1933. Ο Γκάρεθ Τζόουνς, ένας φιλόδοξος νεαρός δημοσιογράφος, έχει κερδίσει ένα μέρος δόξας μετά από συνέντευξη που πήρε από τον ίδιο τον Χίτλερ. Χάρη στις επαφές που έχει με την κυβέρνηση της Βρετανίας, καταφέρνει να πάρει άδεια να ταξιδέψει στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί προσπαθεί να πάρει συνέντευξη από τον Στάλιν, μαθαίνοντας όμως για τα σχέδια του Σοβιέτ περί οικονομικής επέκτασης, και για το περίφημο πενταετές σχέδιο. Μπορεί οι προσβάσεις στη χώρα να τον έχουν περιορίσει στη Μόσχα, ο Τζόουνς όμως πετυχαίνει να ταξιδέψει ανεπίσημα στην Ουκρανία, ώστε να μάθει περισσότερα.

Σκηνοθεσία:

Agnieszka Holland

Κύριοι Ρόλοι:

James Norton … Gareth Jones

Vanessa Kirby … Ada Brooks

Peter Sarsgaard … Walter Duranty

Kenneth Cranham … David Lloyd George

Joseph Mawle … George Orwell

Beata Pozniak … Rhea Clyman

Christoph Pieczynski … Maxim Litvinov

Fenella Woolgar … Δις Stevenson

Matthew Marsh … William Randolph Hearst

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Andrea Chalupa

Παραγωγή: Andrea Chalupa, Stanislaw Dziedzic, Klaudia Smieja

Μουσική: Antoni Lazarkiewicz

Φωτογραφία: Tomasz Naumiuk

Μοντάζ: Michal Czarnecki

Σκηνικά: Grzegorz Piatkowski

Κοστούμια: Ola Staszko

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Mr. Jones
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Κύριος Τζόουνς
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Obywatel Jones

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.

Παραλειπόμενα

  • Η ιστορία του Gareth Jones περιλαμβάνεται θεματικά και στο ουκρανικό ντοκιμαντέρ The Living του Serhii Bukovskyi.
  • Στο Βερολίνο η ταινία είχε κάνει πρεμιέρα στα 141 λεπτά. Για την παγκόσμια διανομή όμως προτιμήθηκε μια εκδοχή των 119 λεπτών, δίχως να γίνει γνωστό το ποια ακριβώς σημεία κόπηκαν.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 14/2/2020

Κανονικά οι αξιολογικές κρίσεις επάνω στο ατομικό ήθος ενός καλλιτέχνη θα έπρεπε να λείπουν όταν ο λόγος περιστρέφεται γύρω από το έργο του, αλλά επειδή εδώ θα αναγνωριστούν θετικά που έχουν την αξία τους λόγω ιδιάζουσας περίπτωσης, ας γίνει δεκτή μια μικρή εξαίρεση. Η Agniezska Holland έχει βρεθεί διαχρονικά για μεγάλα διαστήματα στην πλευρά της αμφισβήτησης όσον αφορά το πολιτικό καθεστώς της χώρας της, είτε αυτό ονομάζεται Πολωνικό Κόμμα Ενωμένων Εργατών τη δεκαετία του 1980, είτε Νόμος και Δικαιοσύνη σήμερα. Οι ευρωκεντρικού χαρακτήρα συμπάθειές της που εκτείνονται από τον Walesa μέχρι τον Macron αποτελούν μια διαφορετική ιστορία, αλλά αυτό που αξίζει να διατηρηθεί στη μνήμη είναι η αντίθεσή της στον ευρέως εννοούμενο απολυταρχισμό.

Η ενασχόλησή της με το Γολοντομόρ επομένως εδώ σίγουρα δεν είναι ένα απρόβλεπτο καλλιτεχνικό βήμα από τη μεριά της. Και αν ο «Κύριος Τζόουνς» έχει το προτέρημα να βασίζεται σε ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα του εικοστού αιώνα, δυστυχώς άλλο τόσο αποφεύγει να δημιουργήσει αυθύπαρκτο καλλιτεχνικό κεφάλαιο πέραν αυτής της ιδιότητας. Πρόκειται ομολογουμένως για μια κατασκευή αξιοθαύμαστη, έστω εντός των εμφανών περιορισμών προϋπολογισμού στους οποίους υπόκειται, που αδυνατεί όμως να εκθέσει στην περίπλοκη ολότητά τους τα γεγονότα τα οποία εξιστορεί, καθιστώντας το σύνολο έτσι περισσότερο αμερικάνικο σε νοοτροπία παρά ευρωπαϊκό.

Ενδεικτικά στοιχεία αυτής της κατάστασης αποτελούν η υπέρ το δέον εμφατική χρήση του μουσικού σκορ του Antoni Lazarkiewicz, όπως και μια τάση προς απλοϊκούς διαχωρισμούς μεταξύ «καλών» και «κακών» χαρακτήρων. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το σύνολο στέκεται σίγουρα αξιοπρεπώς. Η πολιτική του τοποθέτηση είναι ζυγισμένη (σε αντίθεση με παραδείγματα τύπου «Bitter Harvest»), κινηματογραφικά υπάρχουν αρετές (τα μουντά χρώματα της φωτογραφίας του Tomasz Namiuk μένουν στη μνήμη), ενώ και η δομή είναι ισορροπημένη, αν και το «χτίσιμο» μέχρι να μπει στην ουσία το φιλμ ίσως διαρκεί λίγο παραπάνω από ό,τι θα έπρεπε. Η θεματολογική έμφαση που δίνεται στο πώς το ατομικό στοιχείο καταπνίγεται από μια ανώτερη εξουσία εντάσσουν το φιλμ σε ένα ιδεαλιστικά φιλελεύθερο φάσμα «πιστεύω», κάτι που επαναφέρει τη συζήτηση περί επιρροής στην κινηματογράφηση και στη σεναριακή γραφή από τη μεγάλη αμερικανική σχολή (εξάλλου η Holland έχει δουλέψει και σε παραγωγές από την άλλη μεριά του Ατλαντικού). Η διακριτική σκηνοθετική γραμμή εξυπηρετεί την προβληματική, χωρίς να βάζει το στιλ πότε πάνω από την αφήγηση, κάνοντας έτσι κάποιες ξεχωριστές στιγμές να περνούν απαρατήρητες όπως το δυνατό μονόπλανο στο βαγόνι με τους πεινασμένους επιβάτες. Η υποπλοκή του ρομάντζου θα μπορούσε να κριθεί και ως κάπως περιττή, αλλά τέτοιες πινελιές ίσως είναι αναπόφευκτες σε φιλμ που λοξοκοιτάζουν προς το ιστορικό έπος.

Εκεί ίσως που να χρειαζόταν και το κάτι παραπάνω είναι ο τομέας των ερμηνειών. Ο Peter Sarsgaard ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, από την άποψη πως μοιάζει να είναι ο μοναδικός από το καστ που του έχει δοθεί κάτι που να απαιτεί μια κάποια προσπάθεια, έστω κι αν ο ρόλος του αρκετές φορές γέρνει προς την καρικατούρα. Ο James Norton το προσπαθεί και δείχνει δυνατότητες, αλλά δεν του έχει δοθεί αρκετή ευελιξία για να «λάμψει». Οι υπόλοιπες παρουσίες δυστυχώς κυμαίνονται μεταξύ αδιάφορου και σχετικά ευχάριστα διακοσμητικού.

Αυτό που μένει είναι περισσότερο η τεράστια οδύνη του πραγματικού συμβάντος και η όλη προσπάθεια να αποτελέσει η εν λόγω δουλειά μια καταγραφή με έντιμη στάση απέναντί του. Ως προς αυτό, ο στόχος επιτυγχάνεται, και πάλι όμως λείπουν συστατικά που θα ήταν απαραίτητα για να χαρακτηριστεί η ταινία σπουδαία. Καταλήγει η ενημερωτική της αξία να είναι σπουδαιότερη από αυτήν της ιδιότητάς της ως έργο τέχνης. Κάπου εδώ ίσως να βρίσκεται κι ένα παράπονο προς τη Holland, που με τα χρόνια έχει βάλει νερό στο δημιουργικό κρασί της. Ακόμη κι έτσι, όμως, ο «Κύριος Τζόουνς» έχει τη βαρύτητα μιας ιστορικής αλήθειας που κουβαλάει, κι αυτό δεν είναι ευκαταφρόνητο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *