που είχε δολοφονηθεί από τους ναζί επειδή έπασχε από σχιζοφρένια. Το ίδιο άρθρο αποκάλυπτε ότι ο πεθερός του ζωγράφου ήταν υψηλόβαθμο μέλος των SS και υπεύθυνος για πάνω από 900 στειρώσεις γυναικών που δεν κρίνονταν ιδανικές για αναπαραγωγή.
- Ο κινηματογραφιστής Caleb Deschanel ήταν ο μόνος που δεν μιλούσε γερμανικά από όλο το επιτελείο. Για να έχει επίγνωση όσων έβλεπε με την κάμερα, είχε αποστηθίσει στα αγγλικά όλο το σενάριο.
- Την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας ακολούθησε όρθιο χειροκρότημα επί 13 λεπτά, και ακολούθως η ταινία ήρθε στην πρώτη θέση ανάμεσα στις προτιμήσεις του κοινού.
- Από τα 9 εκατομμύρια των εισπράξεων, τα 1,3 αποσπάστηκαν από τα αμερικανικά ταμεία. Έγινε έτσι η 15η μόλις γερμανική ταινία που πέρασε το όριο του ενός εκατομμυρίου δολαρίων στις ΗΠΑ.
- Με κόστος 18 εκατομμύρια ευρώ, έγινε μία από τις ακριβότερες γερμανικές παραγωγές όλων των εποχών.
- Χρειάστηκαν να περάσουν 36 χρόνια (μετά το Το Υποβρύχιο), για να βρεθεί ξανά γερμανική ταινία υποψήφια σε πάνω από μία οσκαρική κατηγορία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/10/2019
Η πιο φιλόδοξη δημιουργία του Florian Henckel von Donnersmarck μέχρι σήμερα, δυστυχώς δεν είναι και η καλύτερή του, παρόλο που θα μπορούσε με μια διαφορετική προσέγγιση να ξεπεράσει ακόμη και τον πανύψηλο πήχη που έθεσαν οι «Ζωές των Άλλων». Αυτό δεν σημαίνει πως το «Μην Χαμηλώνεις το Βλέμμα» δεν είναι αξιόλογο από την αρχή μέχρι το τέλος. Ενδεικτικό της ποιότητάς του άλλωστε είναι το πόσο ευχάριστα κυλάει η αφήγηση σε μια διάρκεια άνω των τριών ωρών.
Ως αξιοθαύμαστη μπορεί να αξιολογηθεί και η επιμονή του σεναρίου να εστιάσει στο προσωπικό και το ανθρώπινο, παρά τον επικό χαρακτήρα της ιστορίας, καθιστώντας το σύνολο ως κάτι παραπάνω από μια αποστασιοποιημένη συναισθηματικά παραγωγή μεγάλου βεληνεκούς που επιμένοντας στη μεγάλη εικόνα αμελεί τη λεπτομέρεια. Ιδιαίτερα επιτυχημένη είναι η απεικόνιση της εσωτερικής καλλιτεχνικής αναζήτησης του πρωταγωνιστή, εκπέμπει κάτι γνήσιο κι επουσιώδες στον πυρήνα της και αποτυπώνεται με μια ευαισθησία ξεκάθαρα ευρωπαϊκού τύπου. Ο ελευθεριακός τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η σεξουαλικότητα στο φιλμ «σπάει» τη μυρωδιά ακαδημαϊκότητας που αναδίδει αρκετές φορές σαν κατασκευή και σαν νοοτροπία το σύνολο. Ενδιαφέρον και το πώς γίνεται η σύγκριση μεταξύ κομμουνιστικού και ναζιστικού καθεστώτος, καθώς γίνεται η χρονική μετάβαση από τη χιτλερική Γερμανία στη ΛΔΓ, μιας κι εντοπίζονται ομοιότητες, αλλά δεν επιχειρείται εξίσωση.
Παρόλα αυτά τα αξιόλογα στοιχεία, η ταινία έχει προβλήματα που την εμποδίζουν από το να αγγίξει πραγματικά μεγάλα ύψη. Ίσως το πιο σημαντικό ψεγάδι αποτελεί το ότι η πλοκή σε πολλά σημεία φλερτάρει επικίνδυνα με τη σαπουνόπερα. Πολλές συμπτώσεις και τραγικές ειρωνείες μαζεμένες, συχνά με τρόπο άκομψο, αλλά και μια τάση προς τον μελοδραματισμό που εντείνεται από την υπερεμφατική χρήση της μουσικής, κάνουν το σύνολο να παρεκτρέπεται προς τη «χοντράδα», ενώ δεν του αξίζει μια τέτοια μοίρα. Υπάρχουν και κάποιες χολιγουντιανού τύπου πινελιές που ξεχωρίζουν γιατί φαντάζουν ως ξένο σώμα με την κατά τα άλλα εγκρατή φυσιογνωμία του φιλμ, όπως για παράδειγμα η αβανταδόρικη σχέση μεταξύ του κεντρικού ήρωα με έναν εκκεντρικό και κρυψίνο καθηγητή. Όλα αυτά δεν βλάπτουν ανεπανόρθωτα την αξία του τελικού προϊόντος, καταλήγουν όμως να είναι αρκετά για να μην το αφήσουν να απογειωθεί στο σημείο που θα επιθυμούσε δεδομένων των προθέσεών του. Όπως και να έχει, σίγουρα πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτα πολυσύνθετη κατασκευή, από την οποία παρελαύνουν πάρα πολλές θεματικές (καλλιτεχνικό όραμα, παιδικό τραύμα, απολυταρχισμός, άτομο εναντίον συστήματος, χάσμα γενεών κι άλλες), κάποιες πιο ανεπτυγμένες από άλλες, όλες όμως ενταγμένες με αρμονία σε έναν ενιαίο σεναριακό ιστό που καταφέρνει να χωρέσει αρκετά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη.
Κρίμα λοιπόν που το αποτέλεσμα δεν προχωρά όσο θα έπρεπε στην ενδοσκόπηση του πρωταγωνιστή της, ψάχνοντας το μεγαλείο περισσότερο σε μια πιστή αναπαράσταση της εποχής ή στο πέρασμα του κινηματογραφικού χρόνου και στην εναλλαγή τόπων. Για να λέγεται η αλήθεια, πάντως, η ευσυγκίνητη μερίδα του κοινού ενδέχεται να συγχωρήσει πολλά από τα παραπτώματα τα οποία αποδίδονται στον von Donnersmarck, πολύ απλά γιατί η συναισθηματική φόρτιση πραγματικά πιάνει υψηλές εντάσεις σε ουκ ολίγα σημεία. Ωστόσο, παρά αυτήν την ιδιότητά του, το «Μην Χαμηλώνεις το Βλέμμα» δεν είναι επιδερμικό. Διαθέτει μπόλικο ψυχαναλυτικό «ψωμί» πίσω από τις κινήσεις των κύριων χαρακτήρων, όπως και μια διάθεση να μιλήσει αλληγορικά (η πορεία του πρωταγωνιστή προς την ανακάλυψη του εαυτού του έχει αρκετούς παραλληλισμούς με τον δρόμο της Γερμανίας προς την εθνική αυτοσυνειδησία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Επίσης υπάρχει μια ρευστή αφηγηματική αίσθηση η οποία παραπέμπει σε όνειρο, κάτι που εντείνεται και από τα παστέλ χρώματα της φωτογραφίας του Caleb Deschanel.
Σε γενικές γραμμές, παρά τις επιμέρους ενστάσεις που μπορεί να προκύψουν από διάφορες δημιουργικές επιλογές που γίνονται εδώ, πρόκειται για σινεμά που γοητεύει, πρωτίστως γιατί έχει το θάρρος να στοχεύσει ψηλά, ακόμη κι αν δεν είναι όλα τα βήματά του απολύτως επιτυχημένα.
Βαθμολογία: