Σεντ Λούις, 1903. Οι Σμιθ ανατρέφουν τέσσερις όμορφες κόρες κι ανάμεσα τους είναι η 17χρονη Έσθερ. Η Έσθερ έχει τσιμπηθεί με τον νέο γείτονα, ο οποίος ίσα που την προσέχει. Όμως, το νέο που συνταράσσει τη φαμίλια είναι πως ο Κος Σμιθ μετατέθηκε στη Νέα Υόρκη και πρέπει να μετακομίσουν.

Σκηνοθεσία:

Vincente Minnelli

Κύριοι Ρόλοι:

Judy Garland … Esther Smith

Margaret O’Brien … ‘Tootie’ Smith

Mary Astor … Κα Anna Smith

Leon Ames … Κος Alonzo Smith

Lucille Bremer … Rose Smith

Tom Drake … John Truett

Marjorie Main … Katie

Joan Carroll … Agnes Smith

Harry Davenport … ο παππούς

Henry H. Daniels Jr. … Alonzo ‘Lon’ Smith Jr.

June Lockhart … Lucille Ballard

Hugh Marlowe … συνταγματάρχης Darly

Chill Wills … Κος Neely

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Irving Brecher, Fred F. Finklehoffe

Παραγωγή: Arthur Freed

Μουσική: Roger Edens, Conrad Salinger

Φωτογραφία: George J. Folsey

Μοντάζ: Albert Akst

Σκηνικά: Lemuel Ayers, Cedric Gibbons, Jack Martin Smith

Κοστούμια: Irene Sharaff

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Meet Me in St. Louis
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Τραγούδι της Αγάπης

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Meet Me in St. Louis της Sally Benson.

Κύριες Διακρίσεις

  • Ειδικό Όσκαρ στη Margaret O’Brien για ανήλικη ηθοποιό. Υποψήφιο για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας και τραγουδιού (The Trolley Song).

Παραλειπόμενα

  • Προέρχεται από μια σειρά μικρών ιστοριών της Sally Benson με γενικό τίτλο The Kensington Stories, που δημοσιεύονταν τακτικά στο περιοδικό The New Yorker από το 1941 έως το 1942. Στη συνέχεια η Benson ένωσε τις 8 από αυτές με 4 νέες και δημιούργησε το ομώνυμο μυθιστόρημα του 1942, κομμένο στα κεφάλαια του ανά μήνα από τη ζωή των ηρώων.
  • Ήταν ο Arthur Freed που εντόπισε άμεσα το μυθιστόρημα, και το πρότεινε στον Louis B. Mayer, όπου και πείστηκε κι αγόρασε τα δικαιώματα με 25 χιλιάδες δολάρια. Στον νου του Mayer ήταν κάτι αντίστοιχο με τη νοσταλγική οικογενειακή ιστορία του Life with Father, που παίζονταν ακόμα με μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ από το 1939 (αργότερα, το 1947, θα γίνει και κινηματογραφική επιτυχία).
  • Ο Vincente Minnelli δεν είχε μεγάλη ακόμα πορεία ως σκηνοθέτης, εργαζόμενος κυρίως επί των σκηνικών και των κοστουμιών, και αυτή ήταν η αρχική του θέση κι εδώ πριν βρεθεί στην κεντρική καρέκλα του σετ.
  • Η μεν Garland δεν ενέκρινε τα σενάρια που ολοκληρώνονταν ενώ αντιμετώπιζε παράλληλα ισχυρά ψυχολογικά προβλήματα, ο δε τότε δεσμός της, ο διάσημος σκηνοθέτης Joseph L. Mankiewicz, παραλίγο να βάλει ταφόπλακα στην παραγωγή, επειδή τη χρειάζονταν για άλλη ταινία (εντέλει ο σκηνοθέτης άφησε την MGM για τη Fox και το πρόβλημα λύθηκε αυτόματα).
  • Η ιδέα του Minnelli να συνοδεύεται κάθε έναρξη κεφαλαίου με μια ευχητήρια κάρτα ήταν δάνειο από τους Υπέροχους Άμπερσονς του Orson Welles.
  • Ο Vincente Minnelli γνώρισε για πρώτη φορά εδώ την Garland, και το 1945 παντρεύτηκαν.
  • Επιτυχία στα ταμεία, όπου κατατάχτηκε δεύτερο στη χρονιά του. Το κόστος του ήταν στα 1,8 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τα κέρδη στα 6,5. Με τις επανεκδόσεις αυτά ανέβηκαν στα 12,8.
  • Η ταινία έγινε ριμέικ το 1959 για την τηλεόραση (με την Jane Powell στον κεντρικό ρόλο), το 1966 και πάλι για την τηλεόραση (αυτή τη φορά με τη Shelley Fabares), και το 1989 ως μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, όπου εκεί προστέθηκαν τραγούδια.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Μεγάλη επιτυχία στην εποχή του αποτέλεσε το τραγούδι The Trolley Song, με τη φωνή της Garland. Με τα χρόνια, το Have Yourself a Merry Little Christmas, πάλι τραγουδημένο από την ίδια, κέρδισε πόντους ως κλασικό για τα Χριστούγεννα. Από τα υπόλοιπα ξεχώρισαν τα: Meet Me in St. Louis, Louis και The Boy Next Door.
  • Το τραγούδι Boys and Girls Like You and Me με τη φωνή της Garland κόπηκε από την ταινία. Επέζησε μεν η ηχογράφηση του, αλλά χάθηκε για πάντα το εν λόγω απόσπασμα επί του φιλμ.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 2/1/2019

Ένα από τα καλύτερα μιούζικαλ της δεκαετίας του 1940, μιας περιόδου που το είδος πέρασε μια μεταβατική φάση στις ΗΠΑ, από τις εξτραβαγκάνζες μετά τον βωβό στην αρτιότητα της φουλ Technicolor δεκαετίας του 1950. Συνηθίζονταν μάλιστα αυτά τα κλασικά και χαλαρά θέματα, άλλωστε η χώρα δεν ήθελε να βαρύνει περισσότερο το κλίμα παράλληλα με τον μεγάλο πόλεμο, αν και η συγκεκριμένη ταινία κάνει το λίγο παραπάνω να μη δώσει τελείως ένα feel-good αποτέλεσμα. Αυτό άλλωστε ήταν και το σινεμά του Vincente Minnelli, που δεν ένιωθε τόσο άνετα με την κωμωδία, αλλά αντίθετα του ταίριαζε πολύ η νοσταλγία για καιρούς που η οικογένεια ήταν η βάση της κοινωνίας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε μια ιδανική για την εποχή και τον τόπο που αναφερόμαστε οικογένεια, ίσως ιδανικότερη κι από τις επιταγές που βάραιναν τη συντηρητική Αμερική, ειδικά προς τον Νότο των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Minnelli εκμεταλλεύεται εκείνο το θαμπό έγχρωμο της δεκαετίας του 1940 (πρωτοσυστημένο για τα καλά στις ΗΠΑ από το 1939), και σε μια χρονιά που οι ειδήσεις μιλούσαν για την αιματηρή απόβαση στη Νορμανδία και τη μαινόμενη μάχη στον Ειρηνικό, είπε να αποδώσει τη θαλπωρή των εννοιών σπίτι και ειρήνη. Τα προβλήματα πράγματι της οικογένειας Σμιθ είναι ποταπά σε σχέση με όσα συνέβαιναν τότε στον κόσμο, αλλά είναι και η ιδανική απόδραση για ένα κοινό που δεν αποζητά από τον κινηματογράφο να τον βαρύνει περισσότερο. Το φιλμ, όμως, παρότι το χειρότερο που έχουν να πάθουν οι ήρωες είναι το να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη, εκμεταλλεύεται δεόντως αυτό το «κακό» για να μεταδώσει μια έντονη πικρία, που κλιμακώνεται όσο το φιλμ κυλάει προς το φινάλε του. Κανείς από τους νεότερους ήρωες δεν θα ενηλικιωθεί από τα βάσανα, στο κάτω-κάτω δεν υπάρχει ούτε ένας «κακός» χαρακτήρας που να απειλεί αληθινά την ευτυχία όλων. Έτσι, το αναμενόμενο φινάλε μπορεί να είναι ένας θρίαμβος υπέρ του αγαπημένου μας τόπου, μα ακόμα κι ο πατέρας που στέκεται εμπόδιο επί αυτού του θριάμβου, εμπνέει μονάχα αγάπη και κατανόηση. Σε πρόβλημα να βρισκόμαστε, θα έλεγε ένας σύγχρονος θεατής, κι εν μέρει θα είχε τα δίκια του…

Όμως, το φιλμ στέκει κινηματογραφικά πάνω από την ελαφρότητα του θέματος του. Τόσο η συλλογική ερμηνεία ενός καστ που πείθει ότι είναι και στην πραγματικότητα μια οικογένεια, όσο οι όμορφες λήψεις της κάμερας που ρουφάνε την αλλαγή εποχών, αλλά και μια σειρά από εύηχα τραγούδια που δεν ακούγονται σήμερα ως χασμωδίες, όπως τα περισσότερα της εποχής τους. Η Judy Garland παρουσιάζεται κι αυτή ωριμότερη από ποτέ, κουβαλώντας με το γλυκόπικρο βλέμμα της τον τόνο της ταινίας. Τέλος, το σενάριο είναι όμορφα γραμμένο, προσεγμένο στους διαλόγους του, τρυφερό όταν πρέπει, με κωμικές αναλαμπές όταν χρειάζονται, και γενικά δεν σε πετάει ποτέ έξω από το σύνολο με τραβηγμένες σκηνές. Όσο όμως κι αν αγαπάει αυτό το σενάριο όλους τους χαρακτήρες του (αν και η Garland τρώει φιλμικά πολύ χρόνο από την ανάπτυξη των υπόλοιπων προσώπων), αγαπάει ιδιαίτερα τα μικρά κοριτσάκια του σπιτιού, με ιδιαίτερη αδυναμία στη Margaret O’Brien, μια ηθοποιό που δεν ευτύχησε να έχει ισάξια καριέρα στη συνέχεια με αυτή που έκανε ως παιδί.

Δεν λείπει το γέλιο, ούτε το απλό χαμόγελο, ούτε η συγκίνηση, ούτε οι εξάρσεις, ούτε και το δάκρυ. Το φιλμ δεν άντεξε στον χρόνο ιδιαίτερα λόγω του «μαλθακού» του θέματος, αλλά είναι αυτό το πακέτο νοσταλγίας που όλοι θέλουμε να βλέπουμε, ειδικά σε περίοδο εορτών. Μια νοσταλγία που δεν αφορά μονάχα την οικογένεια, το πατρικό μας ή την πόλη που γεννηθήκαμε, αλλά κι έναν κινηματογράφο απόλυτης αθωότητας και αγνών συναισθημάτων.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *