
Έπειτα από χρόνια αποξένωσης, η Άρτεμις αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα για να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα της. Αντιμέτωπη με έναν κατά βάση άγνωστο σε αυτήν άνθρωπο και μια πρωτόγνωρη και δύσκολη συνθήκη, θα προσπαθήσει να ανταπεξέλθει όσο καλύτερα μπορεί. Όταν τυχαία ανακαλύψει το καλά κρυμμένο μυστικό του πατέρα της, όλα όσα θέλησε ποτέ να ρωτήσει θ’ απαντηθούν μεμιάς. Τα κομμάτια του πάζλ της σχέσης τους θα μπουν στη θέση τους, κι εκείνη θα μπορέσει να τον γνωρίσει και να τον αγαπήσει αληθινά για πρώτη φορά.
Σκηνοθεσία:
Ζακλίν Λέντζου
Κύριοι Ρόλοι:
Σοφία Κόκκαλη … Άρτεμις
Λάζαρος Γεωργακόπουλος … Πάρις
Νικήτας Τσακίρογλου … Ιάκωβος
Μαρία Ζορμπά … η μητέρα της Άρτεμις
Έλενα Τοπαλίδου … Άννα
Καίτη Ιμπροχώρη … Καίτη
Νικόλας Χανακούλας … Κώστας
Αλέξανδρος Σωτηρίου … Σταμάτης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ζακλίν Λέντζου
Παραγωγή: Φένια Κοσοβίτσα
Μουσική: Delphine Malaussena
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Κουκουλιός
Μοντάζ: Σμαρώ Παπαευαγγέλου
Σκηνικά: Σταύρος Λιόκαλος
Κοστούμια: Εύα Γουλάκου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Σελήνη, 66 Ερωτήσεις
- Διεθνής Τίτλος: Moon, 66 Questions
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Σοφία Κόκκαλη) στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) και μοντάζ στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη και πρώτο γυναικείο ρόλο (Σοφία Κόκκαλη).
Παραλειπόμενα
- Παγκόσμια πρεμιέρα σε παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
- Μεγάλου μήκους ντεμπούτο για τη Ζακλίν Λέντζου, μετά από μια σειρά πετυχημένων ταινιών μικρού μήκους.
- Στην παραγωγή συμμετέχει και η γαλλική εταιρία Luxbox.
Κριτικός: Λήδα-Ειρήνη Αδάμου
Έκδοση Κειμένου: 2/3/2021
Το νέο κύμα του ελληνικού σινεμά ξαναχτυπά, με την ταινία Σελήνη, 66 Ερωτήσεις της Ζακλίν Λέντζου να μη δύναται να κάνει τίποτα παραπάνω από το να επαναλαμβάνει αυτή την κλασική post-weird λογική, που ακόμη και οι κύριοι «θιασώτες» του έχουν προ πολλού απωλέσει.
Για να είναι κάποιος σ’ αυτό το σημείο και απολύτως ειλικρινής, είναι πλέον γεγονός πως οι μέρες του “Greek Weird Wave” έχουν ανεπιστρεπτί περάσει. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ακόμη και η άξια λόγου ερμηνεία της Σοφίας Κόκκαλη μοιάζει τρόπον τινά παρωχημένη.
Ποιο είναι όμως αυτό το συστατικό στοιχείο που κρατά κάποιον πραγματικά αφοσιωμένο στο φιλμ της Ζακλίν Λέντζου; Ίσως όλα αυτά τα τρόπον τινά ευαίσθητα ζητήματα τα οποία πραγματεύεται η ταινία, και αφορούν όχι μόνο στη σχέση γονέα-παιδιού ή πιο συγκεκριμένα στη σχέση πατέρα-κόρης, αλλά στο κατά πόσο στα σοβαρά παίρνει ένα άτομο την πορεία του προς την ενηλικίωση. Και πώς το καταφέρνει αυτό η ταινία; Μέσω της ανάδειξης από τη δημιουργό της συνήθειας της πρωταγωνίστριας να καταγράφει ημέρα την ημέρα, με τον δικό της μοναδικό τρόπο, τα γεγονότα της ζωής της, όχι σε χαρτί αλλά στον ίδιο της τον εγκέφαλο. Και τοιουτοτρόπως, μετέπειτα, μέσω της καταγραφής αυτής, το έργο της να εξελίσσεται…
Η ταυτότητα που αποκτά συνεπώς το φιλμ μέσω της ιδιαίτερης γραφής της σκηνοθέτιδας (που υπογράφει και το σενάριο), δίνοντας σάρκα και οστά σ’ αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως ένα «ημερολόγιο ενηλικίωσης», είναι αυτό το συστατικό που εξισορροπεί τις πρώτες εντυπώσεις μιας επαναληπτικής post-weird (όπως προείπαμε) φιλοσοφίας , την οποία αποπνέει το φιλμ της αθηναίας δημιουργού.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 19/11/2021
Η Άρτεμις επιστρέφει μετά από χρόνια στο πατρικό της σπίτι στην Αθήνα για να φροντίσει τον σωματικά και νοητικά καταβεβλημένο πατέρα της. Δύο μέχρι πρότινος ουσιωδώς άγνωστοι άνθρωποι θα αναγκαστούν να έρθουν κοντά. Όσο εκείνη πλησιάζει στον περίκλειστο κόσμο του πατέρα, τόσο μυστικά και ψέματα του παρελθόντος αρχίζουν να της φανερώνουν εκδοχές του που ουδέποτε φανταζόταν ότι θα γνώριζε.
Η Ζακλίν Λέντζου, προκειμένου να αφηγηθεί αυτή την ιδιόμορφη ιστορία ενηλικίωσης, εμπιστεύεται μεγάλες σε διάρκεια σεκάνς που οπτικοποιούν το ψυχικό κενό ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες και το αντιδιαστέλλουν με την επιβεβλημένη φυσική εγγύτητα της φροντίδας. Η Άρτεμις υποχρεούται να στέκεται συνεχώς δίπλα στον πατέρα της, να τον βοηθά σε κάθε του κίνηση, να τον κουβαλά κυριολεκτικά, ωστόσο η συναισθηματική τους απόσταση παραμένει αγεφύρωτη.
Οι σκηνές στους άδειους χώρους του σπιτιού που ανήκουν στην αύρα της πατρικής παρουσίας εξερευνούν το κενό της επικοινωνίας μεταξύ πατέρα και κόρης. Απεικονίζουν μία αόρατη τάφρο που καταδικάζει τους δύο σε αιώνιο χάσμα και κάθε τους σύγκλιση σε προϋπόθεση έκρηξης. Είναι ένας «τόπος» τον οποίο η Άρτεμις αρχίζει να κατακτά πρώτα ακουσίως, όπως κανείς επιστρέφει σε άβολες αναμνήσεις του παρελθόντος του. Η «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» είναι άλλωστε και μία ταινία υψηλότατης συναισθηματικής ακρίβειας για την αίσθηση της επιστροφής στο σπίτι, μία κατάσταση με τις δικές της συμβάσεις και συνδηλώσεις, τα δικά της άρρητα και τις μοναχικές στιγμές που πλημμυρίζουν από εικόνες της παιδικής ηλικίας, όχι όμως γεμάτες γέλια και χαρές. Μία ενδοσκόπηση που κυριαρχείται από το ερώτημα του κατά πόσο αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως εαυτό είναι αποτέλεσμα όσων έλαβαν χώρα στο παρελθόν ανάμεσα σε αυτούς τους τείχους που αποκαλούμε σπίτι.
Περικλείοντας τον άφατο χείμαρρο συναισθημάτων στις συσπάσεις του προσώπου της Σοφίας Κόκκαλη, η οποία αποδίδει εδώ εξαιρετικά, η ελληνίδα δημιουργός θέτει τον χαρακτήρα της σε μια σταδιακή, σχεδόν απρόθυμη, διαδικασία εξερεύνησης. Η Άρτεμις πρέπει πρώτα να κατανοήσει προκειμένου να εξετάσει αν δύναται να αποδεχθεί τις αντιφάσεις της πατρικής φιγούρας. Ο δικός της πατέρας ήταν μονίμως εκεί μα πάντα απών, οι χώροι του σπιτιού που με δική του επιλογή είναι «στην άκρη του κόσμου» γεμίζουν από την αίσθηση του κυρίαρχου ρόλου του, όχι από τη φυσική του παρουσία αλλά από τη «σκιά» του. Όσο εκείνη αναπαριστά τις ενέργειες του στα άδεια δωμάτια, εκείνος παραμένει ωσεί παρών σε κάθε της κίνηση. Και όσο αυτή εμβαθύνει μονομερώς στη σχέση τους, τόσο το αίνιγμα του πατέρα της πλησιάζει στη λύση του.
Η ταινία της Ζακλίν Λέντζου θυμίζει κάτι από φευγαλέα ανάμνηση: τα φιλμάκια της παιδικής ηλικίας που φέρνουν στο νου τον Γιόνας Μέκας, η εναλλαγή του τόνου ανάμεσα στις μεγάλου βάρους σκηνές θεραπείας και τα παιγνιώδη διαλείμματα στην πισίνα διαμορφώνουν μία αυθεντική συγκινησιακή ατμόσφαιρα. Με αφηγηματική οικονομία, που υποκρύπτει μία αφάνταστη ψυχική γενναιοδωρία, η «Σελήνη» διαθέτει μία καρδιά που χτυπάει δυνατά και ένα φως που χαϊδεύει τις σκοτεινές γωνιές της μνήμης για να τις απαλλάξει από τα συμπλέγματα που ορίζουν το κενό ανάμεσα στους δύο ανθρώπους της ταινίας. Παράλληλα, τελεί σε διαρκή επικοινωνία με τη γενιά της, τόσο στις κινηματογραφικές αναφορές της όσο και στον τρόπο που αφομοιώνει τη γραφικότητα του χάσματος με τις προηγούμενες γενιές (θεσπέσιες οι σεκάνς του ευρύτερου οικογενειακού συμβουλίου). Συνολικά, πρόκειται για μία άρτια κατασκευή που συγκινεί αβίαστα και οδηγεί την ιστορία σε μία λύτρωση, ουδόλως προφανή, μα απολύτως αναγκαία.
Βαθμολογία: