Πόλη του Μεξικό, 1985. Δύο τύποι λίγο πάνω από τα 30 τους, ο Χουάν Νούνεζ και ο Μπενζαμίν Γουίλσον, δεν έχουν καταφέρει να βρουν έναν τρόπο να τελειώσουν τη σχολή κτηνιατρικής, ή καν να αφήσουν το σπίτι των γονιών τους. Αντί αυτού, έχουν βολευτεί στη συνοικία του Σατελάιτ, μια μεξικανική εκδοχή των αμερικανικών προαστίων. Φτάνοντας η παραμονή των Χριστουγέννων, όμως, αποφασίζουν ότι ήρθε επιτέλους η ώρα για το κάτι ξεχωριστό, κι αυτό θα είναι να διαπράξουν τη μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία της χώρας τους, και συγκεκριμένα στο Εθνικό Ανθρωπολογικό Μουσείο.

Σκηνοθεσία:

Alonso Ruizpalacios

Κύριοι Ρόλοι:

Gael Garcia Bernal … Juan Nunez

Leonardo Ortizgris … Benjamin Wilson

Simon Russell Beale … Frank Graves

Lynn Gilmartin … Gemma

Alfredo Castro … Δρ Nunez

Leticia Bredice … Sherezada

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alonso Ruizpalacios, Manuel Alcala

Παραγωγή: Manuel Alcala, Gerardo Gatica, Alberto Muffelmann, Ramiro Ruiz

Μουσική: Tomas Barreiro

Φωτογραφία: Damian Garcia

Μοντάζ: Yibran Asuad

Σκηνικά: Sandra Cabriada

Κοστούμια: Malena De la Riva

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Museo
  • Ελληνικός Τίτλος: Ληστεία στο Μουσείο
  • Διεθνής Τίτλος: Museum

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο σεναρίου.
  • Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Αθηνών.

Παραλειπόμενα 

  • Η ιστορία παραπέμπει σε αληθινά γεγονότα, που για το Μεξικό έχουν μείνει ως “η ληστεία του αιώνα”. Πέρα όμως από τις πολλές αλλαγές επί του σεναρίου (πχ τα ονόματα), υπάρχουν μικρά και μεγαλύτερα σημεία που ακολουθούν επακριβώς την ιστορική πραγματικότητα.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 10/11/2018

Η ταινία ληστείας, όπως πολλά είδη, έχει και αυτή κορεστεί θεματολογικά και σε ύφος στο πέρασμα του χρόνου, όσο κι αν υπάρχουν ακόμη θετικά δείγματα στην κατηγορία αυτή μέχρι και σήμερα. Τα κλισέ της ετερόκλιτης ομάδας που πρέπει να συνεργαστεί για να τα βγάλει εις πέρας, του ότι κάποια στιγμή κάτι θα πάει στραβά στο σχέδιο και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του οι ληστές προχωρούν σε αυτοσχεδιασμό και του θύματος που συνήθως θα είναι ένα άτομο χειρότερο ηθικά από τους “φαινομενικά” κακοποιούς που κατά βάθος διέπονται από έναν έντιμο κώδικα αρχών μεταξύ άλλων έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο και εξακολουθούν κι επαναλαμβάνονται ακόμη και τώρα σε βαθμό κουραστικό, στο σημείο που πολλά φιλμ του είδους μοιάζουν να βγαίνουν από μια τρόπον τινά κιμαδομηχανή. Για αυτόν τον λόγο και η δημιουργία του Alonso Ruizpalacios είναι μια πνοή φρέσκου αέρα γενικότερα, αλλά ειδικά για τα στεγανά της συνομοταξίας στην οποία ανήκει. Με μια ιδιόρρυθμη αίσθηση του χιούμορ που θυμίζει τη σχολή Wes Anderson, αγκαλιάζοντας με πλεόνασμα τρυφερότητας τους δυο κεντρικούς αντιήρωες με όλα τα πάθη τους και τη ματαιότητα των σχεδιασμών τους και με μια βαθιά μελαγχολία για το θάνατο της αντισυστημικότητας ως τρόπο ζωής (τα δρώμενα άλλωστε λαμβάνουν χώρα το 1985, όταν γενική τάση στον κόσμο ήταν η συντηρητικοποίηση, με εκπροσώπους το δίδυμο Ronald Reagan και Margaret Thatcher), η “Ληστεία στο Μουσείο” είναι ένα αληθινό ακατέργαστο διαμαντάκι.

Η καθοριστική διαφορά διαμορφώνεται μέσω της σκηνοθεσίας: μεγάλης διάρκειας μονοπλάνα με πολύπλοκες κινήσεις της κάμερας που σαρώνουν τον χώρο, συμμετρικά κάδρα από μακρινές αποστάσεις που συνήθως τονίζουν το πόσο “μικροί” είναι οι πρωταγωνιστές σε σύγκριση με το σύστημα με το οποίο επιθυμούν να τα βάλουν, μέχρι και μικρές εκρήξεις σουρεαλισμού με παραπομπές στη μεξικάνικη σαπουνόπερα υπάρχουν! Μόλις στη δεύτερη μεγάλου μήκους του δουλειά, ο Ruizpalacios έχει τα περισσότερα από τα γνωρίσματα ενός ενθουσιώδη βιρτουόζου που αν περάσει από μια φάση δημιουργικής ωριμότητας ίσως να μπορέσει να παραδώσει και κάτι πολύ μεγάλο. Έχει όμως και μια πρώτης τάξεως συνεισφορά από το πρωταγωνιστικό του ντουέτο, που πέραν της υπέροχης χημείας μεταξύ του παρορμητικού Bernal και του πιο εσωστρεφούς Ortizgris, των οποίων οι ερμηνείες αποτελούν κι ένα εύστοχο ενιαίο πορτραίτο των δύο όψεων του νομίσματος του αποκαλούμενου αντρικού ψυχισμού, συνοψίζει άψογα το ύφος του φιλμ, ακροβατώντας δεξιοτεχνικά μεταξύ χιουμοριστικού και τραγικού χωρίς να γέρνει απόλυτα ποτέ σε μία από τις δύο πλευρές. Αν ο σκηνοθέτης εδώ είναι ο εγκέφαλος του φιλμ, παράγοντας ασταμάτητα ιδέες για τη φόρμα και την παρουσίαση του περιεχομένου, οι δυο βασικοί ηθοποιοί του είναι η ψυχή του, επικοινωνώντας εξαιρετικά το γλυκόπικρο μήνυμά του.

Μια άλλη πινελιά που ξεχωρίζει είναι η λεπτομερής και άκρως παιχνιδιάρικη δουλειά που έχει γίνει με τον ήχο. Το φιλμ πειραματίζεται τόσο με την υπόνοια, ακόμη και το σασπένς που μπορεί να προκαλεί χωρίς την ανάλογη συνοδεία εικόνας που θα ξεκαθάριζε την προέλευσή του, ενώ και το γενικότερο ηχητικό τοπίο που δημιουργείται είναι πλούσιο και λεπτομερές, αποτελεί ένα ξεχωριστό κομμάτι απόλαυσης της όλης εμπειρίας. Ίσως το μόνο σοβαρό παράπτωμα που θα μπορούσε κάποιος να προσάψει στο σύνολο είναι ότι λόγω της άρνησής του να αποκτήσει ένα ολότελα σοβαρό ύφος (όπως εξάλλου δε μετατρέπεται ποτέ σε καθαρή κωμωδία), όταν οι καταστάσεις αρχίζουν να γίνονται ασφυκτικές αυτό δεν μεταδίδεται με τη δέουσα ένταση στον θεατή, με αποτέλεσμα ο παράγοντας αγωνία να είναι μειωμένος σε σχέση με το επίπεδο που θα έπρεπε να προσεγγίζει δεδομένης της συγκυρίας. Κατά τα άλλα, η “Ληστεία στο Μουσείο” σίγουρα συγκαταλέγεται στις ευχάριστες εκπλήξεις της τρέχουσας κινηματογραφικής χρονιάς, με μια δική της, αξιαγάπητη ιδιοσυγκρασία, μια τρυφερότητα που δεν ξεπέφτει ποτέ στο γλυκερό και αδιαμφισβήτητη ψυχαγωγική αξία, όχι όμως με έναν προφανή κι εύκολο τρόπο, αποδεικνύοντας πως από Λατινική Αμερική μεριά, οι άσοι στο μανίκι της εκεί κινηματογραφίας καλά κρατούν…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *