Το τηλεοπτικό δίκτυο UBS προσπαθεί να ανταγωνιστεί μάταια τα υπόλοιπα δίκτυα που το ξεπερνούν σε θεαματικότητα. Σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση για τα χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης, απολύεται ο παρουσιαστής των νυχτερινών ειδήσεων Χάουαρντ Μπιλ, ο οποίος δεν είναι πια ανταγωνιστικός μετά από τις προσωπικές δυστυχίες που τον έχουν βρει. Ο Χάουαρντ βγαίνει μπροστά στην κάμερα, ανακοινώνει την απόλυσή του και δηλώνει ξεκάθαρα ότι σκοπεύει να αυτοκτονήσει. Το δίκτυο παίρνει φωτιά, η θεαματικότητα ανεβαίνει κατακόρυφα, την ίδια στιγμή που ξεκινά ένας ανελέητος αγώνας βασισμένος στις ψυχώσεις του παρουσιαστή και την παράνοια της τηλεόρασης, με μοναδικό σκοπό το κέρδος.
Σκηνοθεσία:
Sidney Lumet
Κύριοι Ρόλοι:
Faye Dunaway … Diana Christensen
William Holden … Max Schumacher
Peter Finch … Howard Beale
Robert Duvall … Frank Hackett
Wesley Addy … Nelson Chaney
Ned Beatty … Arthur Jensen
Beatrice Straight … Louise Schumacher
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paddy Chayefsky
Παραγωγή: Howard Gottfried
Μουσική: Elliot Lawrence
Φωτογραφία: Owen Roizman
Μοντάζ: Alan Heim
Σκηνικά: Philip Rosenberg
Κοστούμια: Θεώνη Βαχλιώτη
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Network
- Ελληνικός Τίτλος: Το Δίκτυο
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Peter Finch), πρώτου γυναικείου ρόλου (Faye Dunaway), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Beatrice Straight) και αυθεντικού σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (William Holden), δεύτερο αντρικό ρόλο (Ned Beatty), φωτογραφία και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Peter Finch) σε δράμα, πρώτου γυναικείου ρόλου (Faye Dunaway) σε δράμα, και σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα).
- Βραβείο Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Peter Finch). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (William Holden), πρώτο γυναικείο ρόλο (Faye Dunaway), δεύτερο αντρικό ρόλο (Robert Duvall), σενάριο, μοντάζ και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Ο Chayefsky επηρεάστηκε άμεσα από την πρώτη “ζωντανή” αυτοκτονία τηλεπαρουσιαστή το 1974. Ήταν η ρεπόρτερ Christine Chubbuck που σόκαρε τον ακροατήριο της πυροβολώντας τον εαυτό της.
- Η United Artists αρνήθηκε να αναλάβει το φιλμ, θεωρώντας το πολύ αμφιλεγόμενο. Όταν η Metro-Goldwyn-Mayer ανάλαβε την παραγωγή, η United Artists επανήλθε για να γίνει συμπαραγωγός, κάτι και που επετεύχθη.
- Ο Chayefsky σκέφτονταν για τον επίμαχο ρόλο του Χάουαρντ Μπιλ κάποιον ανάμεσα στους: Henry Fonda, Cary Grant, James Stewart και Paul Newman. Ο Lumet ήθελε συγκεκριμένα τον Fonda, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τον ρόλο στη συνέχεια αρνήθηκαν και οι George C. Scott, Glenn Ford και William Holden, ενώ από τη λίστα υποψηφίων πέρασαν και οι Walter Matthau, Gene Hackman. Η δε Dunaway είχε προτείνει τον Robert Mitchum.
- Για τον ρόλο της Νταϊάνα, ο σεναριογράφος πρότεινε τις Candice Bergen, Ellen Burstyn και Natalie Wood, ενώ το στούντιο προτιμούσε κάποια ανάμεσα στις Kay Lenz, Diane Keaton, Marsha Mason και Jill Clayburgh.
- Το 2017, μεταφέρθηκε ως θεατρικό στο Λονδίνο, με τον Bryan Cranston να κάνει το ντεμπούτο του σε θέατρο της Βρετανίας.
- Μπορεί ο Peter Finch να κέρδισε το Όσκαρ, αλλά έγινε ταυτόχρονα και ο πρώτος που το πετυχαίνει μετά θάνατον. Η χήρα του, Eletha Finch, και ο σεναριογράφος Paddy Chayefsky ήταν αυτοί που παρέλαβαν το αγαλματάκι αντί αυτού.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 12/9/2017
Η τηλεόραση, τουλάχιστον στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δεν έχει απλώς ξεπροβάλλει ως το αντίπαλο δέος του κινηματογράφου, φιλοξενώντας ολοένα και περισσότερες παραγωγές υψηλού κόστους και καλλιτεχνικού οράματος. Παραγωγές τις οποίες θα ζήλευε -και μάλλον ζηλεύει- ο αμερικανικός mainstream κινηματογράφος, που δείχνει να περιορίζεται σε ταινίες βασισμένες σε πραγματικές ιστορίες και σε κουρασμένες υπερηρωικές παραγωγές. Με άλλα λόγια, στη μητρόπολη του κινηματογράφου, η μυθοπλασία τείνει να γίνει υπόθεση λιγότερων ιντσών.
Δίχως να αμφισβητεί κανείς τα σύγχρονα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της τηλεόρασης, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί αν αυτή η μετατόπιση ενέχει κινδύνους. Η θέση της τηλεόρασης στην ατζέντα της προπαγάνδας υπήρξε πάντοτε περίοπτη. Από όλα τα μέσα μαζικής καταστροφής άλλωστε, η τηλεόραση ίσως και να είναι το ισχυρότερο. Αυτό ισχυρίζεται τουλάχιστον ο Σίντνεϊ Λιούμετ (και ο Πάντι Τσαγιέφσκι ως σεναριογράφος) στο θρυλικό πια «Δίκτυο», που παρουσίασε με κρυστάλλινη ματιά μια στυγνή και απάνθρωπη αλήθεια.
Το ισχυρότερο εμπόρευμα της τηλεόρασης είναι ο άνθρωπος και η μεγαλύτερη της αγορά η συλλογική συνείδηση. Ένας μεσήλικας εκφωνητής δελτίου ειδήσεων – ιστορική η ερμηνεία του Πίτερ Φιντς– μαθαίνει ότι πρόκειται να απολυθεί. Η απόγνωσή του τον οδηγεί στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και τον μετατρέπει σε ιλαροτραγικό προφήτη. Εκφωνεί τους δυστοπικούς λόγους του κατά τη διάρκεια των δελτίων με αποτέλεσμα να αποτελεί πια ένα κερδοφόρο προϊόν για το κανάλι, καθώς το κοινό δείχνει να απολαμβάνει τον «αποτρελαμένο» δημοσιογράφο. Η απόλυσή του λοιπόν αποσύρεται από το μυαλό των ιθυνόντων που αρχίζουν να αναζητούν τον πιο επικερδή τρόπο να εκμεταλλευτούν την απρόσμενη αυτή εξέλιξη.
Η διευθύντρια προγράμματος του καναλιού, που ενσαρκώνει η Φέι Νταναγούει, παρουσιάζεται σαν μια αδίστακτη, σκληρή επαγγελματίας που, εξαιτίας της παντελούς έλλειψης αναστολών, μπορεί να βρει τη μέθοδο μεγιστοποίησης της ακροαματικότητας, όσο απάνθρωπη και αν είναι αυτή. Ο διευθυντής του τμήματος ειδήσεων (Γουίλιαμ Χόλντεν), παλιός στο χορό της τηλεοπτικής φρενίτιδας, λειτουργεί σαν αντιστάθμισμά της, καθώς βλέπει τον τομέα του να καθίσταται παρωχημένος αλλά ο ανένδοτος αγώνας του να τον προστατεύσει δεν είναι απαλλαγμένος ηθικών φραγμών.
Πάνω από όλους τους χαρακτήρες δεσπόζει ο απόλυτος κυρίαρχος. Ο καναλάρχης, απρόσωπος και αδιάφορος, σαν Θεός βγαλμένος από τους χειρότερους εφιάλτες του ανθρώπου. Βρίσκεται εκεί για να ελέγξει αν πληρούνται τα κριτήρια αποδοτικότητας των τμημάτων και των ανθρώπων που τα αποτελούν. Αν δεν λαμβάνει την ωφέλεια που επιθυμεί, προχωράει στις απαραίτητες αλλαγές, λογαριάζοντας μόνο αριθμούς. Και εκεί είναι το σημείο που καταλαβαίνει κανείς ότι η ταινία αφηγείται μια ιστορία που υπερβαίνει κατά πολύ τα τηλεοπτικά άδυτα.
Στην πρώτη της προβολή, η ταινία είχε εκληφθεί ως μια δυναμική σάτιρα της κατάστασης στην αμερικανική τηλεόραση. Και είναι από τη μια μεριά λογικό, καθώς είναι τόσο σαρωτική η παρουσία του κυνισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ που η ερμηνεία του μέσω κωμικών εργαλείων είναι από τη μία μεριά επιτρεπτή. Σε αυτό συνηγορεί και η υπερβολή στην οποία βασίστηκε ο Λιούμετ. Οι χαρακτήρες συνεχώς ωρύονται, η τροπή της πλοκής είναι εν πολλοίς αναπάντεχη και υπάρχει ένα συνεχές αίσθημα ότι αυτά που παρακολουθεί ο θεατής δεν μπορεί να συμβούν στην πραγματικότητα.
Στην ουσία όμως, η ταινία αποτελεί προφητική κατάθεση της δυστοπίας που θα ακολουθούσε. Και σήμερα δεν μοιάζει καθόλου κωμική. Μοιάζει σχεδόν ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση της αλήθειας. Η στιβαρή σκηνοθεσία του Λιούμετ καταφέρνει να συνδυάσει ιδανικά την αίσθηση της υπερβολής με το ζοφερό κλίμα. Δημιουργεί μια πνιγηρή ατμόσφαιρα για το θεατή, που υπηρετεί πιστά και τολμηρά τη σκέψη του Τσαγιέφσκι και όλες τις φρικώδεις οδούς που αυτή διαβαίνει. Στο σενάριο δεσπόζουν οι διάλογοι, αλλά και ένας κλασικός πλέον μονόλογος του Φιντς, που το κάνουν να μοιάζει με πρότυπο για όλα τα δημιουργήματα του Άαρον Σόρκιν.
Είναι ειρωνικό μια ταινία που τοποθετεί στο κέντρο της έναν τηλεοπτικό προφήτη να είναι η ίδια ένα από τα πιο προφητικά δημιουργήματα του αμερικανικού κινηματογράφου. Αυτό όμως είναι και το μεγαλείο της. Ο Λιούμετ δε χαρίζεται σε κανέναν χαρακτήρα, μα ούτε και στο κοινό. Εμπιστεύεται για μία ακόμη φορά το οξύτατο πολιτικό του αισθητήριο και δικαιώνεται απόλυτα. Η απύθμενη σκληρότητα του τηλεοπτικού κόσμου, η ανίκητη φτήνια του και η αποβλακωμένη οντότητα που λέγεται τηλεοπτικό κοινό, όλα υπάρχουν εδώ. Και, δυστυχώς, καθ’ ομοίωση της πραγματικότητας.
Βαθμολογία: