
Ο Ζερόμ είναι πωλητής σκαφών αναψυχής στη Νίκαια. Αλλά αν ρωτήσετε τον ίδιον, στον ελεύθερο χρόνο του ο Ζερόμ είναι επίσης αστροναύτης, παγκόσμιος πρωταθλητής στο καράτε και κολλητός της Μις Υφήλιος. Στην πραγματικότητα, ο Ζερόμ είναι παθολογικός ψεύτης. Λέει ψέματα σε όλους, για τα πάντα! Κανείς δεν τον πιστεύει, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να λέει ακόμα περισσότερα ψέματα. Μια μέρα όμως, ο Τζερόμ θα ξυπνήσει για να ανακαλύψει ότι όλα τα ψέματά του έχουν γίνει πραγματικότητα… και αυτό είναι μόνο η αρχή των προβλημάτων.
Σκηνοθεσία:
Olivier Baroux
Κύριοι Ρόλοι:
Tarek Boudali … Jerome Berada
Artus … Thibault Berada
Pauline Clement … Chloe
Louise Coldefy … Virginie
Bertrand Usclat … Etienne
Karim Belkhadra … Salim Berada
Catherine Hosmalin … Genevieve Berada
Guy Lecluyse … Jean-Pierre
Florence Muller … Caroline
Jeremy Lopez … Jacques
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Olivier Baroux
Παραγωγή: Guillaume Colboc, Sidonie Dumas
Μουσική: Philippe Kelly
Φωτογραφία: Arnaud Stefani
Μοντάζ: Arnaud Careo
Σκηνικά: Severine Guilbaud
Κοστούμια: Charlotte Betaillole
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Menteur
- Ελληνικός Τίτλος: Μια του… Ψεύτη
- Διεθνής Τίτλος: Natural Born Liar
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Menteur (2019)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Menteur των Eric K. Boulianne, Emile Gaudreault, Sebastien Ravary.
Παραλειπόμενα
- Πρόκειται για σχεδόν άμεσο ριμέικ μιας καναδικής εμπορικής επιτυχίας του 2019. Μοιράζονται τον ίδιο τίτλο, μια κι εκείνη ήταν γαλλόφωνη (Κεμπέκ).
- Κρατήθηκε στις γαλλικές αίθουσες επί 14 εβδομάδες, κόβοντας 934.163 εισιτήρια.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/8/2023
Η κεντρική ιδέα της πρωτότυπης ταινίας δυστυχώς προσφέρεται πολύ έντονα για ηθικοπλαστικό κήρυγμα, και το συγκεκριμένο ριμέικ παίρνει αυτόν ακριβώς τον δρόμο. Βέβαια αυτό θα ήταν ανεκτό αν προέκυπτε μια αποτελεσματική τουλάχιστον κωμωδία, αλλά ειδικά σε αυτό το πεδίο είναι που βγαίνει η περισσότερη πίκρα…
Ο Olivier Baroux φαίνεται εδώ να μπερδεύει από την αρχή μέχρι το τέλος του φιλμ του το υπερβολικό με το αστείο. Δεν υπάρχει ούτε ένα γκαγκ που να διαθέτει έστω λίγη λεπτότητα, για να μη γίνει εκτεταμένα λόγος για τις ουκ ολίγες φορές που οι «μάρκες» του γέλιου ποντάρονται πάνω σε στερεότυπα που, θεωρητικά πάντα, έχουν ξεπεραστεί τα τελευταία χρόνια. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν έρχεται η ώρα της τρίτης πράξης και πρέπει να γίνει μια στροφή προς ένα ύφος υποτίθεται σοβαρότερο για να σερβιριστεί και το τελικό μήνυμα, όπου υιοθετούνται οι χειρότερες αμερικανικές συνήθειες όσον αφορά το είδος της κωμωδίας, με δράση, μελό και ρομάντζο να μπαίνουν στο μείγμα βλάπτοντας τελικά και όχι ενισχύοντας το σύνολο. Το οποίο μήνυμα είναι κακό και στην ουσία του (πέρα από το ότι ο τρόπος με τον οποίο «σερβίρεται» στον θεατή δείχνει πως ο Baroux τον αντιλαμβάνεται ως ανήλικο σε επίπεδο συναισθήματος και νοημοσύνης), καθώς εμμέσως πλην σαφώς το σενάριο κατηγοριοποιεί όλα τα ψέματα ως κακά, χωρίς να μπαίνει καν στη διαδικασία να αναρωτηθεί για τις περιπτώσεις που πρέπει ένα άτομο να προστατευθεί, μην επιθυμώντας προφανώς να ακολουθήσει μια πιο σύνθετη διαδρομή γύρω από το θέμα. Ουσιαστικά, αν υπάρξει κάποιος που πάρει στα σοβαρά το «νόημα», μετά το τέλος της θέασης θα έχει μια χειρότερη θεώρηση, και όχι καλύτερη! Και είναι και οι λεπτομέρειες που συσσωρεύονται και πετάνε εκτός ακόμη και τον καλόπιστο θεατή, από την άποψη ότι τελικά προκύπτει ένα κινηματογραφικό σύμπαν που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματική ζωή (από το πώς γίνεται ανεκτός ο πρωταγωνιστής στην εταιρεία στην οποία δουλεύει με δεδομένη την τάση του να ψεύδεται ασύστολα μέχρι το ότι στις διαπροσωπικές του σχέσεις τη «βγάζει καθαρή» έχοντας πει πράγματα που είναι ικανά να οδηγήσουν σε «κόψιμο λάσπης»).
Και είναι κρίμα μεταξύ άλλων γιατί ο Tarek Boudali στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ έχει ως βάση ένα πολύ κακό υλικό, φαίνεται να έχει κάποιες δυνατότητες. Κάτω από τον ορυμαγδό των κρυάδων διακρίνεται μια αυτοπεποίθηση στο πώς θα αποδώσει τον χαρακτήρα του καθώς και αρκετή ενέργεια. Αυτά τα γνωρίσματα όμως θα αναδεικνύονταν και θα αναγνωρίζονταν αν υπήρχε μια αξιόλογη αφετηρία από το κείμενο ήδη, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει εδώ. Εξίσου λυπηρό είναι ότι μια σειρά από καρατερίστες που ευχαρίστως θα τους έβλεπε κανείς σε κάτι εξίσου εύθυμο αλλά σίγουρα ανώτερο καλλιτεχνικά σπαταλιούνται σε γελοιότητες και μούτες που υποτιμούν εξόφθαλμα το ταλέντο τους.
Αν απλά υπήρχε ένα σουρεαλιστικό χάος αποτελούμενο από παράλογες καταστάσεις, ελέω της βασικής σεναριακής σύλληψης, πιθανότατα να προέκυπτε κάτι διασκεδαστικό, αλλά δυστυχώς επικρατεί ο συντηρητισμός σχεδόν σε όλα τα μέτωπα. Το «Μια του… Ψεύτη» ξεκινάει σαν ένα κουραστικό ανέκδοτο που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ και καταλήγει σαν κακό παραμύθι με έναν δασκαλίστικο τόνο που θα κούραζε ακόμη και το πιο πρόθυμο να ακούσει παιδί.
Βαθμολογία: