Σε έναν φανταστικό Καναδά, όπου ένας νέος νόμος επιτρέπει σε αναξιοπαθούντες γονείς να εγκαταλείψουν τα προβληματικά παιδιά τους στα νοσηλευτικά ιδρύματα, μια χήρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον ταραχοποιό και βίαιο γιο της. Ενώ και οι δύο προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα ζώντας κάτω από την ίδια στέγη, η Κάιλα, μια μυστηριώδης γειτόνισσα, προσφέρει τη βοήθειά της. Καθώς η συγκινητική παρουσία της γίνεται ολοένα και πιο έντονη, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με τη δική της ζωή.

Σκηνοθεσία:

Xavier Dolan

Κύριοι Ρόλοι:

Anne Dorval … Diane ‘Die’ Despres

Antoine Olivier Pilon … Steve O’Connor Despres

Suzanne Clement … Kyla

Alexandre Goyette … Patrick

Patrick Huard … Paul Beliveau

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Xavier Dolan

Παραγωγή: Xavier Dolan, Nancy Grant

Μουσική: Noia

Φωτογραφία: Andre Turpin

Μοντάζ: Xavier Dolan

Σκηνικά: Colombe Raby

Κοστούμια: Xavier Dolan

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Mommy
  • Ελληνικός Τίτλος: Mommy

Κύριες Διακρίσεις

  • Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτος αντρικός ρόλος (Antoine Olivier Pilon), πρώτος γυναικείος ρόλος (Anne Dorval), δεύτερος γυναικείος ρόλος (Suzanne Clement), φωτογραφία, μοντάζ και μακιγιάζ στα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο σε ακόμα 4 κατηγορίες.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
  • Καλύτερη ξένη ταινία στα Cesar.
  • Επίσημη πρόταση του Καναδά για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Είναι γυρισμένο στις αντισυμβατικές διαστάσεις κάδρου 1:1 (απόλυτα τετράγωνο), και με κάμερα στο χέρι. Ο δημιουργός αρνήθηκε ότι το έπραξε αυτό για να παραπέμπει στο Instagram, τονίζοντας ότι με αυτό το κάδρο ξεκίνησε η τέχνη του κινηματογράφου.
  • Ο Xavier Dolan δήλωσε πως άντλησε έμπνευση από τη μητέρα του. Η ιδέα τού ήρθε όταν γύρισε το βίντεο-κλιπ College Boy των Indochine, στο οποίο εμφανίζονταν ο Antoine-Olivier Pilon και είχε επίσης κάδρο 1:1. Πρόσθετη έμπνευση πήρε κι από ένα άλλο τραγούδι, το Experience του Ludovico Einaudi.
  • Έχοντας το ελεύθερο από τον σκηνοθέτη, οι ηθοποιοί έγραφαν εκ νέου ατάκες τους κατά τα γυρίσματα.
  • Το Netflix απέκτησε τα δικαιώματα του φιλμ για την πλατφόρμα του στη Μεγάλη Βρετανία, προσαρμόζοντας όμως κατά το δοκούν το κάδρο. Ο σκηνοθέτης αυτό δεν το επέτρεψε (“πάρτε το όπως είναι, η διαγράψτε το”), με το συνδρομητικό κανάλι να το επαναφέρει στο 1:1.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 28/4/2015

Μόλις στα 25 του χρόνια, ο καναδός σκηνοθέτης Ξαβιέ Ντολάν, ήδη στην πέμπτη του μεγάλου μήκους δημιουργία, μπορεί επίσημα να καυχιέται ότι είναι ο νεότερος κινηματογραφιστής με πρώτο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών (1 χρόνο νεότερος από τον Στίβεν Σόντεμπεργκ, νικητή το 1989 με το “Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες”). Η νέα του ταινία έρχεται με ορμή και συνθλίβεται στα βράχια, οδηγεί και οδηγείται στον γκρεμό, την ώρα που ο ίδιος φαίνεται να το απολαμβάνει. Διαδραματιζόμενη σε έναν φανταστικό Καναδά (που τελικά πολύ φανταστικός δεν είναι) αφηγείται όσο πιο αριστοτεχνικά γίνεται μια ιστορία αφοσίωσης, αλληλοσυμπλήρωσης, εκρηκτικής βίας, αλλά και θλιβερής ευαισθησίας. Χωρίς να πρωτοτυπεί σεναριακά, το φιλμ κατορθώνει να ενσταλάξει το δικό του προσωπικό στίγμα, να αφήσει στην άκρη τις συγκαταβατικότητες και να παρουσιάσει τη φωτεινότητα του πόνου, την τρυφερή χυδαιότητα ανθρώπων που αγαπιούνται βαθιά, που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζουν ο ένας για τον άλλο. Ο Στιβ, η Ντιάν και στη συνέχεια η τραυματισμένη Καϊλά, συνθέτουν ένα αυτοτροφοδοτούμενο σύνολο, έναν πλανήτη που σε έλκει αργά αλλά αναπόφευκτα στην τρελή τροχιά του, που μερικές φορές σχεδόν ακουμπά τον ήλιο και καίγεται, όμως όταν κινείται φαινομενικά αργά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, σαγηνεύει και κυρίως συγκινεί βαθιά.

Ο Ντολάν αφήνεται ολοκληρωτικά στη μαγεία της κινηματογράφησής του και με εφαλτήριο τον προαιώνιο “ερωτικό” φροϊδικό σύνδεσμο, παραδίδει ένα φιλμ λουσμένο στο χρυσό διαυγές φως. Σκηνοθετώντας με ένταση και χάνοντας επιδέξια τον έλεγχο, προκαλεί συνεχόμενους βανδαλισμούς συναισθημάτων επιχειρώντας να σκιαγραφήσει τη σχέση μιας περιθωριακής μητέρας με τον βίαιο, απροσάρμοστο και διαταραγμένο ψυχολογικά γιο της, αλλά ταυτόχρονα και με την τραυματισμένη, αινιγματική τους γειτόνισσα. Η πλοκή, άστατη και πολλές φορές αμεθόδευτη παραδίνεται κυριολεκτικά στους πρωταγωνιστές με τέτοιο τρόπο ώστε τα οποιαδήποτε ατοπήματά της περνούν χωρίς να γίνονται σχεδόν ποτέ αξιοπρόσεκτα. Οι τρεις βασικοί -και σχεδόν μοναδικοί- χαρακτήρες αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας μια μονίμως ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, καταφέρνοντας παράλληλα να μετατρέψουν τον υπόλοιπο “φυσιολογικό” κόσμο που τους περιβάλλει σε μια απαθή, σχεδόν κατατονική ασημαντότητα.

Ο Αντουάν-Ολιβιέ Πιλόν (ανησυχητικά όμοιος με τον Μακ Μέρφι της “Φωλιάς του κούκου”) ενσαρκώνει χωρίς μέτρο ένα ξανθό, πανέμορφο νεαρό αγόρι που αγαπάς να μισείς. Μοιάζοντας με μια ασταθή πυρηνική βόμβα εφηβικής ενέργειας εναλλάσσει εξαίσια τη διαταραγμένη βιαιότητα, το σφίξιμο των μυών του προσώπου και τη ιστριονική, σχεδόν αιμομικτική οικειότητα, με ξεσπάσματα παιδικότητας, τρομακτικές κορυφώσεις στοργής και αβάσταχτες συναισθηματικές εκρήξεις. Η Αν Ντορβάλ στο ρόλο της Ντιάν (ή “Ντι”) παραδίδει ανεπιτήδευτα την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, ενσαρκώνοντας μια μητέρα στο μεταίχμιο της κοινωνίας. Έναν χαρακτήρα με κότσια και δύναμη, έτοιμο πάντα να προσφέρει τη σκληρή και βίαιη αγκαλιά μιας πικραμένης συμφιλίωσης. Μια γυναίκα, που χωρίς τελικά να διαφέρει και πολύ από το γιο της, γέννα μια αναπάντεχη φιλία με την ντροπαλή Καϊλά (εξίσου εξαιρετική η Σουζάν Κλεμάν), η οποία αποδεικνύεται πολύ περισσότερο σημαντική απ`ότι ο άτεχνα αδιάφορος διάλογός τους προσπαθεί μάταια να κρύψει.

Ίσως το πιο ευφάνταστο (σίγουρα πάντως το πιο ριψοκίνδυνο) εφεύρημα του Ντολάν είναι το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μήκος της η ταινία είναι γυρισμένη στις ασυνήθιστες αναλογίες 1:1. Η εικόνα μοιάζει με ένα μεγάλο, τετράγωνο κουτί, σαν μια φωτογραφία τραβηγμένη από κινητό, με πλαίσια που στενεύουν, που πνίγουν, όπως εξάλλου και οι ίδιοι οι φρενήρεις διάλογοι. Οι λήψεις μοιάζουν αδιέξοδες, περιχαρακωμένες μέσα στις αυστηρές και ισόπλευρες διαστάσεις τους. Εκεί που πια οι περιορισμένοι ορίζοντες γίνονται κλειστοφοβικό βίωμα, ξάφνου το φιλμ αρχίζει να αναπνέει. Ο Στιβ κυριολεκτικά σπρώχνει τις δυο άκρες της κάμερας, ανοίγοντας με τα χέρια του το πλαίσιο, κάνοντάς σε να βλέπεις τον ορίζοντα, να μακραίνει ο δρόμος μπροστά σου, να αλλάζουν οι διαστάσεις και οι προοπτικές. Όμοιο με βαθιά εισπνοή, αυτό το άρτια κατασκευασμένο καλλιτεχνικό τρικ, ξεδιπλώνεται με μεγαλοπρέπεια, αποτυπώνοντας αριστουργηματικά αυτό που αγωνιωδώς οι χαρακτήρες της ταινίας (μαζί τους και εμείς) αναζητούν: την ελπίδα.

Φέρνοντας στο νου για ακόμη μια φορά το σπαραξικάρδιο ληκτικό κολάζ (επενδυμένο με τους μεγαλόπρεπους ήχους του Λουντοβίκο Εϊνάουντι) εικόνων μιας άλλης ζωής, που καταρρέουν μπροστά στην πικρή και δυσοίωνη πραγματικότητα, δεν μπορείς πάρα να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι το “Mommy” πρόκειται για την πιο ζεστή, ανθρώπινη και λιγότερο ναρκισσιστική ταινία του εικοσιπεντάχρονου (!) κινηματογραφιστή. Ένα δράμα απόλυτα ειλικρινές και αναζωογονητικό, χωρίς το παραμικρό ίχνος επίπλαστης ή κατασκευασμένης συναισθηματικότητας. Ισορροπώντας ανάμεσα στο στιλ (οι κινούμενες λήψεις είναι για ανθολογία) και την ουσία, ο Ντολάν κάνει ένα αποφασιστικό, μεγάλο βήμα μπροστά, εξερευνώντας την εκρηκτική δύναμη της φύσης των σχέσεων, η οποία ταυτόχρονα αντικατοπτρίζει την καταπιεσμένη οργή εκείνης της απόκοσμης έλξης, που ουδέποτε θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις ως “βολική”. Πάνω απ`όλα όμως, αυτό το διαταραγμένο και απαιτητικό φιλμ, συνθέτει μια βαθιά και ρωμαλέα σπουδή χαρακτήρων, απαθανατίζοντας με υπέροχη αμετροέπεια αυτό που θα μπορούσε ιδιότυπα να χαρακτηριστεί ως μια αυθεντική γιορτή ωμού και αρχέγονου συναισθήματος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *