
Ο Σάμουελ Σάλομον, ένας καθηγητής λογοτεχνίας που είναι άνεργος από τότε που η φίλη του βρήκε τραγικό θάνατο, υποφέρει από ένα συνεχόμενο εφιάλτη όπου μια γυναίκα δολοφονείται βάναυσα σε μια παράξενη τελετή. Όταν η γυναίκα που έχει στοιχειώσει τις νύχτες του βρίσκεται νεκρή στην πραγματικότητα, ο Σάμουελ, ψάχνοντας απαντήσεις, θα καταφέρει να βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος. Εκεί, θα συναντήσει τη Ρέιτσελ, η οποία είχε τον ίδιο εφιάλτη με εκείνον, και μαζί θα κάνουν τα πάντα να ανακαλύψουν την ταυτότητα της μυστηριώδους γυναίκας, μπαίνοντας σε έναν τρομακτικό κόσμο που ελέγχεται από φιγούρες που ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες μέσα στο χρόνο: τις Μούσες.
Σκηνοθεσία:
Jaume Balaguero
Κύριοι Ρόλοι:
Elliot Cowan … Samuel Solomon
Franka Potente … Susan Gilard
Ana Ularu … Rachel
Joanne Whalley … Jacqueline
Christopher Lloyd … Bernard Rauschen
Leonor Watling … Lidia Garetti
Manuela Velles … Beatriz
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jaume Balaguero, Fernando Navarro
Παραγωγή: Laura Fernandez Brites, Carlos Fernandez, Brendan McCarthy, John McDonnell
Μουσική: Stephen Rennicks
Φωτογραφία: Pablo Rosso
Μοντάζ: Guillermo de la Cal
Σκηνικά: Andre Fonsny
Κοστούμια: Catherine Van Bree
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Musa
Ελληνικός Τίτλος: Μούσα
Διεθνής Τίτλος: Muse
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Lady Number Thirteen του Jose Carlos Somoza.
Παραλειπόμενα
- Σύμφωνα με την ταινία, ο χαρακτήρας του Christopher Lloyd διδάσκει στο πανεπιστήμιο Brown. Αυτό είναι μια παραπομπή στο επίθετο του δημοφιλούς ηθοποιού για τον χαρακτήρα του Emmett Brown στο Επιστροφή στο Μέλλον.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/3/2018
Έχοντας στη φιλμογραφία του μια ταινία ορόσημο του found footage τρόμου, που δυστυχώς ξεχείλωσε με τα απανωτά ρουτινιάρικα σίκουελ στα οποία είχε άμεση εμπλοκή και ο ίδιος στη σκηνοθεσία, στο σενάριο ή και στην παραγωγή, του έξοχου “[Rec]”, ο Jaume Balaguero δεν πρόκειται για κάποιο τυχαίο όνομα στο χώρο (έστω κι αν δεν πρόκειται δα και για τον Amenabar αν μείνει κανείς στους ειδήμονες του θρίλερ εντός Ισπανίας), ακόμη κι αν δυστυχώς οι φορές που έχει αστοχήσει είναι ουκ ολίγες.
Το “Muse” πρόκειται για μια ακόμη από αυτές τις στιγμές. Η δεύτερη κατά σειρά αγγλόφωνη ταινία του, αποτυγχάνει στη βάση της κιόλας καθώς η δομή του αστυνομικού θρίλερ που προσπαθεί να υιοθετήσει δεν αναμειγνύεται καλά όπως θα έπρεπε και όπως θα το επιθυμούσε ο σκηνοθέτης με το στοιχείο του μεταφυσικού, με αποτέλεσμα να παράγεται ένα προϊόν που πάσχει από πολύ σοβαρή κρίση ταυτότητας. Αισθητικά δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό εδώ, ίσα ίσα που ο Balagueró είναι ικανός τεχνίτης και χρήστης της εικόνας κι έχει μια σημαντική βοήθεια από το σταθερό συνεργάτη του Pablo Rosso στη φωτογραφία. Το κύριο πρόβλημα είναι σαφέστατα το σενάριο, που πέραν όσων αναφέρθηκαν, είναι γενικότερα κακογραμμένο: οι ευκολίες και οι συμπτώσεις ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια προκειμένου να κυλήσει η πλοκή γρηγορότερα, οι χαρακτήρες δεν έχουν γνωρίσματα κάποιας προσωπικότητας πέραν από τον αντίκτυπο γεγονότων που τους έχουν συμβεί αποκλειστικά και μόνο στο χρονικό πλαίσιο του φιλμ και υπάρχουν αρκετά κενά (τι συμβαίνει για παράδειγμα με το γιο της Rachel ή ποιος είναι ο ρόλος ενός πλάσματος που εμφανίζεται απειλητικά ενώ φαίνεται να μην ανήκει στις αποκαλούμενες Μούσες) που δείχνουν ότι το κείμενο δεν σχεδιάστηκε μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια.
Υπάρχει ένα καλό με την ύπαρξη αυτού του φιλμ: πλέον δεν είναι αποκλειστικότητα του Χόλιγουντ το μεταφυσικό θρίλερ με ολίγη από σατανιστική εσάνς, και ακόμη κι αν αναπαράγονται δυστυχώς οι συνταγές και τα κλισέ που έχουν επικρατήσει σε αυτήν την υποκατηγορία από τη συγκεκριμένη σχολή κινηματογράφου, είναι θετικό το ότι ένα τέτοιο εγχείρημα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν θεωρείται ακατόρθωτο λόγω περιορισμών στον προϋπολογισμό ή τάχα λόγω ασύμβατων νοοτροπιών μεταξύ Ισπανίας (αν και πρόκειται για συμπαραγωγή, η συγκεκριμένη χώρα επικρατεί λόγω και του δημιουργικού ελέγχου που ασκείται από τον κινηματογραφιστή που έχει καταγωγή από εκεί καθώς και την πλειοψηφία των συντελεστών) και Ηνωμένων Πολιτειών από όπου προέρχονται οι συμβάσεις του είδους.
Το “Muse” έχει κι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σχετικά με τις ταινίες που προσπαθεί να μιμηθεί: έχει στο τιμόνι έναν έμπειρο ειδικό στον κινηματογραφικό τρόμο που μπορεί να στήσει κάποιες σεκάνς που προκαλούν ανατριχίλες με την ατμόσφαιρά τους, όχι με το φτηνό εύρημα των jump scares που έχει καταλήξει να είναι ο κανόνας στη σημερινή εποχή. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι εντελώς απαράδεκτο καλλιτεχνικά, το σύνολο είναι σίγουρα εξαιρετικά προβληματικό. Αυτό φαίνεται κι από τις ερμηνείες, που κυμαίνονται από το απλά ανεπαρκές, στην περίπτωση των Elliot Cowan και Ana Ularu, ως το γελοίο όσον αφορά για παράδειγμα τους Cally O’Connell και Joanne Whalley, κάτι που εναπόκειται βέβαια και στο ότι καλούνται να υποδυθούν καρικατούρες κακών. Ακόμη και το άρωμα τραγωδίας που υπάρχει στον αέρα, ενώ κανονικά είναι ένα ζωτικό συστατικό μιας πραγματικά αξιόλογης ταινίας τρόμου, εδώ έχει λιγοστό αντίκτυπο ακριβώς επειδή δεν έχει επιτευχθεί η συναισθηματική σύνδεση του θεατή με τα δρώμενα.
Πέραν μιας επαρκούς τεχνικής σε ορισμένες σκηνές που δείχνει ένα δημιουργό με γνώση του μέσου, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε άλλο που να καθιστά την εμπειρία προτεινόμενη για θέαση. Είναι όμως αισιόδοξο για το μέρος της κινηματογραφίας της χώρας της ιβηρικής χερσονήσου που τουλάχιστον βρίσκει το δρόμο του εκτός των συνόρων της ότι η συγκεκριμένη αποτυχία αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τα τελευταία χρόνια το θρίλερ και το φανταστικό να έχει ανακάμψει εκεί, αποτελώντας παράδειγμα προς μίμηση και για μεγαλύτερες βιομηχανίες.
Βαθμολογία: