Σκοτεινό Ποτάμι
- Mystic River
- 2003
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Μυστηρίου
- 20 Φεβρουαρίου 2004
Σε μια αμερικανική κωμόπολη του Νότου, τρία παιδιά μεγαλώνουν παίζοντας παρέα, μέχρι το σημείο που ο ένας τους απάγεται από βιαστές, και ενώ δραπετεύει, παρά τα φαινόμενα, τίποτα δεν είναι πλέον ίδιο. Μετά από αρκετά χρόνια στην ίδια κωμόπολη, η κόρη του ενός, του Τζίμι, βρίσκεται δολοφονημένη, και την υπόθεση θα αναλάβουν δύο άντρες από την αστυνομία της πολιτείας. Ανάμεσα τους ο Σον (ο δεύτερος της παρέας), που εγκατέλειψε χρόνια την πόλη για να καταταχτεί στο σώμα. Ο τρίτος, ο Ντέιβ (το θύμα του βιασμού), έχει εξελιχτεί σε υποδειγματικό οικογενειάρχη, αλλά κάποια στοιχεία τον φέρνουν από νωρίς ως ύποπτο για το στυγερό έγκλημα.
Σκηνοθεσία:
Clint Eastwood
Κύριοι Ρόλοι:
Sean Penn … Jimmy Markum
Tim Robbins … Dave Boyle
Kevin Bacon … Sean Devine
Laurence Fishburne … Whitey Powers
Marcia Gay Harden … Celeste Boyle
Laura Linney … Annabeth Markum
Tom Guiry … Brendan Harris
Emmy Rossum … Katie Markum
Spencer Treat Clark … Silent Ray Harris
Kevin Chapman … Val Savage
Kevin Conway … Theo Savage
Jenny O’Hara … Esther Harris
Cayden Boyd … Michael Boyle
Ari Graynor … Eve Pigeon
Eli Wallach … Κος Loonie
John Doman … ο οδηγός
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Brian Helgeland
Παραγωγή: Clint Eastwood, Judie Hoyt, Robert Lorenz
Μουσική: Clint Eastwood
Φωτογραφία: Tom Stern
Μοντάζ: Joel Cox
Σκηνικά: Henry Bumstead
Κοστούμια: Deborah Hopper
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Mystic River
- Ελληνικός Τίτλος: Σκοτεινό Ποτάμι
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Mystic River του Dennis Lehane.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Sean Penn) και δεύτερου αντρικού ρόλου (Tim Robbins). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Marcia Gay Harden) και διασκευασμένο σενάριο.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Sean Penn) σε δράμα, και δεύτερου αντρικού ρόλου (Tim Robbins). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία σκηνοθεσία και σενάριο.
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Sean Penn), δεύτερου αντρικού ρόλου (Tim Robbins), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Laura Linney) και σεναρίου.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο σκηνοθέτης δήλωσε πως οι τρεις πρωταγωνιστές ήταν και οι αρχικές του επιλογές. Παρόλα αυτά, ήταν ο Michael Keaton που πήρε αρχικά τον ρόλο του Σον, κι ενώ προετοιμάζονταν για τα γυρίσματα, έμπλεξε σε μεγάλο καβγά με τον Eastwood, και έφυγε.
- Ο Forest Whitaker ήταν η πρώτη επιλογή για τον Γουάιτι, αλλά δεν συμφωνούσε το πρόγραμμα του.
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο για την Ari Graynor.
- Ο πρώην διευθυντής του φεστιβάλ των Κανών, Thierry Fremaux, συνήθιζε να λέει ότι εάν του έμεινε κάποια κακή στιγμή από τη θητεία του, ήταν που αυτή η ταινία δεν απέσπασε κανένα βραβείο.
- Ο συγγραφέας Dennis Lehane βρίσκεται ευδιάκριτα ανάμεσα στο κοινό, στη σκηνή της παρέλασης.
- Ο παλιός συμπρωταγωνιστής του σκηνοθέτη στο Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος, ο Eli Wallach, υποστήριξε ότι γύρισε τη σκηνή του σε μία λήψη, και δίχως καμία υπόδειξη από τον Eastwood, ο οποίος του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
- Η Warner πίεζε τον Eastwood να κάνει τα γυρίσματα στο Τορόντο, ώστε να χαμηλώσει το μπάτζετ. Ο σκηνοθέτης όμως πίεσε κι αυτός με τη σειρά του, και όλα όσα βλέπουμε είναι στη Βοστόνη, όπου και η πλοκή τοποθετείται.
- Η προηγούμενη φορά που είχαν βρεθεί ξανά σε ταινία ο Sean Penn και Tim Robbins ήταν για το Θα Ζήσω (1995). Η σύμπτωση ήταν πως εκεί ήταν αμφότεροι υποψήφιοι για Όσκαρ, κι ενώ εδώ τιμήθηκαν επιπλέον, και για πρώτη τους φορά.
- Γυρίστηκε μέσα σε 39 ημέρες, με προϋπολογισμό 30 εκατομμύρια δολάρια. Από τα ταμεία έβγαλε 156.6.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Πρώτη ταινία που το όνομα του Eastwood αναγράφεται ως συνθέτης.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 18/7/2019
Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα (Ντένις Λιχέιν) σε μία εξίσου καλή μεταφορά (Μπάιαν Χέλγκελαντ), από έναν σκηνοθέτη που ενώ έχει υπηρετήσει στο παρελθόν την αστυνομική περιπέτεια, γερνώντας (σαν σκηνοθέτης πλέον) διακρίνεται για τη σοβαρότητα με την οποία χειρίζεται τα θέματα του, αποστερώντας από την αστυνομική ιστορία την περιττή δράση που παλιότερα τον διέκρινε.
Ο τόπος δράσης δεν είναι τυχαίος (αμερικανικός Νότος), και το ψυχόδραμα αναπτύσσεται με τους εκεί κοινωνικούς όρους, όπου η αστυνομία δεν έχει άμεση δικαιοδοσία, αφού οι ντόπιοι εμπιστεύονται πρώτα την αυτοδικία και τους εσωτερικούς τους κανόνες. Όλο αυτό το πεδίο θυμίζει πολλά από αυτό της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, και ο Ίστγουντ δεν το κρύβει σε κανένα σημείο της ταινίας. Οι ήρωες είναι δέσμιοι ενοχών, μπλοκαρισμένων συνειδήσεων, οι αδελφικές σχέσεις προσφέρονται για θανάσιμες ειρωνείες της μοίρας, τα γεγονότα δεν συμβαίνουν από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά χτίζονται λιθάρι-λιθάρι από το πρώτο κιόλας «στραβό» της ζωής των ηρώων.
Ο ρυθμός της ταινίας, βοηθούμενος από τη διακριτικά μουντή και γαλάζια φωτογραφία του Τομ Στερν, είναι ελεγειακός, αλλά δεν κουράζει σε κανένα σημείο. Είναι άλλωστε καθαρά αμερικανικός, μακριά από τον ευρωπαϊκού τύπου σινεφιλισμό που προδιαθέτει μια λέξη όπως το «ελεγεία». Αντί αυτού, σε αφήνει να «απολαύσεις» τις εξελίξεις (και να δουλέψεις τον εσωτερικό σου διάλογο), χωρίς να σου επιβάλει κάποια δική του φόρμα ή ψυχολογικό εκβιασμό μέσω των χαρακτήρων, θέτοντας και το μυστήριο σε παράλληλη βάση, ώστε να μην επιβληθεί απόλυτα στο δράμα. Αυτή η τακτική, του να σ’ αφήσει θεατή-ένορκο και όχι συμμέτοχο-συνένοχο, είναι που κάνει τη δημιουργία τόσο ορθή, που δεν ξεχνιέται μετά τη θέαση της. Μαζί, σε αφήνει να απολαύσεις ερμηνείες, με τους ρόλους να έρχονται σε συνεχή τριβή αλλά κι αρμονική συνύπαρξη, και τους χαρακτήρες να γίνονται πιόνια της μοίρας που έχουν προδιαγράψει, προς ένα ολικό τους «ξεζούμισμα» κατά το φινάλε.
Ο Ίστγουντ περιπλέκει το ύφος του Μπερντ (1988) και των Ασυγχώρητων του 1992 (όντας οι δύο ως τότε πιο ολοκληρωμένες του σκηνοθετικές δουλειές), παίρνοντας το στυλ του πρώτου και τη ροή του δεύτερου, και πετυχαίνει στον τομέα του μυστηρίου όλα όσα απέτυχε να δώσει με το Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού (1997). Φυσικά και τον βοηθάει και το έτοιμο κείμενο, αλλά τον αισθάνεσαι τον δημιουργό ολούθε, κυριότερα δε στον έλεγχο του υλικού. Μια γερή αμερικανική ταινία που εύκολα μπορεί να γοητεύσει έναν ακαδημαϊκό των Όσκαρ, έναν αυστηρό κριτικό, αλλά κι έναν απλό θεατή που θέλει απλά κάτι καλό για το βράδυ του.
Βαθμολογία: