Ο Γιάτσεκ αγαπά το χέβι μέταλ και τον σκύλο του. Απολαμβάνει τη ζωή και συντηρεί τους γυμνασμένους μυς του δουλεύοντας σε εργοτάξιο -κοντά στο σημείο όπου ανεγείρεται το μεγαλύτερο άγαλμα του Ιησού στον κόσμο. Η ζωή του βγαίνει εκτός τροχιάς όταν ένα ατύχημα στη δουλειά τον παραμορφώνει. Ο Γιάτσεκ θα γίνει ο πρώτος άνθρωπος στη χώρα που κάνει μεταμόσχευση προσώπου. Μπορεί να έχει γίνει εθνικός ήρωας, αλλά ο ίδιος δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το άγαλμα του Ιησού στο μεταξύ μεγαλώνει όλο και περισσότερο.

Σκηνοθεσία:

Malgorzata Szumowska

Κύριοι Ρόλοι:

Mateusz Kosciukiewicz … Jacek

Agnieszka Podsiadlik … η αδελφή του Jacek

Malgorzata Gorol … Dagmara

Roman Gancarczyk … ο ιερέας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michal Englert, Malgorzata Szumowska

Παραγωγή: Jacek Drosio, Michal Englert, Malgorzata Szumowska

Μουσική: Adam Walicki

Φωτογραφία: Michal Englert

Μοντάζ: Jacek Drosio

Σκηνικά: Marek Zawierucha

Κοστούμια: Julia Jarza-Brataniec, Katarzyna Lewinska

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Twarz
  • Ελληνικός Τίτλος: Με Άλλο Πρόσωπο
  • Διεθνής Τίτλος: Mug

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Μεγάλο βραβείο επιτροπής.

Παραλειπόμενα

  • Καθ’ όλη τη διάρκεια, η εικόνα είναι παραμορφωμένη. Αιχμηρή στο κέντρο, διάχυτη στις άκρες, και το εστιάσμα μιμείται τα όρια του ανθρώπινου ματιού. Όλο αυτό αντιπροσωπεύει την ψυχολογία του κεντρικού ήρωα, και τον τρόπο που αυτός αντιλαμβάνεται τον κόσμο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 31/3/2019

Η κεντρική ιδέα προϊδεάζει για μια σπουδή επάνω στο τι συνθέτει την ανθρώπινη ταυτότητα. Αυτή η πτυχή ωστόσο εξερευνάται λιγότερο του αναμενόμενου, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που το φιλμ δεν είναι τόσο λειτουργικό όσο θα ήθελε. Αυτό που απασχολεί κυρίως τη Malgorzata Szumowska είναι να παραθέσει μια ανατομία της σύγχρονης πολωνικής κοινωνίας, βυθισμένης σε έναν αντιδραστικό συντηρητισμό που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του, καταλήγοντας όπως ισχυρίζεται το φιλμ να καταπίνει ό,τι καινούριο φαίνεται να προκύπτει που θα μπορούσε να αναστρέψει αυτή την τάση. Η σάτιρα είναι τόσο στυφή που το γέλιο είναι δύσκολο, για να επιτευχθεί αυτό πρέπει ο θεατής να είναι τόσο αποστασιοποιημένος που να μην επηρεάζεται από την πικρία των γεγονότων που παρελαύνουν επί της οθόνης. Κι όμως, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τόσο αξιομνημόνευτο όσο θα επιθυμούσε να είναι παρά τη φιλοδοξία του, τόσο γιατί η προβληματική του φαίνεται να επαναλαμβάνεται αντί να επεκτείνεται όσο κυλάει ο χρόνος αλλά κι επειδή το σχόλιο που αρθρώνεται για όσα απασχολούν το σενάριο δεν ανακαλύπτει δα τον τροχό. Ακόμη και κάποιες όμορφες στιγμές όπου η φόρμα «σπάει», όπως στο όνειρο του πρωταγωνιστή στον γάμο, τελικά δεν αναδεικνύονται όσο θα έπρεπε επειδή δεν καθοδηγούν το περιεχόμενο προς μια άλλη κατεύθυνση, απλά υπάρχουν για να ξεχωρίσουν σε ένα σύνολο που αποτελεί κάτι διαφορετικό από αυτό που εκπροσωπούν εκείνες.

Η ιστορία συνδυάζει δυο υπαρκτά γεγονότα, κάνοντάς τα να συμβιώνουν στο ίδιο υποθετικό χρονικό πλαίσιο: την ανέγερση ενός αγάλματος του Χριστού σε ένα πολωνικό χωριό που ολοκληρώθηκε το 2010, όντως το ψηλότερο στον κόσμο, μεγαλύτερο κι από το περίφημο που εδράζεται στο Ρίο ντε Τζανέιρο και την πρώτη μεταμόσχευση προσώπου που έγινε στη χώρα, μέσα στο 2013. Ο παραλληλισμός δεν είναι δύσκολο να γίνει, έστω κι αν δεν είναι εντελώς προφανής: μια χώρα που επιθυμεί να γιγαντώσει αυτό που θέλει να προβάλλει ως δημόσια εικόνα, εν προκειμένω το πόσο παραδοσιοκρατική και θεοσεβούμενη είναι, για να κρύψει την εσωτερική αλλοτρίωση που χαρακτηρίζει ένα κομμάτι της, της οποίας μέρος είναι και η αντιμετώπιση που έχει απέναντι σε έναν πολίτη της που πλέον δεν μπορεί να αλλοιώσει με οποιουδήποτε είδους στολισμό το δικό του φαίνεσθαι όπως κάνει το κατά τα άλλα ηθικόφρον κράτος που τον περιθωριοποιεί. Η όλη συνθήκη δε αποκτά μια διάσταση τραγικής ειρωνείας αν ληφθεί υπόψιν πως το ατύχημα που έφερε τον συγκεκριμένο άνθρωπο σε αυτήν τη θέση λαμβάνει χώρα στο εργοτάξιο του γιγάντιου γλυπτού που έχει στηθεί καθ’ υπαγόρευση της τοπικής πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Το άτομο χάνει με ευθύνη της καθεστηκυίας τάξης τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική του ακεραιότητα, τη δεύτερη λόγω αδυναμίας επανένταξης που υπέστη λόγω της πρώτης απώλειας.

Όλη αυτή η σύλληψη στο χαρτί ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, δυστυχώς όμως η εκτέλεση δεν δικαιώνει τις ζουμερές ιδέες που υπάρχουν από πίσω. Η ανάλυση της ταινίας για τα βαθύτερα αίτια των όσων διαδραματίζονται είναι μάλλον επιδερμική ενώ και η δραματουργία είναι αρκετά επίπεδη, σαν να μην υπάρχει πλήρη αντίληψη για τη δυναμική που θα μπορούσε να αποκτήσει ο εμπνευσμένος από την πραγματικότητα μύθος που εξυφαίνεται. Κρίσιμο σφάλμα επίσης το ότι για χάρη της σκιαγράφησης μιας ευρύτερης εικόνας ο πρωταγωνιστής καταλήγει να έχει μια λιποβαρή υπόσταση. Δεν είναι αναγκαίο ένα φιλμ νοημάτων να θυσιάζει τους χαρακτήρες προκειμένου να αποκτήσει αυτήν την ιδιότητα. Παρά τις αδυναμίες αυτές, το «Με Άλλο Πρόσωπο» βλέπεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Η κριτική ματιά του είναι αρκούντως συγκροτημένη και η διάχυτη μελαγχολία που το διακρίνει φανερώνει μια δημιουργό με ανθρωποκεντρική ματιά, ακόμη κι αν διστάζει να βυθιστεί για τους δικούς της λόγους στον ψυχισμό του ήρωά της. Υπάρχει σκεπτικό με βάση πίσω από την όλη κατασκευή, απλά ήθελε και λίγο σπρώξιμο για να απογειωθεί πραγματικά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *