Ο Μισισιπής Καίγεται
- Mississippi Burning
- 1988
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Εποχής, Θρίλερ, Ιστορική, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ
- 22 Μαρτίου 1989
1964. Τρεις ακτιβιστές για την υπεράσπιση της πολιτικής ισότητας και ελευθερίας εξαφανίζονται μυστηριωδώς στον αμερικανικό νότο, και οι πράκτορες του FBI Άλαν Γουάρντ και Ρούπερτ Άντερσον αναλαμβάνουν να ερευνήσουν την υπόθεση. Η έρευνά τους όμως δεν οδηγείται πουθενά, μέχρι τη στιγμή που η γυναίκα του τοπικού σερίφη αποφασίζει να εκμυστηρευτεί ορισμένες αποκαλυπτικές πληροφορίες που ανατρέπουν τα μέχρι τότε δεδομένα.
Σκηνοθεσία:
Alan Parker
Κύριοι Ρόλοι:
Gene Hackman … πράκτορας Rupert Anderson
Willem Dafoe … πράκτορας Alan Ward
Frances McDormand … Κα Pell
Brad Dourif … υπαστυνόμος Clinton Pell
R. Lee Ermey … δήμαρχος Tilman
Gailard Sartain … σερίφης Ray Stuckey
Stephen Tobolowsky … Clayton Townley
Michael Rooker … Frank Bailey
Pruitt Taylor Vince … Lester Cowens
Badja Djola … πράκτορας Monk
Kevin Dunn … πράκτορας Bird
Frankie Faison … εκφωνητής επικήδειου λόγου
Tobin Bell … πράκτορας Stokes
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Chris Gerolmo
Παραγωγή: Robert F. Colesberry, Frederick Zollo
Μουσική: Trevor Jones
Φωτογραφία: Peter Biziou
Μοντάζ: Gerry Hambling
Σκηνικά: Philip Harrison, Geoffrey Kirkland
Κοστούμια: Aude Bronson-Howard
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Mississippi Burning
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Μισισιπής Καίγεται
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ φωτογραφίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Gene Hackman), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Frances McDormand), μοντάζ και ήχο.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Gene Hackman) σε δράμα, και σεναρίου.
- Βραβείο Bafta φωτογραφίας, μοντάζ και ήχου. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και μουσική.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Gene Hackman).
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται μεν σε αληθινή ιστορία, αλλά όλα τα ονόματα των πραγματικών προσώπων έχουν αλλαχτεί. Κάποια, δε, πρόσωπα είναι μυθοπλαστικά, όπως της Κας Πελ. Οι αρκετές ελευθερίες που πήρε το τελικό σενάριο πάνω στα γεγονότα, υπήρξαν αντικείμενο διαμαρτυριών από ακτιβιστές του κινήματος υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
- Ο Alan Parker ήρθε σε αντιμαχία με τον σεναριογράφο πάνω στο κείμενο, με αποτέλεσμα η Orion να αφήσει τον σκηνοθέτη να κάνει σημαντικές αλλαγές επί του σεναρίου, δίχως όμως να μπει το όνομα του στα κρέντιτ.
- Milos Forman και John Schlesinger ήταν ανάμεσα στις επιλογές για τη σκηνοθεσία.
- Ο Brian Dennehy ήταν υποψήφιος για τον πράκτορα Άντερσον.
- Μετά από πρόταση του Gene Hackman, προσπεράστηκε μια σκηνή σεξ του Άντερσον με την Κα Πελ, λέγοντας στον σκηνοθέτη ότι η σχέση τους θα έπρεπε να παραμείνει διακριτική.
- Έχοντας ως τότε στο βιογραφικό του μόνο ασήμαντους ρόλους, ο Tobin Bell (ο μελλοντικός Jigsaw) κάνει εδώ ουσιαστικό ντεμπούτο στο σινεμά.
- Ο Lawrence A. Rainey (στην ταινία αναφέρεται ως σερίφης Ray Stuckey) έκανε μήνυση στην παραγωγή, για παραβίαση της ιδιωτικότητας του και δυσφήμηση. Ο τότε σερίφης όμως των γεγονότων έκανε πίσω, όταν οι δικηγόροι της Orion απείλησαν ότι θα αποδείξουν την αληθινότητα όσων απεικονίζονταν στο φιλμ, και στην ουσία θα τον οδηγούσαν αυτόν σε δίκη.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 14/2/2021
Ο Alan Parker γνώριζε από στρωτό σινεμά, δεν φοβόνταν να μιλήσει για αιχμηρά θέματα, και παρότι υπήρχε μια έντονη ανισότητα και ποικιλία ύφους στις δουλειές του που του στερούσε μια στιβαρή προσωπικότητα ως δημιουργό, πάντρευε εύκολα τα γούστα ακαδημίας και κοινού. Ίσως, μαζί με το Εξπρές του Μεσονυχτίου, να είναι αυτή η ταινία που στέκει ως πλέον χαρακτηριστική του τρόπου που δημιουργούσε αλλά και σκέφτονταν ο Βρετανός, αν κι έχει κάνει -τρεις- καλύτερες δουλειές.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή αλλαγών για τις ΗΠΑ, όπου και το παραμικρό μετρούσε. Ακόμα κι αν σήμερα φαντάζει συντηρητικό να είναι λευκοί οι ήρωες που εργάζονται για το καλό της φυλετικής ισότητας, ήταν και μια πραγματικότητα-καταλύτης που έθετε τις βάσεις για την εμφάνιση έγχρωμων μαρτύρων που θα έδιναν το καίριο χτύπημα στην εγκληματική αδικία αιώνων. Είναι όμως η επιμονή του σεναρίου στη λέξη «μίσος», που κάνει το νόημα να χάνεται. Ο ρατσισμός δεν είναι ένα προϊόν μίσους, και στην ουσία τού δίνεται άλλοθι μια τέτοια αναφορά. Μίσος «δικαιολογούνταν» να έχουν μέσα τους οι καταπιασμένοι, και όχι αυτοί που αλλοίωναν για πρακτικούς λόγους την ορθή λογική. Εκεί μιλάμε για ψυχοπαθητική εγκληματικότητα.
Και μπορεί το φιλμ να χάνει εκείνο τον διάλογο που θα σε έβαζε σε μια απώτερη νοηματική ουσία, αντιμετωπίζει όμως τον ρατσιστή ως κοινό εγκληματία, κι εκεί έχει πράγματα να δείξει. Έτσι, ενώ η πρώτη εικόνα του είναι η γνώριμη εικόνα μιας πολιτικά μάχιμης ταινίας, είναι το αστυνομικό χρονικό της που την αποκόπτει από την επιτήδευση και της δίνει χαρακτήρα. Δεν έχουμε κέρδος αν κατηγορήσουμε αυτό το κομμάτι χωρίζοντας τους ήρωες ανάλογα το χρώμα τους, γιατί έτσι θα πέσουμε στην παγίδα να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα και να αποφύγουμε τις ευθύνες μας για μια ουσιαστική μάχη ενάντια στην κατεστημένη αδικία (και όχι επανάσταση για τη… χαρά της επανάστασης -και των ηγετών της-). Κι αυτό επειδή τείνουμε να πέφτουμε στην παγίδα των ταμπελών, όπου ένας άνθρωπος είναι πρώτα λευκός ή έγχρωμος, ντόπιος ή αλλοδαπός, δεξιός ή αριστερός, κι έπειτα από όλα αυτά… μια μοναδική προσωπικότητα.
Χωρίς να έχουμε κάτι που γράφει ατόφια ιστορία στο αστυνομικό θρίλερ, έχουμε ένταση που σε κρατάει, ανατροπές, εμπόδια παντού, αλλά και αναμέτρηση χαρακτήρων. Κανένα από αυτά δεν θα φτάσει στα υψηλά επίπεδα που ίσως θα ήθελε ο Parker (ειδικά το τελευταίο, το οποίο μοιάζει να μη χωράει στα χρονικά πλαίσια του φιλμ), αλλά όλα κινούνται υπέρ μιας ταινίας που σου αφήνει στη μνήμη σκηνές και φράσεις, και προωθεί εκεί που πρέπει, στον ακαδημαϊκό τρόπο σκέψης (αντίθετα, λογικά θα το μίσησε ο Spike Lee!), δύο πράγματα που πρέπει με επιμονή να αναπαράγονται μέχρι την τελική τους εξάλειψη. Σύσσωμο το καστ φανερώνει στρατευμένη θέληση για το καλύτερο, ενώ τα στάνταρ μιας καλοσκηνοθετημένης αμερικανικής παραγωγής εκείνης της εποχής είναι πανταχού παρόντα.
Καλό σινεμά που αφήνει ένα στίγμα, αλλά κι επιμελημένο τεχνικά με τέτοιον τρόπο, που δεν μπορείς να διαχωρίσεις τα όρια ανάμεσα στη θέληση του για μαχητικότητα και αυτή για τη συμπερίληψη του στην οσκαρική πεντάδα καλύτερης ταινίας. Το ίδιο δίλλημα που βγάζει και το Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ…
Βαθμολογία: