Ένα μυστικό τουρνουά πολεμικών τεχνών ανάμεσα στους καλύτερους μαχητές της Γης εναντίον των μαχητών του Απόκοσμου λαμβάνει μέρος υπό το βλέμμα του λόρδου Ράιντεν. Γη και Απόκοσμος μάχονται για γενιές ολόκληρες. Όταν οι μαχητές του Απόκοσμου κερδίσουν δέκα συνεχόμενες φορές τη διοργάνωση, τότε ο αυτοκράτοράς τους, Σάο Κανγκ, θα μπορέσει να βασιλέψει στη Γη. Πλέον βρισκόμαστε πια στις εννιά νίκες του Απόκοσμου, και τα πράγματα είναι κρίσιμα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Έτσι, ο Ράιντεν, θεός του κεραυνού και προστάτης της Γης, μαζεύει μερικούς από τους καλύτερους μαχητές, ανάμεσά τους ο Λιου Κανγκ, ο Τζόνι Κέιτζ και η Σόνια Μπλέιντ, ελπίζοντας να κερδίσουν αυτή τη διοργάνωση.

Σκηνοθεσία:

Paul W.S. Anderson

Κύριοι Ρόλοι:

Christopher Lambert … λόρδος Raiden

Robin Shou … Liu Kang

Linden Ashby … Johnny Cage

Cary-Hiroyuki Tagawa … Shang Tsung

Bridgette Wilson-Sampras … Sonya Blade

Talisa Soto … Kitana

Trevor Goddard … Kano

Chris Casamassa … Scorpion

Francois Petit … Sub-Zero

Peter Jason … μάστερ Boyd

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Kevin Droney

Παραγωγή: Lawrence Kasanoff

Μουσική: George S. Clinton

Φωτογραφία: John R. Leonetti

Μοντάζ: Martin Hunter

Σκηνικά: Jonathan A. Carlson

Κοστούμια: Ha Nguyen

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Mortal Kombat
  • Ελληνικός Τίτλος: Θανάσιμη Μάχη

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Θανάσιμη Μάχη: Η Εξόντωση (1997)
  • Mortal Kombat (2021)

Σεναριακή Πηγή

  • Βίντεο-γκέιμ (χαρακτήρες): Mortal Kombat των Ed Boon, John Tobias.

Παραλειπόμενα

  • Τα περισσότερα στοιχεία προέρχονται από το ορίτζιναλ παιχνίδι του 1992, με κάποια άλλα να είναι δάνεια από το Mortal Kombat II του 1993.
  • Ο σχεδιασμός της ταινίας είχε ξεκινήσει ενόσω το πρώτο γκέιμ ήταν διαθέσιμο μόνο σε καταστήματα arcade (τα “ουφάδικα”, όπως λεγόντουσαν εδώ), ενώ το δεύτερο ήταν σε δοκιμαστικό στάδιο. Ήταν ο παραγωγός Lawrence Kasanoff που επισκέφτηκε με κάποιους φίλους την εταιρία Midway Games, έπαιξαν μερικά παιχνίδια, και είδε τις κινηματογραφικές προοπτικές που ανοίγονταν. Το αφεντικό όμως της Midway, ο Neil D. Nicastro, δεν πίστευε ότι μπορούσε να πετύχει στο σινεμά, ειδικά μετά από τις αρκετές αποτυχημένες διασκευές βίντεο-γκέιμ που είχαν προηγηθεί. Έτσι, ο Kasanoff πέτυχε να πάρει μόνο μέρος των δικαιωμάτων.
  • Ενώ υπήρχαν σημαντικά ονόματα στους υποψήφιους για τη σκηνοθεσία (ανάμεσα τους οι Rob Cohen, Steve Barron και Dwight Little), οι παραγωγοί εμπιστεύτηκαν τον άσημο Paul W.S. Anderson, που μόλις το 1994 είχε κάνει το ντεμπούτο του. Και μην έχοντας την παραμικρή γνώση πάνω σε ειδικά εφέ, αναγκάστηκε και διάβασε κάθε βιβλίο που ήταν διαθέσιμο.
  • Λόγω ενός τραυματισμού, η Cameron Diaz άφησε τον ρόλο της Σόνια Μπλέιντ. Χειρότερη τύχη είχε ο Steve James, που ήταν ο αρχικός Τζαξ, μια και έφυγε έξαφνα από τη ζωή από καρκίνο του πάγκρεας.
  • Ο Γκόρο ήταν μια animatronic δημιουργία των Tom Woodruff Jr. και Alec Gillis, με κόστος 1 εκατομμύριο δολάρια. 13 έως 16 χειριστές μαριονέτας χρειάστηκαν για τις κινήσεις του. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι στα γυρίσματα έσπαγε συχνά, αλλά και ο άνθρωπος που βρίσκονταν μέσα του (κατά κύριο λόγο ο Woodruff) δεν άντεχε πάνω από 2 λεπτά λόγω έλλειψης οξυγόνου. Για αυτό και εμφανίζεται λιγότερο από ό,τι ήθελε το σενάριο. Η δε φωνή του άνηκε στον Kevin Michael Richardson.
  • Η τοποθεσία που επιλέχθηκε στην Ταϊλάνδη για τα γυρίσματα ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω θάλασσας. Έτσι, το συνεργείο αναγκάζονταν καθημερινά να μεταφέρεται μαζί με τον εξοπλισμό μέσω σκαφών τύπου κανό.
  • Το καστ είχε αρκετές βδομάδες περιθώριο ώστε να εκπαιδευτούν πάνω στις πολεμικές τέχνες, με εξαίρεση την Bridgette Wilson που επιλέχτηκε την τελευταία στιγμή (ως αντικαταστάτρια της Cameron Diaz), και ό,τι έμαθε το έμαθε επιτόπου.
  • Δεν υπήρχε αναφορά για ιδιαίτερους τραυματισμούς, αλλά το καστ ήταν που ερμήνευσε τις περισσότερες κι από τις πλέον σκληρές σκηνές μονομαχίας.
  • Οι παραγωγοί ήθελαν να μείνουν πιστοί στο “αιματηρό” γκέιμ, αλλά ταυτόχρονα να διατηρήσουν την αξιολόγηση στο επίπεδο του PG-13. Έτσι στράφηκαν για συμβουλές στην επιτροπή αξιολόγησης, με την πλέον σημαντική που πήραν να αφορά τον θάνατο των χαρακτήρων. Η επιτροπή ήταν σκληρή πάνω στην εικονοποίηση ανθρώπων που σκοτώνονται βάναυσα, αλλά όχι των υπόλοιπων πλασμάτων.
  • Με κόστος 18 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ ευτύχησε να εισπράξει 122,2. Αυτό γέννησε ένα σίκουελ το 1997 (δίχως ανάλογη επιτυχία), μια τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων το 1996 (Mortal Kombat: Defenders of the Realm), και μια ζωντανή το 1998 (Mortal Kombat: Conquest), ενώ η New Line Cinema έφερε το 2021 το reboot. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο ελληνικό βίντεο η σειρά Mortal Kombat: Conquest “κόπηκε” ανά επεισόδια που κυκλοφορούσαν αυτόνομα ως “κανονικά” σίκουελ…

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το σάουντρακ είναι μια μίξη από ηλεκτρονική ποπ και τέκνο, μέχρι και death metal. Σύνδεσμος του με το γκέιμ είναι το Techno Syndrome, εδώ ερμηνευμένο από τους The Immortals, Παρότι δεν βγήκε κάποιο σινγκλ, το άλμπουμ έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ.

Κριτικός: Νίκος Ρέντζος

Έκδοση Κειμένου: 31/3/2020

Νομίζω ότι αν γυρίσεις πίσω στο χρόνο ψάχνοντας μια επιτυχημένη ταινία βασισμένη σε βιντεοπαιχνίδι, τότε η πρώτη εύκολη απάντηση που έρχεται είναι το Mortal Kombat. Δε μιλάμε φυσικά για αποδοχή από τους κριτικούς ταινιών, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις, αλλά για αποδοχή από το κοινό και κυρίως τους φίλους του διάσημου αυτού παιχνιδιού.

Το 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο παιχνίδι Mortal Kombat και η επιτυχία ήταν τεράστια. Απ’ ότι φαίνεται, η μίξη πολεμικών τεχνών και στοιχείων φαντασίας σε ένα παιχνίδι μάχης σώμα με σώμα ενθουσίασε τους gamers εκείνης της περιόδου, που μέχρι τότε έπαιζαν το επίσης απόλυτα επιτυχημένο Street Fighter και Street Fighter II, που καθόρισε το είδος και είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν το Mortal Kombat. Το σημείο που έκανε το Mortal Kombat να ξεχωρίσει ήταν το τέλος της μάχης, όπου ο νικητής αποτελείωνε τον ηττημένο με το λεγόμενο fatality, μια κίνηση χαρακτηριστική κάθε παίκτη που αποτελείωνε τον αντίπαλό του.

Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του παιχνιδιού έρχεται η σειρά της κινηματογραφικής ταινίας. Οι δημιουργοί του παιχνιδιού, Εντ Μπουν και Τζον Τομπάιας, θέλουν να πρωταγωνιστήσει ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ καθώς όταν έφτιαχναν το παιχνίδι αυτόν είχαν στο μυαλό τους. Ο Βαν Νταμ απορρίπτει την πρόταση για να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική μεταφορά του Street Fighter, όπου θα είχε μεγαλύτερο ρόλο και κάπως έτσι αρχίζει η αναζήτηση των κατάλληλων ατόμων για την παραγωγή της ταινίας.

Η σκηνοθεσία πάει στον νεαρό τότε Σκωτσέζο σκηνοθέτη, Πολ Γ. Σ. Άντερσον. Ο Άντερσον είναι γνωστός σήμερα για την πορεία του στις ταινίες δράσης και επιστημονικής φαντασίας και παρότι δε χαίρει γενικότερα ευρύτερης εκτίμησης, εκείνη η αρχική του περίοδος έχει να δείξει μερικά ενδιαφέροντα φιλμς, βάζοντας μέσα, γιατί όχι, ακόμα και το Mortal Kombat. Ο Άντερσον λοιπόν αρχίζει να στήνει την ταινία με ιδιαίτερο άγχος λόγω της απειρίας του, κάτι που κατάφερε να ξεπεράσει στην πορεία, με τη βοήθεια του επιτελείου του και ιδιαίτερα μερικών εκ των πρωταγωνιστών του.

Η ιστορία της ταινίας θέλει να πραγματοποιείται ένα μυστικό τουρνουά πολεμικών τεχνών ανάμεσα στους καλύτερους μαχητές της Γης εναντίον των μαχητών του Απόκοσμου. Γη και Απόκοσμος μάχονται για γενιές ολόκληρες. Όταν οι μαχητές του Απόκοσμου κερδίσουν δέκα συνεχόμενες φορές τη διοργάνωση τότε ο αυτοκράτοράς τους, Σάο Κανγκ, θα μπορέσει να βασιλέψει στη Γη. Εδώ βρισκόμαστε πια στις εννιά νίκες του Απόκοσμου και τα πράγματα είναι κρίσιμα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Έτσι, ο Ράιντεν, θεός του κεραυνού και προστάτης της Γης, μαζεύει μερικούς από τους καλύτερους μαχητές, ανάμεσά τους ο Λιου Κανγκ, ο Τζόνι Κέιτζ και η Σόνια Μπλέιντ, ελπίζοντας να κερδίσουν αυτή τη διοργάνωση.

Θα ξεκινήσουμε με κάποια από τα μειονεκτήματα της ταινίας και θα πάμε στην πορεία στα θετικά της. Βασικότερο πρόβλημα θεωρώ ότι είναι η επιλογή των πρωταγωνιστών και συγκεκριμένα των τριών βασικών. Ο Κριστόφ Λαμπέρτ μπορεί να είναι το μεγαλύτερο όνομα της ταινίας και να βοήθησε αρκετά την παραγωγή αλλά δεν πείθει απόλυτα ως Ράιντεν. Δεν είναι κακός αλλά χρειαζόταν κάτι άλλο ο συγκεκριμένος ρόλος. Επίσης η επιλογή των ηθοποιών που ενσάρκωσαν τον Τζόνι Κέιτζ και τη Σόνια Μπλέιντ (Λίντεν Άσμπι και Μπρίτζετ Γουίλσον αντίστοιχα), ήταν μια επιλογή άστοχη. Ήταν δύο ρόλοι που έπρεπε να πάνε σε ανθρώπους που γνώριζαν πολεμικές τέχνες, όπως συνέβη με τους περισσότερους ηθοποιούς που υποδύθηκαν τους κακούς μαχητές. Εκεί όπως και στην επιλογή του Ρόμπιν Σου ως Λιου Κανγκ, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, γιατί οι ηθοποιοί πείθουν το κοινό ότι γνωρίζουν να μάχονται.

Τα δύο άλλα θεματάκια της ταινίας είναι η χρησιμοποίηση αρκετών ψηφιακών εφέ, που ήταν ακόμα σε αρχικά στάδια, με αποτέλεσμα σήμερα να φαίνονται αρκετά ξεπερασμένα. Ο Άντερσον δεν κατέχει ακόμα τον τρόπο που πρέπει να τα προβάλει στην ταινία και το αποτέλεσμα είναι αρκετά κακό σε μερικές σκηνές, όπως το ίδιο συμβαίνει και σε μερικές σκηνές μάχης, λόγω της απειρίας του Άντερσον, που φαίνεται όμως να βελτιώθηκε στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Και κάπως έτσι πάμε στα θετικά, συνεχίζοντας με το χειρισμό της κάμερας σε σκηνές μάχης που βελτιώνεται σημαντικά και φανερώνει ότι ο Άντερσον το δούλεψε, ακούγοντας και συμβουλές από τον έμπειρο στο είδος, Ρόμπιν Σου, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αποτέλεσμα είναι να έχουμε μερικές καλές σκηνές μάχης και μερικά ενδιαφέροντα σκηνικά, που με την κάμερα του Άντερσον γίνονται ακόμα καλύτερα, όπως για παράδειγμα η μάχη του Τζόνι Κέιτζ με τον Σκόρπιο στο δάσος και η μονομαχία Λιου Κανγκ με το ΣαμπΖίροου.

Ένα ακόμα θετικό είναι ο σχεδιασμός του Γκόρο, θηριώδους πλάσματος με τέσσερα χέρια και όψη τρομακτική. Πρακτικό εφέ που χρειάζονταν περίπου δώδεκα άτομα για να κάνει ολοκληρωμένες κινήσεις. Πόσο μου λείπουν εκείνες οι εποχές των πρακτικών εφέ! Χάνονταν η αληθοφάνεια αλλά υπήρχε μια μαγεία σε όλο αυτό.

Φυσικά το Mortal Kombat δεν είναι καμία αψεγάδιαστη ταινία πολεμικών τεχνών, ούτε κάτι που δε θα μπορούσε να είχε γίνει καλύτερα, αν ίσως υπήρχε ένας σκηνοθέτης Κινέζος, που θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερο θέαμα στις σκηνές μάχης, εκεί που είναι όλη η ουσία της ταινίας. Φτιάχνεις μια ταινία βασισμένη σε ένα βιντεοπαιχνίδι μάχης άρα ποντάρεις στη δυναμικότητα των μαχών.

Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα και με ένα προσχηματικό, μέτριο σενάριο με μέτριες ερμηνείες έχουμε μια εκδοχή του Enter The Dragon για νεότερες γενιές, χωρίς να έχουμε όμως τον Μπρους Λι ή τον Τζιμ Κέλι. Σίγουρα εδώ θα βοηθούσε η προσθήκη έστω του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Όπως και να έχει όμως, είκοσι πέντε χρόνια μετά, το Mortal Kombat, έχει μια καλτ διάσταση, είναι διασκεδαστικό για εμάς που ζήσαμε τη δεκαετία του 1990 και παραμένει μια περίπτωση επιτυχημένης ταινίας βασισμένη σε βιντεοπαιχνίδι.

Υ.Γ. Ξέχασα το άξιο αναφοράς σάουντρακ που το 1995 είχε κάνει πάταγο. Κάθε φορά που μια μάχη ξεκίναγε στην οθόνη έπαιζε εκείνη τρανς μουσική που έχει συνδεθεί απόλυτα με την ταινία…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *