Ραντεβού με το Θάνατο
- Murder, My Sweet
- Farewell, My Lovely
- 1944
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
- 26 Νοεμβρίου 1946
Ερευνώντας μια υπόθεση εξαφάνισης της πρώην του απατεώνα Μους Μαλόι, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Ντέιβιντ Μάρλοου μπλέκεται σε μια υπόθεση κλοπής κοσμημάτων, η οποία καταλήγει στον θάνατο του επόμενου πελάτη του. Ο τελευταίος φόνος αποκαλύπτει μια ίντριγκα που έχει να κάνει με μια άλλη υπόθεση εκβιασμού και μοιχείας, η οποία εμπλέκει την κυρία Γκρέιλ, τον πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα της και την κόρη του, Αν. Αφού ξυλοκοπηθεί άγρια και έπειτα μείνει έγκλειστος για μέρες σε ένα δωμάτιο, ο Μάρλοου αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της χαοτικής αυτής ιστορίας, ενώ δολοφονίες διαδέχονται η μία την άλλη.
Σκηνοθεσία:
Edward Dmytryk
Κύριοι Ρόλοι:
Dick Powell … Philip Marlowe
Claire Trevor … Helen Grayle/Velma Valento
Anne Shirley … Ann Grayle
Otto Kruger … Jules Amthor
Mike Mazurki … Joe ‘Moose’ Malloy
Miles Mander … Leuwen Grayle
Douglas Walton … Lindsay Marriott
Donald Douglas … υπαστυνόμος Randall
Ralf Harolde … Δρ Sonderborg
Esther Howard … Jessie Florian
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Paxton
Παραγωγή: Adrian Scott
Μουσική: Roy Webb
Φωτογραφία: Harry J. Wild
Μοντάζ: Joseph Noriega
Σκηνικά: Carroll Clark, Albert S. D’Agostino
Κοστούμια: Edward Stevenson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Murder, My Sweet
- Ελληνικός Τίτλος: Ραντεβού με το Θάνατο
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Farewell, My Lovely
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Μεγάλος Ύπνος (1946)
- Ο Τρίτος Δολοφόνος Περιμένει (1969)
- Μια Σφαίρα, Ένα Αντίο (1973)
- Δέκα Δολοφόνοι για τον Ντετέκτιβ Μάρλοου (1975)
- Ο Επιθεωρητής Μάρλοου Ξαναχτυπά! (1978)
- Ντετέκτιβ Μάρλοου (2022)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Farewell, My Lovely του Raymond Chandler.
Παραλειπόμενα
- Το μυθιστόρημα Farewell, My Lovely του 1940 ήταν το δεύτερο που παρουσίαζε στο κοινό τον ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, κι ενώ ο ήρωας είχε γεννηθεί μέσα από σελίδες περιοδικών κατά τη δεκαετία του 1920. Κινηματογραφικά όμως εδώ γίνονται οι ουσιαστικές συστάσεις, με τον ήρωα να επιβιώνει μέχρι τις ημέρες μέσα από το Ντετέκτιβ Μάρλοου του Neil Jordan.
- Η RKO Radio Pictures αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου πληρώνοντας δύο χιλιάδες δολάρια. Πρώτα όμως χρησιμοποίησε στοιχεία του για το b-movie The Falcon Takes Over του 1942, στο οποίο όμως ο κεντρικός ήρωας αντικαθίσταται από τον Falcon (πρόκειται για μακρά σειρά ταινιών). Μέσα στην ίδια χρονιά, αλλά για λογαριασμό της 20th Century Fox, είχαμε και το εξίσου φτηνό Time to Kill, με τον Μάρλοου αυτή τη φορά να ονομάζεται Michael Shayne. Χρειάστηκε τότε η παρέμβαση του Charles Koerner, το αφεντικό της RKO, που θα αναγνωρίσει την αληθινή αξία του ύφους του ήρωα του Raymond Chandler, αυτή τη φορά για μια ταινία πιο πιστή στην πηγή και με μπάτζετ υψηλότερο από ενός b-movie.
- Ο παραγωγός Adrian Scott και ο Edward Dmytryk προσπάθησαν να πείσουν το στούντιο ώστε να δημιουργήσουν μια ταινία πέρα των γνωστών συμβάσεων. Μία από αυτές ήταν η πρόσληψη του Dick Powell -γνωστός μόνο για κομεντί και μιούζικαλ αλλά και ήδη ξεπερασμένος- για τον ρόλο του σκληροτράχηλου ντετέκτιβ. Σύμφωνος με αυτή τη λογική, ο Charles Koerner έφερε στο καστ την Claire Trevor, που μετά από μια υποψηφιότητα Όσκαρ δεύτερου ρόλου, είχε ξεπέσει σε τρίτους και τέταρτους ρόλους σε γουέστερν.
- Ο Chandler δεν ενέκρινε αρχικά τον Dick Powell, αλλά όταν τον είδε επί της ταινίας, εξέφρασε τον θαυμασμό του. Βέβαια όταν δύο χρόνια αργότερα είδε τον Humphrey Bogart στον ίδιο ρόλο, άλλαξε την προτίμηση του. Γενικά αυτή η εμφάνιση του Powell διατηρεί ζωντανή τη συζήτηση ανάμεσα στους φαν του συγγραφέα και των νουάρ, με κάποιους να επιμένουν ότι ήταν ο απόλυτος Μάρλοου και άλλους να τον βρίσκουν ελαφρύ και κωμικό.
- Αν και το σενάριο είχε ως γνώμονα να μείνει όσο το δυνατόν πιστότερο στην αρχική πηγή, κάποια πράγματα δεν περνούσαν από τη διαβόητη λογοκρισία της εποχής. Ανάμεσα σε αυτά χάθηκε κάθε ίχνος ομοφυλοφιλίας του Μάριοτ, ή τα ναρκωτικά που ψώνιζε η καλή κοινωνία. Υπήρχε όμως και “αυτολογοκρισία” σε ένα κεφάλαιο που αφορούσε τη μαφία, υπό τον φόβο του γκάνγκστερ Anthony Cornero, που ασχολούνταν με το ίδιο παραεμπόριο που διηγούταν ο Chandler στο βιβλίο του. Αλλά και για να κρατηθεί η ορίτζιναλ αφήγηση του μυθιστορήματος, ήταν η έμπνευση του Adrian Scott που βόλεψε με την αφήγηση μέσω φλας-μπακ.
- Στις δοκιμαστικές προβολές ο τίτλος ήταν Farewell, My Lovely, όπως άλλωστε και του βιβλίου. Τότε παρατηρήθηκε ότι μέλη του κοινού νόμιζαν ότι θα δουν ένα ακόμα μιούζικαλ με τον Dick Powell, οδηγώντας στην αλλαγή του τίτλου και μια καθυστέρηση λόγω αυτού στην έξοδο της ταινίας στις αίθουσες (για αλλαγή του διαφημιστικού υλικού).
- Το φιλμ είχε πενιχρά κέρδη από τα ταμεία, ακόμα κι αν άρεσε άμεσα στην κριτική. Με τον καιρό και την οριοθέτηση του φιλμ νουάρ, θεωρείται από τα αρχέτυπα του είδους.
- Το 1975 ήρθε και το ριμέικ Δέκα Δολοφόνοι για τον Ντετέκτιβ Μάρλοου (1975), με τον Robert Mitchum στον κεντρικό ρόλο, αλλά με τον τίτλο να επανέρχεται σε αυτόν του βιβλίου (Farewell, My Lovely).
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 26/11/2023
Όπως ο Dashiell Hammett έπλασε τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Sam Spade, έτσι και το αντίπαλο δέος της hard-boiled λογοτεχνίας, ο Raymond Chandler, επινόησε τον Philip Marlowe. Όταν κάποιος σκέφτεται τον Marlowe του Chandler ή τον Spade του Hammett, η εικόνα που έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι ο σκληρός, ψύχραιμος, σκληροτράχηλος και γεμάτος αυτοπεποίθηση Humphrey Bogart.
Μέχρι το 1944, ο Edward Dmytryk μαράζωνε στα μίζερα «υπόγεια» των b-movies, πριν του δοθεί αυτή η ευκαιρία να σκηνοθετήσει το «Murder, My Sweet» για τη χολιγουντιανή RKO. Η ταινία βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Chandler «Farewell, My Lovely» (1940) και κυκλοφόρησε αρχικά με τον ίδιο τίτλο. Όμως σύντομα αυτό άλλαξε για να αποτρέψει τη σύγχυση του κοινού με τις ρομαντικές κωμωδίες και τα μιούζικαλ με τα οποία συνδεόταν ως τότε ο πρωταγωνιστής της, Dick Powell. Είναι λοιπόν στην εκδοχή του Dmytryk και με την ερμηνεία του Powell που ο χαρακτήρας του Marlowe πραγματοποιεί το ντεμπούτο του στην οθόνη. Και αν φαντάζει δύσκολο, αν όχι ιερόσυλο, ένας crooner όπως o Powell να παίρνει αυτό τον ρόλο, ο Dmytryk είχε διαφορετική άποψη: «Ο Marlowe έχει κάποια φυσική δύναμη, αλλά υπάρχει και κάτι τρυφερό και ευάλωτο σε αυτόν. Αυτό είναι που κάνει τον Powell τον καλύτερο από όλους τους ερμηνευτές του. Αντίθετα ο Spade του Hammet είναι άκαμπτα σκληρός. Το πρόβλημα με την ερμηνεία του Bogey είναι ότι μετατρέπει τον Marlowe σε Spade».
Όπως και σε πολλά άλλα νουάρ, η αφήγηση του «Murder, My Sweet» ξεκινά από το τέλος -σε αντίθεση με το μυθιστόρημα που διατηρεί πιο συμβατική χρονολογική δομή. Η αρχική σκηνή δείχνει τον Marlowe να ανακρίνεται από την αστυνομία του Λος Άντζελες ως ύποπτος. Τα μάτια του καλύπτονται από επιδέσμους, καθώς έχει προσωρινή απώλεια όρασης από την εκπυρσοκρότηση ενός όπλου. Αφού φανερώνει το σαρδόνιο πνεύμα και την προτίμηση του για διασκεδαστικές παρομοιώσεις λέγοντας στους αστυνομικούς ότι νοιώθει «Σαν μια πάπια σε πεδίο σκοποβολής», αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι της εξαπάτησης, της προδοσίας και των φόνων.
Σε αναδρομή βλέπουμε τον Marlowe, χωρίς τον επίδεσμο των ματιών, να κάθεται μόνος στο γραφείο του μπροστά σε ένα μεγάλο παράθυρο με θέα στην πόλη. Με τα λόγια «Έχει κάτι παράξενο η σιγή στο γραφείο τη νύχτα. Δεν είναι απόλυτα φυσιολογική. Η κίνηση από κάτω δεν με ενδιέφερε καθόλου», μας αποκαλύπτει το υπαρξιακό κενό του. Ένα φως του δρόμου αναβοσβήνει κατά διαστήματα φωτίζοντας το δωμάτιο με έναν απόκοσμο τρόπο. Ξαφνικά, βλέπουμε την αντανάκλαση ενός τεράστιου, τρομακτικού άνδρα που φαίνεται να υλοποιήθηκε από το πουθενά. Αν και ο θηριώδης άγνωστος στέκεται πίσω από τον ντετέκτιβ, φαίνεται ότι στέκεται μπροστά του και εμφανίζεται και εξαφανίζεται με τον ρυθμό του φωτός που αναβοσβήνει, σαν μακάβρια φιγούρα από τον «άλλο κόσμο». Αυτή η αριστοτεχνικά κινηματογραφημένη σκηνή αποτελεί μια εμβληματική εικόνα του φιλμ νουάρ, που μοιάζει να την άγγιξε η «θεϊκή χάρη».
Ο μυστηριώδης άντρας είναι ο Moose Malloy (τον ερμηνεύει ο πρώην παλαιστής Mike Mazurki), ένας κάπως αργόστροφος πρώην κατάδικος που ζητά πιεστικά από τον απρόθυμο Marlowe να εντοπίσει τα ίχνη της φίλης του, Velma, με την οποία έχασε την επαφή ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Στο μεταξύ, ο Marlowe αναλαμβάνει και τη φαινομενικά ακίνδυνη αποστολή να συνοδεύσει έναν άντρα που θα πληρώσει λύτρα για ένα κολιέ από νεφρίτη. Ωστόσο αυτό το σχέδιο δεν λειτουργεί καλά, και ο άνδρας καταλήγει νεκρός, ενώ ο Marlowe αναίσθητος- «Έφαγα ένα χτύπημα πίσω απ’ το αφτί. Μια μαύρη λίμνη εμφανίστηκε κάτω απ’ τα πόδια μου. Βούτηξα μέσα της και δεν είχε βυθό». Αργότερα επισκέπτεται τον Marlowe μια νεαρή γυναίκα, η Ann (Anne Shirley), που ισχυρίζεται ότι είναι δημοσιογράφος. Τον ρωτά για ένα κλεμμένο κολιέ και σύντομα αποκαλύπτεται ότι αυτό ανήκε στην Helen (Claire Trevor), την άπιστη σύζυγο του ηλικιωμένου -αλλά πλούσιου- πατέρα της Ann. Ο Marlowe, νιώθοντας υπεύθυνος για τον θάνατο του πελάτη του, προσπαθεί να βρει το κολιέ: «Είμαι ένας μικρός επιχειρηματίας σε μια πολύ βρώμικη δουλειά… αλλά θέλω να ολοκληρώνω τις δουλειές μου». Η υπόθεση, ωστόσο, αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι φανταζόταν, με τις ιστορίες της αγνοούμενης κοπέλας και του κλεμμένου κολιέ να μην είναι τόσο ξεχωριστές όσο νόμιζε αρχικά.
Ένα στοιχείο που καθιστά συναρπαστική τη θέαση του «Murder, My Sweet» είναι η επινόηση του σεναριογράφου John Paxton να δομήσει την αφήγηση μέσω των αναδρομών, με το πρόσχημα της ανάκρισης του ήρωα. Αυτό επιτρέπει στον Marlowe να αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο διατηρώντας μεγάλο μέρος αυτούσιων διαλόγων του Chandler. Με αυτό τον τρόπο αποτυπώνεται στο φιλμ το λογοτεχνικό ύφος του συγγραφέα, που συνδυάζει κυνισμό, μοιρολατρία, σκληρότητα και μια δόση λαϊκιστικού μοντερνισμού. Η καυστική γλώσσα του Chadler συνεισφέρει τα μέγιστα στην ψυχαγωγική αξία της ταινίας -«Ήταν μια γοητευτική, μεσήλικη κυρία… με άθλια φάτσα. Ήταν το είδος γυναίκας που της άρεσε το ποτό…. που θα σε έριχνε κάτω για να σου πάρει το μπουκάλι».
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρος που αφορά την αισθητική της ταινίας, είναι ότι φτιάχτηκε στο ίδιο στούντιο που τρία χρόνια νωρίτερα γυρίστηκε ο «Πολίτης Κέιν», στον οποίο μάλιστα ο κινηματογραφιστής Harry Wild εργάστηκε ως επιπλέον φωτογράφος. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι τα αισθητικά χαρακτηριστικά του αριστουργήματος του Welles, χωρίς καμία σαφή επίγνωση, συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη του στυλ «νουάρ» με όρους όπως: voice-over αφήγηση, εξπρεσιονιστικός φωτισμός, παραμορφωτικά κάδρα και αποπροσανατολιστικές αντανακλάσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σε μια δαντική σεκάνς, στην οποία ο Marlowe βρίσκεται για μέρες φυλακισμένος, υπό την επήρεια ναρκωτικών που του χορηγήθηκαν με τη βία από τον διεστραμμένο Δρ. Sonderborg (Ralf Harolde). Ο Wild, χρησιμοποιώντας διπλές εκθέσεις, ολλανδικές γωνίες λήψης και μπαρόκ φωτισμό, δημιουργεί σουρεαλιστικές συνθέσεις που αναμειγνύουν παραισθητικές εικόνες, φρικτά οράματα και στρεβλή πραγματικότητα, παρέχοντας μια αναπαράσταση της γνωσιολογικής σύγχυσης στο μυαλό του Marlowe. Αυτή η σεκάνς επαληθεύει τον ισχυρισμό των Borde και Chaumeton -στο κλασικό βιβλίο τους «A Panorama of American Film Noir»- ότι το φιλμ νουάρ είναι «ονειρικό» και «παραισθητικό» με τρόπους που μπερδεύουν και αποπροσανατολίζουν το κοινό.
Ο Dmytryk κατορθώνει σε μεγάλο βαθμό να μεταδώσει την απελπισμένη οπτική του Chadler για την αμερικανική κοινωνία, που τη θεωρεί από πάνω μέχρι κάτω άρρωστη από ανομία, φαύλη επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος και εμμονική ψυχοπαθολογία. Οι κοινωνικοί θεσμοί που παραδοσιακά υπήρχαν για να παρέχουν άνεση και ασφάλεια έχουν διαβρωθεί, είτε πρόκειται για την αστυνομία, είτε για την ιατρική, είτε για διαπροσωπικούς δεσμούς όπως ο γάμος και η πυρηνική οικογένεια. Μέσα σε αυτό τον βαθιά διαταραγμένο κόσμο, η κεντρική δυναμική που συνδέει τους διαφορετικούς χαρακτήρες και καθορίζει τις συμπεριφορές είναι αυτή της σεξουαλικής χειραγώγησης. Το «happy ending» που επέλεξε ο Dmytryk (ή επιβλήθηκε από τους παραγωγούς) μόλις και μετά βίας καλύπτει την οσμή διαστροφής, σήψης και θανάτου που αναδύει η ταινία, καθώς φαντάζει απότομα εφησυχαστικό, αταίριαστα ρομαντικό και ασυμβίβαστο με το δράμα που προηγήθηκε.
Το «Murder, My Sweet» είναι ένα αρχετυπικό νουάρ από αισθητική και θεματική άποψη, που συνέβαλε καθοριστικά στη γένεση ενός νέου κινηματογραφικού είδους. Από το μακρινό 1944 μέχρι και σήμερα, το φιλμ νουάρ δεν θα σταματήσει ποτέ να προοδεύει, να εξελίσσεται, να επανεφευρίσκει τον εαυτό του μεταλλάσσοντας τα μοτίβα του, αλλά συντηρώντας την εγγενή αξία και τον λόγο ύπαρξής του.
Βαθμολογία: