Το «Moonage Daydream» ρίχνει φως στη ζωή και την ιδιοφυΐα του Ντέιβιντ Μπόουι, ενός από τους πιο παραγωγικούς κι επιδραστικούς καλλιτέχνες της εποχής μας. Με μια καλειδοσκοπική αφήγηση που κάνει σλάλομ μέσα από άφθονο και μεγαλειώδες υλικό που έρχεται στην επιφάνεια για πρώτη φορά, το φιλμ αντλεί από τις συναυλίες, από τα στούντιο και από τα παρασκήνια για να παρουσιάσει μια κινηματογραφική οδύσσεια μεγάλου μήκους.

Σκηνοθεσία:

Brett Morgen

Κύριοι Ρόλοι:

David Bowie … ο ίδιος (αρχείο)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Brett Morgen

Παραγωγή: Brett Morgen

Μοντάζ: Brett Morgen

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Moonage Daydream
  • Ελληνικός Τίτλος: Moonage Daydream

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερου ντοκιμαντέρ.

Παραλειπόμενα

  • Αυτή είναι η πρώτη ταινία πάνω στον David Bowie που ενέκρινε ο οίκος των κληρονόμων του.
  • Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για την κατασκευή της ταινίας και άλλους 18 μήνες για τον ηχητικό σχεδιασμό, τη χρωματική παλέτα της φωτογραφίας και τα εμβόλιμα animation στοιχεία. Κι ενώ ο Brett Morgen ήταν γνωστό πως εργάζονταν πάνω σε αυτήν όλα αυτά τα χρόνια, ο τίτλος (προερχόμενο από τραγούδι του 1971) έγινε διαθέσιμος μόνο με την ολοκλήρωση της.
  • Η παγκόσμια πρεμιέρα του έγινε εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ Κανών.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 12/10/2022

Η παράθεση του David Bowie με την αναφορά στον Νίτσε και τον αφανισμό του θεού που ανοίγει την ταινία, παρουσιάζει τη φιλόδοξη θεματική με την οποία ο σκηνοθέτης Brett Morgen προσεγγίζει τη μακρά και πολύπλοκη ζωή και καριέρα του Bowie, μια οπτική που θεώρησα ότι δύσκολα η ταινία θα μπορούσε να διατηρήσει μέχρι το τέλος της. Ο Bowie ήταν σαγηνευμένος με τον τρόπο που η ποπ κουλτούρα μπορούσε να αρθρώσει βαθιές και ριζοσπαστικές ιδέες ακόμα και με επιφανειακό τρόπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ο ίδιος σαν φιλόσοφος.

Το “Moonage Daydream” για μένα είναι μια διχαστική ταινία. Από τη μια, αναμένεται να ενθουσιάσει τους θαυμαστές του Bowie -και μιλάω για τους απόλυτους θαυμαστές, όχι αυτούς που απλώς αγαπούν τον Starman- με τη δημιουργικότητα που παρουσιάζει ο Morgen και την πρωτοτυπία που επιδεικνύει με το να προσφέρει κάτι που περισσότερο μοιάζει με νοητικό ταξίδι παρά με ντοκιμαντέρ. Από την άλλη, ο πλεονασμός ορισμένων παρατηρήσεων στις οποίες η ταινία επιστρέφει σε εξαντλητικό βαθμό επιχειρώντας μια ενδοσκόπηση χωρίς να ενδιαφέρεται για εξωγενή στοιχεία, ίσως καθιστά υπερβολική τη μακρά διάρκεια της σε σχέση με όσα αποκαλύπτει.

Ως κάποιος που, στις κομβικές και δύσκολες ηλικίες, διδάχτηκε μέσα από τον Bowie αρκετά πράγματα για τη ζωή, αναγκαστικά εκτίμησα που βρήκα να επισημαίνονται ξεκάθαρα οι δύο θεμελιώδεις «διδασκαλίες» του: πρώτον ότι συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας μόνο μέσω της σταθερής αλλαγής, και δεύτερον ότι το χάος είναι η φυσική μορφή του σύμπαντος άρα και της ύπαρξης. Πιστός σε αυτές, ο Morgen δημιουργεί μια εξαιρετικά χαοτική ταινία που στη ροή της ανακατεύει τα πάντα χωρίς χρονική ή θεματική ιεραρχία. Όμως όσο συνεπής κι αν δείχνει με τη συγκλονιστική και διαρκώς μεταβαλλόμενη ύπαρξη του Bowie, δεν μπορώ να αγνοήσω τις σκέψεις μου για το κατά πόσο αυτός ο χειρισμός ευνοεί την αποτελεσματικότητα της.

Λάτρεψα το γεγονός ότι είδα για πρώτη φορά τόσο πολύ αδημοσίευτο υλικό που έγινε διαθέσιμο στον Morgen, κάτι που δεν έχει να κάνει με το κομμάτι της νοσταλγίας, αλλά με το ότι έγινα μάρτυρας αυτών των ιστορικών στιγμών που περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου, και η δουλειά που έχει γίνει στην αποκατάστασή του, ιδιαίτερα στο ηχητικό κομμάτι, είναι αδιαμφισβήτητα εντυπωσιακή. Το υλικό αυτό μπλέκεται με το ήδη διαθέσιμο, και μαζί αντιπαρατίθενται με έναν οπτικό χείμαρρο αναφορών σε δημιουργούς όπως ο Κίτον, ο Κιούμπρικ και ο Μουρνάου, που πέφτουν πάνω μας σαν απανωτά χτυπήματα, και με animation που ερμηνεύει τους ήχους του Bowie κάνοντας χρήση υπερ-κορεσμένων χρωματικών αποχρώσεων.

Μου άρεσε που ο ήχος ήταν ασυνήθιστα δυνατός στην αίθουσα και ανά φάσεις αρκετά οξύς, σε σημείο που είναι αδύνατο να μην το αντιληφθεί η ακοή του θεατή. Ακόμα κι αν τελικά κουράστηκα από τη συστηματική επανάληψη εκκωφαντικών ηχητικών παροξυσμών που ακολουθούσαν υποτιθέμενες νοηματικές σιωπές, είπα στον εαυτό μου ότι ναι, ο Morgen έχει πρωτότυπες ιδέες σε σχέση με τη φόρμα, που όμως του αρέσουν υπερβολικά πολύ ώστε να τις επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, σε σημείο που να γίνονται τετριμμένες, ίσως και ενοχλητικές.

Προφανώς για τον Morgen, ο Bowie παραμένει για πάντα ο Ziggy Stardust, αφού ο Ziggy τρώει τις άλλες περσόνες του Bowie, κάτι που είναι κρίμα αλλά και αναμενόμενο ταυτόχρονα. Η ταινία διατηρεί μια πολύ χαλαρή χρονολογική συνέχεια χωρίς καμία ημερολογιακή υποσημείωση, εκτός από αυτές που δίνει ο ίδιος ο Bowie μέσω του λόγου του. Με αυτό τον τρόπο η ταινία υπερτονίζει την αέναη εσωτερική αναζήτησή του, με τα συχνά επαναλαμβανόμενα πλάνα ενός Bowie που κάνει βόλτα στην Ασία, στις κυλιόμενες σκάλες ενός εμπορικού κέντρου, και στους σκοτεινούς δρόμους διάσημων συνοικιών όπου μοιάζει να αναζητά κάτι, αλλά τι πραγματικά είναι αυτό; Μια νέα θρησκεία; Μια σύγκρουση με την πραγματικότητα μιας συνηθισμένης ύπαρξης; Ή απλώς ένα εξωτικό στοιχείο;

Γίνεται εξαρχής σαφές ότι ο Morgen απαλλάσσει την ταινία του από τα συνηθισμένα στοιχεία κάθε άλλου μουσικού ντοκιμαντέρ, όπως τις σύγχρονες συνεντεύξεις με φίλους και συνεργάτες. Παρότι επικίνδυνο για να γίνει ευρύς κανόνας, είναι αναζωογονητικό να μην παρακολουθείς τις αναμνήσεις και τις απόψεις τρίτων, ειδικά στην περίπτωση του Bowie όπου τα βίντεο -μια μεγάλη του αγάπη όπως δηλώνει ο ίδιος στην ταινία- που καταγράφουν σκέψεις και πειραματισμούς του, μοιάζουν ανεξάντλητα. Πραγματικά ενδιαφέροντα είναι τα κλιπάκια από συνεντεύξεις μιας άλλης τηλεοπτικής εποχής, όπου κόντρα στον εμφανή συντηρητισμό των παρουσιαστών, ο Bowie, ευχάριστος αλλά σοβαρός, ντροπαλός αλλά ανυπόκριτος, μοιάζει με ηθοποιό που καλείται να αυτοσχεδιάσει, προσπαθώντας να μεταφέρει βαθιές και συνεχώς εξελισσόμενες σκέψεις και ανησυχίες γύρω από την ύπαρξή του.

Παρότι καταλαβαίνω ότι το “Moonage Daydream” είναι η προσωπική ματιά του δημιουργού πάνω στον Bowie, δυσκολεύτηκα να καταλάβω γιατί ορισμένα πράγματα δεν υπήρχαν μέσα στην ταινία, όπως την πλήρη απουσία του Lou Reed ή του Iggy Pop, ακόμα και στην κατά τα άλλα σωστά τεκμηριωμένη περίοδο του Βερολίνου, τη στιγμή που γίνονται συγκεκριμένες αναφορές στον Brian Eno. Επίσης, γιατί ενώ το ζήτημα του θανάτου παρουσιάζεται σαν κεντρικό στις σκέψεις του Bowie, η πρωτοφανής καλλιτεχνική δημιουργία του Blackstar εξετάζεται εντελώς φευγαλέα μόνο με μια οπτική και καμία λεκτική αναφορά. Πιστεύω πως αυτή θα ήταν η καλύτερη δυνατή κατάληξη στο πλαίσιο της μεταφυσικής απεικόνισης που μας δίνει η ταινία, και η απουσία της μου υποβιβάζει σε μεγάλο βαθμό την εντυπωσιακή δουλειά που κάνει εδώ ο Morgen.

Γεμάτο με εικόνες που δεν έχετε ξαναδεί και ήχους που δεν έχετε ξανακούσει ποτέ, το “Moonage Daydream” θα πρέπει να είναι η απόλυτη γιορτή για όποιον αγαπά τον Bowie, ειδικά αφού ο Brett Morgen μάς προσφέρει μια αληθινή καλλιτεχνική δημιουργία που ξεπερνά τους κώδικες του ντοκιμαντέρ. Η αποτελεσματικότητα του συνόλου όμως ενδέχεται να διαφέρει σημαντικά από θεατή σε θεατή.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *