
Δυο νεαροί γιαπωνέζοι τουρίστες ακούν γουόκμαν καθώς το τρένο διασχίζει το Μέμφις. Το κορίτσι λατρεύει τον Έλβις Πρίσλεϊ, το αγόρι θεωρεί σπουδαιότερο τον Καρλ Πέρκινς. Οι δυο έφηβοι οδηγήθηκαν στην Αμερική, θέλοντας να επισκεφτούν τα στούντιο της μυθικής εταιρίας Sun Records όπου γεννήθηκε η ροκ-εντ-ρολ. Μένουν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Εκεί θα περάσει τη νύχτα και μια γυναίκα μαζί με τις στάχτες του άντρα της, μια κοπέλα που μόλις χώρισε, ενώ στην άλλη άκρη της πόλης μια παρέα μεθυσμένων μπλέκει σε φασαρίες.
Σκηνοθεσία:
Jim Jarmusch
Κύριοι Ρόλοι:
Masatoshi Nagase … Jun
Yuki Kudo … Mitsuko
Screamin’ Jay Hawkins … ο ρεσεψιονίστ
Cinque Lee … γκρουμ
Nicoletta Braschi … Luisa
Elizabeth Bracco … Dee Dee
Joe Strummer … Johnny ‘Elvis’
Rick Aviles … Will Robinson
Steve Buscemi … Charlie
Vondie Curtis-Hall … Ed
Tom Waits … ραδιοφωνικός D.J (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jim Jarmusch
Παραγωγή: Jim Stark
Μουσική: John Lurie
Φωτογραφία: Robby Muller
Μοντάζ: Melody London
Σκηνικά: Dan Bishop
Κοστούμια: Carol Wood
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Mystery Train
- Ελληνικός Τίτλος: Μίστερι Τρέιν
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο καλλιτεχνικής συμβολής.
Παραλειπόμενα
- Οι ιστορίες της τρίπτυχης ανθολογίας του Jim Jarmusch έχουν τους τίτλους: Far from Yokohama, A Ghost και Lost in Space.
- Τα 2,8 εκατομμύρια δολάρια για το μπάτζετ χορηγήθηκαν από την ιαπωνική εταιρία ηλεκτρονικών ειδών JVC, και ήταν τα περισσότερα που είχε ως τότε στη διάθεση του ο Jarmusch. Η εταιρία έδειξε ενθουσιασμό για τη συμμετοχή της, ακόμα κι αν ο σκηνοθέτης διατηρούσε τον απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο, συνεχίζοντας να χρηματοδοτεί τον Jarmusch και στις τρεις επόμενες ταινίες του.
- Έγχρωμη ταινία για τον Jarmusch μετά από δύο ασπρόμαυρες, και δεύτερη έγχρωμη συνολικά μετά την πρωτόλεια του.
- Το σενάριο γράφτηκε υπό τον τίτλο One Night in Memphis. Ο δημιουργός όμως δεν είχε δει ποτέ ακόμα από κοντά τη συγκεκριμένη πόλη.
- Ο ρόλος του Τζόνι γράφτηκε ειδικά για τον Joe Strummer, μέλος των The Clash, αγαπημένο συγκρότημα του δημιουργού.
- Ο θρυλικός μουσικός Screamin’ Jay Hawkins ήταν διστακτικός να πάρει ρόλο ηθοποιού, αλλά αποδέχτηκε τον ρόλο ειδικά για τον Jarmusch.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το τραγούδι Blue Moon με τη φωνή του Elvis Presley χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος για τις ιστορίες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/3/2020
Υπάρχει μια ομάδα κινηματογραφιστών στις ΗΠΑ, κινούμενη κυρίως στις παρυφές του αποκαλούμενου ανεξάρτητου κυκλώματος, που έχει διαχρονικά επιδείξει μια αφοσίωση σε ένα προσωπικό, καθαρά ιδιοσυγκρασιακό σινεμά, κόντρα στις εφήμερες μόδες που μπορεί να εμφανίζονται από καιρού εις καιρόν. Ο Jim Jarmusch σίγουρα ανήκει σε αυτό το ευρύτερο γκρουπ, έχοντας ταυτόχρονα κι ένα εντυπωσιακά θετικό ισοζύγιο μεταξύ καλλιτεχνικών επιτυχιών και αποτυχιών.
Το «Μίστερι Τρέιν» συχνά συγκαταλέγεται, αδίκως, στις ελάσσονες στιγμές του συγκεκριμένου αμερικανού δημιουργού. Έστω κι αν δεχθεί κανείς πως το συγκεκριμένο φιλμ δεν διαθέτει την υποβλητική ατμόσφαιρα και το αλληγορικό μεγαλείο ενός «Νεκρού» ή -τουλάχιστον, όχι στον ίδιο βαθμό- τον γήινο λυρισμό ενός «Paterson», υπάρχουν τόσες αρετές και τόση συμπυκνωμένη αυθεντικότητα εντός του, ώστε να είναι αδύνατο να μη συναισθανθεί ο θεατής το ότι ακόμη και αυτή η φαινομενικά μικρού βεληνεκούς δημιουργία έχει μια βαριά προσωπική σφραγίδα. Πρόκειται για έναν άκρως τρυφερό φόρο τιμής σε όλα αυτά που συνιστούν την αγαθή (και όχι την ύπουλη, από οποιαδήποτε άποψη) πλευρά της γοητείας του ευρύτερου αμερικάνικου μύθου, από τους ρυθμούς της επαρχίας εκεί μέχρι την εγχώρια ποπ κουλτούρα, που μπορεί να αφορά ένα φάσμα που εκτείνεται από τον κολοσσό Elvis Presley μέχρι τη σειρά «Χαμένοι στο Διάστημα». Οι σχετικά αργοί ρυθμοί της αφήγησης βοηθούν καθοριστικά ώστε το κοινό να εγκλιματιστεί στην ατμόσφαιρα του φιλμ και να αγαπήσει το γλυκύτατο μικρο-σύμπαν που φτιάχνεται.
Η πρώτη εκ των τριών μικρών ιστοριών της ταινίας είναι αυτή που σίγουρα μένει περισσότερο στο μυαλό μετά το πέρας της θέασης. Τόσο ο πηγαίος και ιδιαίτερος ρομαντισμός που αναδίδει (όμοιο του οποίου ελάχιστοι έχουν παράγει τα επόμενα χρόνια, με προεξέχοντα ίσως τον Wong Kar-wai) όσο και το εύστοχο σχόλιο περί διαπολιτισμικότητας που τη διατρέχει την καθιστούν ως τη συναισθηματική «ραχοκοκαλιά» του συνόλου, συνοψίζοντας έξοχα το γενικό πνεύμα του φιλμ. Η δεύτερη ιστορία, κατά γενική ομολογία ίσως η πιο αδύναμη, περιστρέφεται γύρω από ένα χαριτωμένα αλλόκοτο εύρημα, το οποίο στρέφει το ύφος της ταινίας στα χωράφια του μαγικού ρεαλισμού και λειτουργεί ως μια παράξενη παραβολή επάνω στην υπερβατική διάσταση του πένθους (έχει σημασία το ότι το κομβικό συμβάν του συγκεκριμένου μέρους της πλοκής τυχαίνει στον χαρακτήρα της Nicoletta Braschi). Η τελευταία ιστορία είναι η πιο αστεία και μάλλον η πιο «τζαρμουσική» από όλες. Έχοντας μια πρωταγωνιστική τριπλέτα που είναι πολύ δύσκολο να μη συμπαθήσει κανείς, καθώς και μια ακαταμάχητα ανθρώπινη αίσθηση του χιούμορ, πρόκειται για μια θαυμάσια ταιριαστή κατακλείδα και μια στοργική απεικόνιση του λούμπεν περιθωρίου με τον χαρακτηριστικό τρόπο του σκηνοθέτη.
Υπάρχει ένας όχι τόσο εμφανής ήρωας που συνεισφέρει ουσιαστικά στην όλη προσπάθεια και αυτός δεν είναι άλλος από τον, δυστυχώς εξαιρετικά υποτιμημένο εν ζωή, Robby Muller στη διεύθυνση φωτογραφίας. Κατορθώνει μια υπέροχη ισορροπία, να πλάσει εικόνες αμερικάνικες μεν φυσιογνωμικά, αλλά διατηρώντας την έντονα ευρωπαϊκή ματιά που είχε σταθερά στις συνεργασίες του με τον Wenders, η οποία δένει αρμονικά και με το όραμα του Jarmusch. Ο τελευταίος εδώ έχει την τύχη να συνεργάζεται με ένα σχεδόν ιδανικά επιλεγμένο καστ με προσέγγιση που έχει στον επίκεντρο τη δημιουργία χαρακτήρων και όχι την επίδειξη εύρους δυνατοτήτων. Όλοι προσφέρουν και από μια ξεχωριστή νότα (το ζευγάρι των Nagase και Kudo έναν όμορφα άγουρο ρομαντισμό, οι Screamin’ Jay Hawkins και Joe Strummer μια γεύση καλτ που κουβαλούν από την εμπειρία τους στη μουσική σκηνή, οι Bracco και Buscemi μια ζωτικής σημασίας κωμικότητα) και όλοι έχουν έναν οργανικό ρόλο στο σύνολο.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι από αυτά τα λαμπρά διαμαντάκια στα οποία έχει αποκτήσει διαχρονική τεχνογνωσία η indie σκηνή, που κουβαλά όμως και μια ξεκάθαρη προσωπική υπογραφή και ταυτότητα. Είναι σίγουρα μια σπουδαία προσθήκη σε μια μακρά φιλμογραφία που περιέχει πραγματικά ελάχιστες αστοχίες, πλήρως αντιπροσωπευτική ενός δημιουργού από εκείνους που υπερασπίστηκαν την έννοια του auteur μέσω της δουλειάς τους όσο λίγοι τις επόμενες δεκαετίες εντός ΗΠΑ.
Βαθμολογία: