Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λώρενς
- Merry Christmas Mr. Lawrence
- Senjo no Meri Kurisumasu
- 1983
- Ιαπωνία, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ιαπωνικά
- Δραματική, Εποχής, Πολεμική, Πολεμικό Δράμα
Ο αντισυνταγματάρχης Τζον Λώρενς είναι αιχμάλωτος των Ιαπώνων, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελεί αίνιγμα ανάμεσα στους συγκρατούμενους του, καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να έχει ένα είδος επικοινωνίας με τους ιάπωνες δεσμώτες του και μοιάζει ν’ αντιλαμβάνεται την κουλτούρα τους. Οι Ιάπωνες το γνωρίζουν και τον προκαλούν φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με το σύστημα αξιών τους. Οι συνθήκες δυσκολεύουν όταν φέρνουν αιχμάλωτο τον σκληρό, υπερήφανο και θαρραλέο ταγματάρχη Ζακ Σελιέ. Ο Λώρενς ξέρει πως οι φύλακες θα κάνουν τα πάντα για να σπάσουν το ηθικό του Σελιέ. Αυτό που θ’ ακολουθήσει δεν είναι απλά μια μάχη για επιβίωση, είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι η μάχη μεταξύ δύο κοσμοθεωριών.
Σκηνοθεσία:
Nagisa Oshima
Κύριοι Ρόλοι:
David Bowie … ταγματάρχης Jack ‘Strafer’ Celliers
Tom Conti … αντισυνταγματάρχης John Lawrence
Ryuichi Sakamoto … λοχαγός Yonoi
Takeshi Kitano … λοχίας Gengo Hara
Jack Thompson … σμήναρχος Hicksley
Johnny Ohkura … Kanemoto
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Nagisa Oshima, Paul Mayersberg
Παραγωγή: Jeremy Thomas
Μουσική: Ryuichi Sakamoto
Φωτογραφία: Toichiro Narushima
Μοντάζ: Tomoyo Oshima
Σκηνικά: Shigemasa Toda
Κοστούμια: Kazuo Matsuda
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Merry Christmas Mr. Lawrence
- Ελληνικός Τίτλος: Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λώρενς
- Εναλλακτικός Τίτλος: Senjo no Meri Kurisumasu [Ιαπωνία]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λόρενς
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Seed and the Sower του Laurens van der Post.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο Bafta μουσικής.
- Υποψήφιο σε 5 κατηγορίες στα εθνικά βραβεία της Ιαπωνίας, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Βασίζεται σε αληθινές εμπειρίες του Σερ Laurens van der Post, όπως αυτές περιεγράφηκαν στο τρίπτυχο μυθιστόρημα The Seed and the Sower του 1963. Το 1970, ο συγγραφέας έβγαλε και το The Night of the New Moon, όπου συνέχιζε τις αυτοβιογραφικές του αφηγήσεις.
- Πρώτη αγγλόφωνη ταινία στη μακρά καριέρα του Oshima. Ήταν και η πρώτη του για το δυτικό κοινό.
- Ο David Bowie πήρε άμεσα τον ρόλο, όταν ο Oshima τον είδε στη θεατρική παράσταση του Άνθρωπος Ελέφαντας.
- Ο σκηνοθέτης κατάφερε να έχει στη διάθεση του κατασκευασμένο ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων περίπου 10 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, σε ένα απόμακρο νησί της Πολυνησίας, το Ραροτόνγκα. Το μεγαλύτερο του μέρος δεν χρειάστηκε να φαίνεται στην ταινία.
- Ο σκηνοθέτης ήταν αυστηρός στη διεύθυνση των ιαπώνων ηθοποιών, αλλά με τους βρετανούς ίσχυε το “κάντε ό,τι κάνουν οι δικοί σας άνθρωποι”.
- Αναφέρθηκε ότι ο συνθέτης -και για πρώτη φορά εδώ ηθοποιός- Ryuichi Sakamoto λιποθύμησε όταν είδε για πρώτη φορά ολοκληρωμένη την ταινία. Έπειτα δήλωσε ότι δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο άσχημα είχε παίξει.
- Με το πέρας των γυρισμάτων, ο Oshima τύλιγε το ολοκληρωμένο φιλμ σε ένα καφέ χαρτί, και το έστελνε στην Ιαπωνία μέσω του ταχυδρομείου.
- Ο μετέπειτα γνωστός σκηνοθέτης Lee Tamahori εργάστηκε εδώ ως βοηθός σκηνοθεσίας.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Πέρα από το κλασικό σκορ που τον έκανε διάσημο, ο Ryuichi Sakamoto έγραψε και το Forbidden Colours, μια τραγουδιστική εκδοχή του κύριου θέματος, με τη συμβολή του David Sylvian στην ερμηνεία και τους στίχους.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 6/12/2010
Κάποια στιγμή, ο χωριάτης ιάπωνας λοχίας Γκένγκο Χάρα (Τακέσι Κιτάνο) λέει στον άγγλο αιχμάλωτο αξιωματικό Λόρενς (Τομ Κόντι) με αφορμή μια σεξουαλική παρενόχληση αιχμαλώτου από ένα Κορεάτη φρουρό: «όλοι φοβάστε την ομοφυλοφιλία! ένας σαμουράι δεν την φοβάται». Δεκαέξι χρόνια μετά, στην ηλικία των 67 ετών, ο Όσιμα γυρίζει το «Ταμπού» με θέμα τους άρρενες έρωτες μεταξύ των σαμουράι στους παλαιούς χρόνους. Ανατόμος της ερωτικής επιθυμίας γενικότερα (Αυτοκρατορία των Αισθήσεων, Αυτοκρατορία του Πάθους) ο ιάπωνας νεοκυματιστής στο «Καλά Χριστούγεννα κύριε Λόρενς» πιστεύω ότι έχει στο κέντρο του μυαλού του να πει μια ιστορία καταπιεσμένης σεξουαλικότητας ανάλογη με εκείνη του «Λοχία» (1968) του John Flynn με πρωταγωνιστή τον Rod Steiger. Και λέω «στο κέντρο του μυαλού» γιατί από όλα τα θέματα που ανοίγει στο σενάριο, αυτό είναι που καταφέρνει να αποδώσει καλύτερα. Ο επικεφαλής του στρατοπέδου αιχμαλώτων αξιωματικός Γιονόϊ (Ριούιτσι Σακαμότο) είναι νέος, όμορφος, υπερβολικά στυλιζαρισμένος στο κούρεμα και το ντύσιμο, ασκεί την παραδοσιακή ξιφασκία, και η υπηρεσιακή του σοβαρότητα, μετά βίας κρύβει τις ευαισθησίες και την νευρασθένειά του. Ο Ίδιος άλλωστε είναι που επιλέγει να σώσει τον ταγματάρχη Σέλιερς (Ντέιβιντ Μπόουϊ) από μια παρωδία δίκης και να τον φέρει στο στρατόπεδό του, σκεπτόμενος ακόμη και να τον θέσει επί κεφαλής των υπολοίπων αιχμαλώτων. Επιλέγει τον όμορφο χρυσόμαλλο από την πρώτη στιγμή που τον βλέπει. Μαγνητίζεται. Σε λίγο καιρό οι Ιάπωνες υφιστάμενοι θεωρούν ότι ο αρχηγός τους έχει καταληφθεί από το πνεύμα αυτού του «λευκού δαίμονα».
Το άλλο θέμα, της σύγκρουσης δυτικής και ιαπωνικής κουλτούρας μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και το ερωτικό ζήτημα, διαχέεται σε τυχαία και ασύνδετα κομμάτια που δεν έχουν μια γερή, αιτιώδη αφηγηματική και δραματουργική σχέση μεταξύ τους. Μοιάζουν σαν παραδείγματα για να δούμε πόσο αυστηροί, άκαρδοι και ξεροκέφαλοι είναι οι Ιάπωνες και πόσο (λανθασμένα από άποψη τακτικής) συναισθηματικοί οι ευρωπαίοι σύμμαχοι. Ανάμεσά τους ο Λόρενς που αντιλαμβάνεται περισσότερο τους Ιάπωνες και μιλάει τη γλώσσα τους, είναι το διάμεσο, ο μεταφραστής, ο ισορροπιστής σε όλα τα επίπεδα και ο εκπρόσωπος της κοινής λογικής. Είναι αυτός που αντιλαμβάνεται ότι όλοι είναι θύματα θεσμοθετημένων αντιλήψεων, όλοι ταυτόχρονα έχουν άδικο αν αυτές οι αντιλήψεις ακυρώνουν τον ανθρωπισμό ή καταδικάζουν τους παραπλανημένους. Και ο Λόρενς είναι αυτός που αν δεν υπήρχε στο σενάριο, τα περιστατικά, όπως είπαμε, θα έμοιαζαν ακόμη περισσότερο με ένα σπασμωδικό κολάζ από σκηνές και σεκάνς που δύσκολα πείθουν ως αλληλουχία.
Βέβαια, ο Όσιμα είναι μοντέρνος και ούτως ή άλλως δεν θέλει να παράγει δράματα αλλά καμουφλαρισμένα δοκίμια, στοχασμό πάνω στην κοινωνία και την πολιτική. Εξού και η ψυχρή, συγκλονιστικά αντικειμενική ματιά του. Βάζει τον Λόρενς να κριτικάρει τους συμπατριώτες του (άρα κάνει αυτοκριτική) λέγοντας ότι επειδή οι Ιάπωνες έμαθαν να λειτουργούν ως ομάδες και όχι ως άτομα (άρα δεν ανήκουν στην individual society που δημιουργήθηκε στην Ευρώπη από τον Διαφωτισμό και πέρα), μπαίνοντας στο παιχνίδι της κατάκτησης του κόσμου, τρελάθηκαν όλοι ομαδικώς. Παρ’ όλα αυτά, ο συγκερασμός των δυο θεμάτων, της ερωτικής επιθυμίας και της πολιτισμικής σύγκρουσης δεν και τόσο είναι επιτυχής, παρά την ευφυή τραγική στιγμή που αυτές οι δυο διαδρομές τέμνονται με τον καταστροφικό ασπασμό (εκδίκηση, κατάλυση, επώδυνη κάθαρση) του Σέλιερς στις παρειές του Γιονόι μπροστά σε όλο το στρατόπεδο.
Τα προβλήματα συμβατότητας υπάρχουν και σε καθαρά δραματουργικό επίπεδο, κάτι που το εντόπισε εύστοχα ο Roger Ebert. Ο Όσιμα αναγκαστικά, εκ των πραγμάτων χειρίζεται τους Άγγλους «αγγλικά» (ή γενικότερα ευρωπαϊκά) και τους Ιάπωνες «ιαπωνικά». Παρακολουθούμε διαλόγους μεταξύ των Άγγλων σε ένα γνώριμο κλίμα ανταλλαγής συναισθημάτων και στοχασμών ενώ οι Ιάπωνες χρησιμοποιούνται ως δραματουργικά πιόνια σε σκακιέρα, απλά παριστάνουν. Από μόνα τους τα δυο επίπεδα λειτουργούν αλλά στις διασταυρώσεις μεταξύ τους η Ιαπωνική πλευρά αδικείται στα μάτια του δυτικού. Στην αντιπαράθεση, οι Ιάπωνες μοιάζουν με υστερικά νευρόσπαστα.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η αιτιολόγηση του χαρακτήρα του Σέλιερς. Είναι ο παράξενος, ο ιδιόρρυθμος, ο απείθαρχος, που δεν το πολυνοιάζει η ζωή του (κάτι σαν Λόρενς της Αραβίας). Ως εδώ καλά. Θα μπορούσε να είναι έτσι και να δοθεί η εξήγηση με την εξομολόγησή του στον Λόρενς, που άλλωστε δίνεται. Βέβαια το φιλμ ακολουθεί το βιβλίο του Sir Laurens Van Der Post, «The Seed and the Sower» αλλά έπρεπε να γίνουν αλλαγές. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Λόρενς έχει εγκαταλειφθεί σε ένα τυχοδιωκτισμό (όπως η στράτευση του) επειδή κάποτε στο κολέγιο δεν βοήθησε (από περηφάνια, μην κατηγορηθεί για ευνοιοκρατία) τον ευαίσθητο μικρό του αδελφό στην σκληρή δοκιμασία μύησης. Το αποτέλεσμα ήταν, ο αδελφός να μην τραγουδήσει ποτέ ξανά (με την αγγελική φωνή που διέθετε) και…τίποτε άλλο, αργότερα παντρεύτηκε και ανέλαβε μια φάρμα. Ακούγεται γελοίο αλλά έτσι είναι. Αν είχε αυτοκτονήσει μετά το καψόνι, θα το καταλαβαίναμε να είχε γυρίσει η ζωή του Σέλιερς τα πάνω κάτω. Αλλά επειδή ο αδελφός είχε απλά μια τραυματική εμπειρία;
Δεύτερο ατόπημα είναι ότι αυτή η ιστορία δίνεται σε flash-back στην αγγλική εξοχή που δημιουργεί μια περιττή ανομοιογένεια στο φιλμ, χώρια που αναγκάζει τον Μπόουϊ σε κάποιες σκηνές να παρουσιάζεται ως 18άρης ενώ είναι περίπου τριαντάρης. Θα αρκούσε λοιπόν μια εξομολόγηση στη φυλακή και τίποτε άλλο. Όμως υπάρχει ένα «αλλά»: Άραγε, έκρυβε και κείνος μια ομοφυλόφιλη επιθυμία την οποία καταχώνιασε στο ντουλάπι του μυαλού του με πρόσχημα το σφάλμα του απέναντι στον αδελφό; και ακόμη, μήπως η ευαισθησία του μικρού αδελφού υπαινίσσεται μια γονιδιακή ομοφυλοφιλική τάση; οπότε υπάρχει μια ενοχή-κατάρα αλά «Βρικόλακες» του Ίψεν; Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο αλλά αν αυτό ισχύει, είναι τόσο ανεπαίσθητο, τόσο ανάμεσα από τις γραμμές στο φιλμ, που δεν ανιχνεύεται εύκολα. Η προκλητική στάση του Σέλιερς απέναντι στον Γιονόι ήταν ανάστροφο-επιθετικό φλερτ; Μπορεί. Ένας Όσιμα, ως Ιάπωνας, αγαπά την ελλειπτική καταγραφή.
Ο Μπόουϊ καταφέρνει να δώσει μια πολύ καλή ερμηνεία ακριβώς γιατί καλείται να παίξει τον ρόλο ενός ιδιόρρυθμου, ανεξιχνίαστου, πολύσημου ατόμου, όπως ήταν και ο ρόλος του ως ροκ σταρ και conceptualist. Παρ όλο που ο Σακαμότο έπαιξε τον δικό του ρόλο άψυχα και επιτηδευμένα (σοκαρίστηκε όταν πρωτοείδε το φιλμ), λειτουργεί καλά ως διαταραγμένη περσόνα in the closet. Η επιλογή του Όσιμα, να διαλέξει τους δυο μεγάλους σταρ της εποχής ήταν εύστοχη (Ο Σακαμότο ήταν τότε ο Μπόουϊ της Ιαπωνίας) γιατί και οι δυο ήταν σύμβολα μια άφυλης, αμφισεξουαλικής επανάστασης.
Εντέλει, ο ιάπωνας μετρ δεν κριτικάρει τα ταμπού ή τον μιλιταρισμό ειδικά αλλά τους θεσμούς γενικότερα. Παρά τα προβλήματα, η ταινία παράγει μια κινηματογραφική γοητεία (για αυτό και έμεινε στη μνήμη μας) που υπογραμμίζεται από την γλυκόπικρη μελωδία αλλά και το πολύ αρμονικό με την αφήγηση score που έγραψε ο Σακαμότο.
Βαθμολογία: