Τον Νοέμβρη του 1951, η ηρεμία της 4077 κινητής στρατιωτικής χειρουργικής ομάδας διαταράσσεται από την άφιξη δύο χειρουργών, που είναι μεν καλοί γιατροί αλλά φριχτοί στρατιώτες. Οι χειρουργοί καλούνται να αντιμετωπίσουν την καθημερινότητα ενός πολέμου και τη φρίκη του, και το κάνουν με άφθονο χιούμορ.
Σκηνοθεσία:
Robert Altman
Κύριοι Ρόλοι:
Donald Sutherland … λοχαγός Benjamin Franklin ‘Hawkeye’ Pierce Jr.
Elliott Gould … λοχαγός John Francis Xavier ‘Trapper John’ McIntyre
Tom Skerritt … λοχαγός Augustus Bedford ‘Duke’ Forrest
Sally Kellerman … ταγματάρχης Margaret ‘Hot Lips’ O’Houlihan
Robert Duvall … ταγματάρχης Frank Burns
Roger Bowen … αντισυνταγματάρχης Henry Braymore Blake
Rene Auberjonois … πάτερ John Patrick ‘Dago Red’ Mulcahy
David Arkin … αρχιλοχίας Wade Douglas Vollmer
John Schuck … λοχαγός Walter Koskiusko ‘Painless Pole’ Waldowski
Carl Gottlieb … λοχαγός John ‘Ugly John’ Black
Gary Burghoff … δεκανέας ‘Radar’ O’Reilly
Fred Williamson … λοχαγός Oliver Harmon ‘Spearchucker’ Jones
Michael Murphy … λοχαγός Ezekiel Bradbury “Me Lay” Marston V
Bud Cort … Warren Boone
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ring Lardner Jr.
Παραγωγή: Ingo Preminger
Μουσική: Johnny Mandel
Φωτογραφία: Harold E. Stine
Μοντάζ: Danford B. Greene
Σκηνικά: Arthur Lonergan, Jack Martin Smith
Κοστούμια: Diana Wilson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: M*A*S*H
- Ελληνικός Τίτλος: M*A*S*H
- Εναλλακτικός Τίτλος: MASH
- Εναλλακτικός Τίτλος: M.A.S.H.
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: MASH: A Novel About Three Army Doctors του Richard Hooker.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Sally Kellerman) και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ). Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Elliott Gould και Donald Sutherland) σε κωμωδία/μιούζικαλ, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Sally Kellerman) και σενάριο.
- Βραβείο Bafta Ηνωμένων Εθνών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Elliott Gould), μοντάζ και ήχο.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο Ring Lardner Jr. έκανε πολλές αλλαγές επί του σεναρίου σε σχέση με το μυθιστόρημα του 1968, το οποίο ο Altman περιέγραψε -χρόνια αργότερα- ως “αρκετά χάλια” και “κάπως ρατσιστικό”. Όμως, ο Altman συνέχισε την ίδια λογική και με το σενάριο, όπου χρησιμοποιήθηκε από αυτόν μόνο ως εφαλτήριο. Παρότι ήταν πολλές οι πηγές τότε που ανέφεραν ότι ο Lardner είχε εκνευριστεί από τις ελευθερίες που έπαιρνε ο σκηνοθέτης επί του κειμένου του, ο ίδιος έμελλε ο σεναριογράφος να το αρνηθεί.
- Υπήρξε η πρώτη σημαντική χολιγουντιανή ταινία που πήρε άδεια για να χρησιμοποιήσει τη λέξη “fuck”. Παρότι ήδη υπήρχαν κάποιες περιθωριακές ταινίες που είχαν εύκολη τη βωμολοχία, εδώ γεννήθηκε επί του Χόλιγουντ μια νέα εποχή στον συγκεκριμένο τομέα.
- Ο Altman δεν έβρισκε τότε ακόμα εύκολα καλές δουλειές, και επίμονος στο προσωπικό του στιλ αρνούνταν κακής ποιότητας επιλογές που του δίνονταν. Ο ίδιος είχε πει ότι είχε εξασκηθεί να εργάζεται για ανθρώπους που δεν νοιάζονταν για την ποιότητα. Εδώ άρπαξε την ευκαιρία αφού η Twentieth Century Fox είχε εγκρίνει δύο πανάκριβες πολεμικές ταινίες (Τόρα! Τόρα! Τόρα! και Πάτον), και η δική του τους φάνηκε φτηνή και άκοπη.
- Εντάσεις ανάμεσα στο καστ και τον σκηνοθέτη σημάδεψαν τα γυρίσματα. Αναφέρεται ότι οι Sutherland και Gould ξόδεψαν το ένα τρίτο του χρόνου τους προσπαθώντας να απολυθεί ο Altman (αν και η αναφορά αυτή δεν θεωρείται κάτι το επίσημο). Αργότερα ο σκηνοθέτης είχε πει ότι αν γνώριζε για το πρόβλημα που είχαν οι δύο ηθοποιοί, θα είχε παραιτηθεί από μόνος του. Ο Gould απάντησε με ένα γράμμα απολογίας, κι αυτό ήταν αρκετό για να γίνει από τους πλέον σταθερούς ηθοποιούς στις επόμενες ταινίες του Altman.
- Επειδή η 20th Century Fox φοβόταν ότι το κοινό θα μπερδευόταν και θα νόμιζε ότι έβλεπε τον πόλεμο του Βιετνάμ (στον οποίο βέβαια παρέπεμπε νοηματικά η ταινία), προστέθηκε μια υπόδειξη στην αρχή της, ενώ και οι ανακοινώσεις στα μεγάφωνα του στρατοπέδου προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν πονηρά τον ίδιο σκοπό. Όταν γυρίστηκαν ως εξτρά οι συγκεκριμένες σκηνές με τις ανακοινώσεις, ήταν και η ημέρα που ο άνθρωπος πάτησε για πρώτη φορά στο φεγγάρι.
- Σε ρόλο κομπάρσου στρατιώτη εμφανίζεται στιγμιαία ο Sylvester Stallone.
- Κοστίζοντας μόνο 3 εκατομμύρια δολάρια, κατέληξε να είναι η τρίτη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της χρονιάς με έσοδα 81,6 (στη Γαλλία ήταν στην κορυφή). Η επιτυχία γέννησε το ομότιτλο σίριαλ, που αποδείχτηκε εξίσου χρυσοφόρο, και κράτησε από το 1972 ως το 1983, γεννώντας με τη σειρά του και τρία spin-off (Trapper John, M.D., After MASH και W*A*L*T*E*R). Σε αυτό πρωταγωνιστής ήταν ο Alan Alda, και ο μόνος σύνδεσμος επί του κεντρικού καστ με την ταινία ήταν ο Gary Burghoff.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ανάμεσα στο σάουντρακ του Johnny Mandel, ξεχωρίζει το κλασικό Suicide Is Painless, σε στίχους του 14χρονου τότε γιου του σκηνοθέτη, Mike Altman. Στα φωνητικά είναι οι John Bahler, Tom Bahler, Ron Hicklin και Ian Freebairn-Smith, που όμως δεν αναφέρονται στους τίτλους. Αυτό άνοιγε αργότερα και το σίριαλ, αλλά σε ινστρουμένταλ εκδοχή.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 21/8/2021
Το λιγότερο που παρατηρεί κάποιος στην ταινία που χάρισε τον Robert Altman στον κινηματογραφικό πλανήτη είναι το θάρρος. Όχι μόνο για να μπει στη ρίζα των αμερικανικών στρατευμάτων και να τη σατιρίσει εν καιρώ Βιετνάμ, αλλά και για να παρουσιάσει σε ένα ευρύ κοινό ένα «αλαλούμ» σινεμά που στερείται ακόμα και βασικές αρχές του μοντάζ. Κι όμως, δεν χρειάζεται μόνο να δούμε την εισπρακτική του επιτυχία για να πούμε ότι όλο αυτό λειτούργησε μια χαρά, και προς όφελος του θεατή.
Το Χόλιγουντ γυρνάει για τα καλά σελίδα μέσα στη συγκεκριμένη περίοδο, και το M*A*S*H είναι από τις ταινίες που το έσπρωξαν για τα καλά προς μια νέα φάση. Μια φάση που εισέβαλε ένας ρεαλισμός που τον γνώριζες ως πολίτης μονάχα ότι όντως υπήρχε στον τομέα που τύχαινε να κινείσαι. Το ότι όμως ο άνθρωπος δεν φοβόταν να είναι είτε αθυρόστομος, είτε εξωφρενικός για να κάνει την πλάκα του, είτε, το κυριότερο, απλός άνθρωπος με χίλια-δυο μη-εγκληματικά ελαττώματα, έπρεπε να περάσουν κάμποσες δεκαετίες για να μεταφερθεί μαζικά και στην τέχνη. Το χαλάκι λοιπόν είχε πια σηκωθεί για τα καλά, και στην προκειμένη αποκάλυπτε ένα στράτευμα που δεν μοιάζει με όσα παρουσίαζαν ως τότε οι πολεμικές φανφάρες. Ειδικά μιλώντας για το ιατρικό σώμα, δεν χρειάζεται κανείς παρά να έχει κάνει φαντάρος για να γνωρίζει ότι χαίρει μια διαφορετικής ελευθερίας σε σχέση με τον απλό φαντάρο, μια και είναι άνθρωποι που «εκβιάζουν» το σύστημα έχοντας στα χέρια τους ένα όπλο ισχυρότερο και εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτά που παίρνουν ζωές.
Ο Altman χαίρεται ολοφάνερα με το χάος που επιβάλλει στο στρατόπεδο, ένα χάος που ως τότε δεν διαφαίνονταν ούτε στην κινηματογράφηση των πιο αιματηρών σκηνών μάχης. Ο ένας μιλάει πάνω στον άλλον, οι ανακοινώσεις είναι σαν «μαστουρομένες», οι βαθμοί χάνονται μετά τα δύο-τρία πρώτα ποτηράκια, ενώ το θέαμα ενός ανθρώπου ανοιγμένου στο -ομαδικό- χειρουργείο εναλλάσσεται με το σεξουαλικό όργιο που κάνει την υπηρεσία ανεκτή. Sutherland και Gould ταιριάζουν καταπληκτικά με το όλο μπάχαλο, ως δύο κλασικοί κωμικοί χαρακτήρες που το καταδιασκεδάζουν σε κάθε τους στιγμή. Βέβαια, η μνήμη ίσως επικεντρωθεί περισσότερο στη Sally Kellerman, ως τον ιδανικό «σάκο του μποξ», σε ένα φιλμ που έχει μονάχα τυπικά καλούς και κακούς (δεν πρόκειται για παραμύθι με καλές νεράιδες και κακές μάγισσες), παρασέρνοντας σε καθολικά στους ρυθμούς της «έξω καρδιάς».
Το χιούμορ ολοένα και ανεβαίνει από σκηνή σε σκηνή, σαν να γράφεται το σενάριο ανάλογα με τα κέφια που βρίσκεται το καστ, αν και είναι το στοιχείο του φιλμ που κάποιους μπορεί να απογοητεύσει σε σχέση με μια παραδοσιακή κωμωδία. Κι αυτό επειδή είναι η σάτιρα που κόβει πρώτη το νήμα, με το χιούμορ να είναι ανά σημεία ακόμα και «μπακαλίστικο», με απώτερο σκοπό να αποδώσει το φιλμ ως γενικό κλίμα.
Επί του συνόλου, ο Altman κάνει το δημιουργικό του «θέλω» και ευτυχεί να δώσει στη σάτιρα αυτό το κάτι που χρειάζονταν μια εξτρά τόλμη που ως τότε στέκονταν ενάντια στους κώδικες λογοκρισίας. Ως δημιουργός χρειάστηκε να περάσει κάμποσα κύματα ακόμα για να βρει την ταυτότητα του στην ολότητα της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το όνομα που άφησε παρακαταθήκη δεν στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό και σε αυτή την πρώτη του «οβίδα».
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 23/8/2021
1951. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα, οι Hawkeye Pierce (Donald Sutherland) και Duke Forrest (Tom Skerritt), δυο νεαροί χειρουργοί σε κινούμενο νοσοκομείο, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την καθημερινή φρίκη του πολέμου υιοθετώντας έναν διαφορετικό τρόπο ζωής. Έχοντας στο πλάι τους τον μυστηριώδη χειρουργό θώρακος, το «καμάκι» John McIntyre (Elliott Gould), βιώνουν μια σειρά επεισοδίων όπως έναν αγώνα αμερικάνικου ποδοσφαίρου με μια άλλη στρατιωτική μονάδα, το ταξίδι στο Τόκιο για να χειρουργήσουν τον γιο ενός γερουσιαστή και να παίξουν γκολφ, και την ανακάλυψη ότι η αυστηρή αδελφή προϊσταμένη, «Hot Lips» O’Houlihan (Sally Kellerman), είναι φυσική ξανθιά. H ζωή στον στρατό είναι δύσκολη, ειδικά εν καιρώ πολέμου…
Ο Robert Altman υπήρξε ένας από τους βασικούς συντελεστές της αναγέννησης του αμερικανικού κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του 1970. Ήταν ένας σχολαστικός ανατόμος της αμερικανικής κοινωνίας, σε τόσο ποικίλες, παραδοσιακές ή σύγχρονες μορφές της. Ως γνήσιος ιμπρεσιονιστής προσπάθησε να απαλλάξει τα έργα του από τη θεατρικότητα και την«λογοτεχνικότητα» που κουβαλά το σινεμά από την γέννηση του. Δημιούργησε έναν διεισδυτικό και σκόπιμα ακατάστατο κινηματογραφικό κόσμο που ξηλώνεται στις ραφές του από ήχους, εικόνες, χαρακτήρες και χρονικές αναστροφές. Υπήρξε ο εμπνευστής της συχνής χρήσης του αλληλο-επικαλυπτόμενου και συχνά αυτοσχεδιαστικού διαλόγου, αλλά και αναγνωρισμένος βιρτουόζος στη χρήση της κάμερας.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία, το «M.A.S.H.» (1970), είναι μια αντιπολεμική σάτιρα για το Βιετνάμ. Ο Altman θεμελίωσε το όραμα του πάνω στους αναγνωρίσιμους και παραδοσιακούς κώδικες, μόνο και μόνο για να τους ανατρέψει στη συνέχεια, δημιουργώντας ευφυείς παρεκτροπές στα σεναριακά μοτίβα. Αν και επέλεξε γραμμική αφήγηση, περιφρόνησε πολλές σκηνοθετικές συμβάσεις και κατάφερε να σατιρίσει αλλά και να αναζωογονήσει το κουρασμένο είδος της πολεμικής ταινίας.
Ο τίτλος «Μ.A.S.H.» αντιπροσωπεύει το «Mobile Army Surgical Hospital» (Κινούμενο Στρατιωτικό Νοσοκομείο), που αποτελεί τον χώρο δράσης του φιλμ. Η επιτυχία ήταν τεράστια και αναπάντεχη, καθιερώνοντας τον Robert Altman ως έναν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της γενιάς του, ενώ ενέπνευσε και μια μακροχρόνια τηλεοπτική σειρά. Και μπορεί η αναφερόμενη πολεμική σύγκρουση να γίνεται στην Κορέα, αλλά για τους θεατές του 1970 η σάτιρα του Altman αποκρυστάλλωνε τον σκεπτικισμό τους για τον ατέρμονο εφιάλτη του Βιετνάμ, που σιγά αλλά σταθερά αποσάθρωνε τη ζωή και την αυτοπεποίθηση της Αμερικής. Η απεικόνιση ενός ζοφερού μείγματος χάους, σφαγής και παράνοιας εξέφραζε απόλυτα το αναρχικό, επαναστατικό πνεύμα της δεκαετίας του 1970 με το διογκωμένο αντιπολεμικό μήνυμα και την περιφρόνηση της εξουσίας.
Στο «Μ.A.S.H.» ο Altman θα δείξει για πρώτη φορά μερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της στιλιστικής υπογραφής του: μεγάλος αριθμός εκκεντρικών χαρακτήρων που μιλούν γρήγορα, παράταξη μικρών επεισοδίων αντί μιας δομημένης πλοκής, αντιπαραβολή της πραγματικής ζωής με τις ανακοινώσεις του στρατοπέδου, αλληλοεπικαλυπτόμενοι καυστικοί διάλογοι.
Το σενάριο του βετεράνου Ring Lardner Jr βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Richard Hooker, αλλά ο Altman σχεδόν το αγνόησε και έκανε ό,τι ήθελε, με δικές του αναδιαμορφωμένες σεκάνς, εξαλείφοντας μεγάλο μέρος του διαλόγου και κυρίως εμβαθύνοντας στο επαναστατικό και μη πολιτικά ορθό πνεύμα του φιλμ.
Η ταινία αν και κωμωδία έχει έναν πολύ σκοτεινό τόνο, με γραφική απεικόνιση της σφαγής: πενικιλίνη, τόνοι αίματος, ακρωτηριασμοί και συναρμολόγηση κομματιών ανθρώπινων σωμάτων. Η φρίκη των χειρουργείων είναι μια ξεκάθαρη μεταφορά για τη σφαγή στο Βιετνάμ. Η αφήγηση αντιπαραβάλλει συνεχώς τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών εκτός υπηρεσίας με τα καθήκοντά τους ως άριστοι χειρουργοί που επιδιορθώνουν ακρωτηριασμένα σώματα νέων ανθρώπων. Η ασεβής συμπεριφορά τους, τα παράλογα και φαινομενικά ανώριμα καμώματα τους είναι το αντίβαρο στη φρίκη που βιώνουν, για να διατηρήσουν τη λογική και την κανονικότητά τους.
Η υπαινικτική παρτιτούρα του Johnny Mandel υποστηρίζει την κωμωδία και, κατά περίπτωση, προσθέτει το δικό της μέτρο. Αυτό που μένει ανεξίτηλο στη μνήμη είναι η ακουστική κιθάρα και η φωνή του Ken Prymus στο υπέροχο τραγούδι των τίτλων “Suicide Is Painless”.
Ατρόμητο και τολμηρό, το «MASH» σατιρίζει τη δόξα του πολέμου, τη στρατιωτική γραφειοκρατία, την κοινωνική υποκρισία, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Δείχνει δυσπιστία και ασέβεια σε κάθε είδους εξουσία-στρατιωτική ή πολιτική -και σε κάθε είδους ηθική-θρησκευτική ή κοσμική. Εχθρός της ταινίας δεν είναι ο αντίπαλος στρατός που δεν απεικονίζεται, αλλά ο κυνικός μιλιταρισμός και ο φασιστικός σοβινισμός που καλλιεργούν ψευδο-αξίες, όπως η τιμή, η γενναιότητα και η ευλάβεια που απονέμονται σε αυτούς που σκοτώνουν και όχι σε αυτούς που σώζουν ζωές.
Βαθμολογία: