Το Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1930 επανεκτιμάται μέσα από το βλέμμα του δηκτικού, αλκοολικού σεναριογράφου Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς καθώς αγωνίζεται να ολοκληρώσει το σενάριο του Πολίτη Κέιν για τον Όρσον Γουέλς.
Σκηνοθεσία:
David Fincher
Κύριοι Ρόλοι:
Gary Oldman … Herman J. Mankiewicz
Amanda Seyfried … Marion Davies
Lily Collins … Rita Alexander
Tom Burke … Orson Welles
Charles Dance … William Randolph Hearst
Arliss Howard … Louis B. Mayer
Tom Pelphrey … Joseph L. Mankiewicz
Sam Troughton … John Houseman
Ferdinand Kingsley … Irving Thalberg
Tuppence Middleton … Sara Mankiewicz
Joseph Cross … Charles Lederer
Jamie McShane … Shelly Metcalf
Leven Rambin … Eve
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jack Fincher
Παραγωγή: Cean Chaffin, David Fincher, Eric Roth, Douglas Urbanski
Μουσική: Trent Reznor, Atticus Ross
Φωτογραφία: Erik Messerschmidt
Μοντάζ: Kirk Baxter
Σκηνικά: Donald Graham Burt
Κοστούμια: Trish Summerville
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Mank
- Ελληνικός Τίτλος: Mank
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Πολίτης Κέιν (1941)
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ φωτογραφίας και σκηνικών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Gary Oldman), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Amanda Seyfried), μουσική, κοστούμια, ήχο και μακιγιάζ/κομμώσεις.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Gary Oldman) σε δράμα, δεύτερου γυναικείου ρόλου (Amanda Seyfried), σεναρίου και μουσικής.
- Βραβείο Bafta σκηνικών. Υποψήφιο για σενάριο, μουσική, φωτογραφία, κοστούμια και μακιγιάζ/κομμώσεις.
Παραλειπόμενα
- Ο πατέρας του Fincher έγραψε το σενάριο κατά τη δεκαετία του 1990, και ο γιος του είχε σκοπό να το κάνει ταινία μετά το Παιχνίδι το 1997 και με τον Kevin Spacey πρωταγωνιστή. Αυτό όμως δεν έγινε λόγω της επιμονής του σκηνοθέτη να γίνει ασπρόμαυρο, κι ενώ το 2003 έφυγε από τη ζωή ο Jack Fincher.
- Το σενάριο στηρίχτηκε σε ένα άρθρο του 1971 από την Pauline Kael για το περιοδικό New Yorker, όπου υποστήριζε ότι το όνομα του Welles δεν έπρεπε να μπει καθόλου στο σενάριο. Το συγκεκριμένο άρθρο εξόργισε τότε πολλούς κριτικούς, ενώ και στη συνέχεια επιδέχτηκε επικρίσεις κι από ιστορικούς τέχνης.
- David Fincher και Gary Oldman συνδέονται προσωπικά μέσω της Donya Fiorentino, με την οποία τυχαίνει να έχουν παντρευτεί -και διαζευχθεί- αμφότεροι. Οι φήμες θέλουν οι καταστροφικές εμπειρίες των δύο αυτών γάμων να αποτέλεσαν την έμπνευση για το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε (2014), την προηγούμενη ταινία του Fincher.
- Η Amanda Seyfried αποκάλυψε ότι ο σκηνοθέτης επέβαλε 200 φορές το γύρισμα της πρώτης της λήψης, κάτι που χρειάστηκε μία εβδομάδα. Στη συγκεκριμένη σκηνή, η ηθοποιός δεν είχε καν διαλόγους.
- Ο ήχος είναι μονοφωνικός, ώστε όπως και το ασπρόμαυρο να παραπέμπουν στην εποχή που γυρίστηκε ο Πολίτης Κέιν.
- Γυρίστηκε με κάμερες RED Monstrochrome 8K, ενώ δεν υπάρχει πουθενά κάποια εναλλακτική έγχρωμη εκδοχή.
- Τα 6 χρόνια που άφησε ενδιάμεσα ο David Fincher από την προηγούμενη του ταινία, είναι και το μεγαλύτερο σκηνοθετικό “κενό” της καριέρας του.
- Η ταινία είναι μια παραγωγή του Netflix, που όμως βγήκε στις αίθουσες πριν καταλήξει στην ιντερνετική του πλατφόρμα.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Trent Reznor και Atticus Ross συνέθεσαν και το τραγούδι (If Only You Could) Save Me, που ακούγεται από την Adryon de Leon.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 7/12/2020
Ο Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς, γνωστός ως Μανκ, είναι ένας επιτυχημένος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας που στις αρχές της δεκαετία του 1930 μετακομίζει στην Καλιφόρνια για να ενταχθεί στο δυναμικό των σεναριογράφων ενός μεγάλου χολιγουντιανού στούντιο. Χάρη στις παχυλές απολαβές και την όχι ιδιαιτέρως απαιτητική δουλειά που καλείται να φέρει εις πέρας, τα ποικίλα πάθη του βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να ανθίσουν. Ο Μανκ είναι ένας άνθρωπος εθισμένος στον τζόγο, στο αλκοόλ, στην αβάσταχτη ελαφρότητα της σόου μπίζνες, και η Καλιφόρνια είναι το κατάλληλο μέρος για αυτόν.
Λιγότερο από επτά χρόνια αργότερα, θα θεωρηθεί ξοφλημένος, ένας πρόωρα συνταξιοδοτημένος άνθρωπος του χώρου που χτενίζει σενάρια άλλων δίχως να διαθέτει και ιδιαίτερη διορατικότητα. Μέχρι που του ανατίθεται από τον Όρσον Γουέλς, το νέο τρομερό παιδί του Χόλιγουντ η συγγραφή ενός σεναρίου. Ο Μανκ -αναρρώνοντας από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που του έχει στερήσει την κινητικότητα- μεταφέρεται σε μία απομονωμένη μονοκατοικία προκειμένου με τη βοήθεια της αγγλίδας γραμματέως του ονόματι Ρίτα να συγκεντρωθεί και να γράψει αυτό που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το σενάριο ενός ασύλληπτου φιλμ: του «Πολίτη Κέιν».
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ μετά από πολυετή κινηματογραφική απουσία κατά την οποία κινήθηκε τηλεοπτικά σε γνώριμα γι’ αυτόν μονοπάτια με το «Mindhunter», επιστρέφει -ένα μεγάλο ζήτημα είναι και το σε ποιο μέσο βέβαια- για να αφηγηθεί μία ιστορία που εκτυλίσσεται στο απώτερο παρελθόν του αμερικανικού σινεμά. Βασισμένος σε ένα σενάριο που έγραψε ο πατέρας του προ δύο δεκαετιών, ο αμερικανός δημιουργός εγκαταλείπει το αφηγηματικό comfort zone του: στο «Mank» δεν υπάρχει ούτε περιπέτεια, ούτε αγωνία, ούτε serial killers. Υπάρχει όμως πολύ σινεμά, από αυτό που ο ίδιος γνωρίζει από την καλή και από την ανάποδη.
Ο Φίντσερ επιλέγει να δώσει στην ταινία του μία όψη παραπλήσια με αυτήν που είχαν οι ταινίες της πρώτης δεκαετίας του ομιλούντος κινηματογράφου, περίοδο κατά την οποία τα στούντιο γνώριζαν τεράστια ακμή. Έτσι, ο σπουδαιότερος μάστορας του ψηφιακού δημιουργεί μια εικόνα που θυμίζει παλιό φιλμ, με το κάψιμο από την αλλαγή της μπομπίνας, τα τρικ της εποχής σε εφέ (επί παραδείγματι οι σκηνές που εκτυλίσσονται εντός ενός κινούμενου αυτοκινήτου) και ηχητικό περιβάλλον. Σε επίπεδο μοντάζ, ασπάζεται τις δημοφιλείς τακτικές της περιόδου, με τα fade out να κυριαρχούν έναντι του περισσότερου σύγχρονου τρόπου editing.
Ποτέ όμως δεν ενδίδει σε μια νοσταλγική αποτύπωση. Αποφεύγει χαρακτηριστικά το παλιακό aspect ratio της εποχής, ενώ μία προσεκτική ματιά μαρτυρά ότι και το ασπρόμαυρό της φωτογραφίας του δεν αναπαριστά την φιλμική εικόνα της δεκαετίας. Δημιουργεί ηθελημένα μία ατελή ψευδαίσθηση, μία οπτική παραπομπή σε μία αλλοτινή εποχή, όχι κάποιον φόρο τιμής που εξαντλείται μόλις αποδώσει τα εύσημά του. Και τούτο γιατί στην πραγματικότητα το «Mank» απέχει σταθμούς από μια πράξη αγάπης για το σινεμά ή έναν έπαινο από αυτούς που συνηθίζει το Χόλιγουντ να λατρεύει γιατί του θυμίζουν τις στιγμές της μαγείας του.
Η σύνδεση του έργου με τη βαριά σκιά του «Πολίτη Κέιν» και της κληρονομιάς του κινείται σε παρεμφερή επίπεδα. Ο Φίντσερ είναι ένας δημιουργός ικανός κατά τρόπο ανάλογο του Γουέλς: διαθέτει ένα μεγάλο εγώ, το οποίο όμως προκύπτει από το ίδιο το έργο του και όχι από τα εισιτήρια που κόβει ή ένα μιντιακό τσίρκο λαϊκισμού. Είναι κατά κανόνα ψυχρός πίσω από την κάμερα, η σκηνοθεσία του κλινικά τέλεια, κάθε τι στη θέση που οφείλει να βρίσκεται για να υπηρετήσει το όραμά του. Στην προκείμενη ταινία, οι αναφορές στον κινηματογραφικό κολοσσό του Γουέλς είναι θρασείς όσο και πολύτιμες στη δραματουργία. Δεν πρόκειται για υπόκλιση, αλλά για αναγνώριση μεγαλείου. Ο Φίντσερ θα δανειστεί γωνίες λήψεις και σκιάσεις, ένα άδειο μπουκάλι που ξεγλιστρά από το χέρι του Μανκ και παραπέμπει στο εκκωφαντικό «Rosebud» δια στόματος Τσαρλς Φόστερ Κέιν, ένα μεγάλο τραπέζι σαν αυτό που παρήλαυναν οι συνδαιτημόνες του Κέιν συναντά κανείς και εδώ. Όμως ο Φίντσερ κοιτά τον Γουέλς στα μάτια, όπως αρμόζει σε έναν δημιουργό που εκτιμά ειλικρινά την ταινία ενός άλλου. Δεν αναζητά δανεική λάμψη από τον «Πολίτη Κέιν», διότι απλούστατα δεν την έχει ανάγκη.
Γι’ αυτό και είναι ατελέσφορες οι συζητήσεις περί του πού στέκεται το «Mank» ως προς την ιστορική αλήθεια του μυστηρίου που συνιστά η καταγωγή του σενάριο του «Κέιν». Ο πατέρας Φίντσερ ως σεναριογράφος εκκινεί από ένα διάσημο άρθρο της Πολίν Κέιλ γραμμένο τη δεκαετία του 1970 σύμφωνα με το οποίο το σενάριο γράφτηκε εξολοκλήρου από τον Μάνκιεβιτς και ας μοιράστηκε το κρέντιτ και το Όσκαρ με τον Γουέλς. Μιμείται μάλιστα με επιτυχία και τον τρόπο γραφής που κυριαρχεί στο σενάριο του «Πολίτη Κέιν», με τις συνεχείς χρονικές μετατοπίσεις της πλοκής. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ παίρνει αυτή την αρχική θέση (αληθή ή μη, καμία σημασία δεν έχει για το παρόν έργο, αλλοίμονο αν η μυθοπλασία διατηρεί καθήκον ιστορικής ακριβείας, ειδικά στα δικά της χωράφια) και την αφηγείται σε δύο κύριους άξονες: Το «Mank» αφορά μια ιστορία προσωπικών δαιμονίων και ένα πανίσχυρο σύστημα σχέσεων εξουσίας.
Ο Χέρμαν Μάνκιεβιτς που γράφει το σενάριο του «American» (αυτός υπήρξε ο working title του όλου project, οι λέξεις «Πολίτης Κέιν» δεν ακούγονται ποτέ στην ταινία) είναι ένας άνθρωπος καθηλωμένος, εθισμένος πλέον, εκτός των λοιπών, και στην απόκρουση κάθε πιθανότητας διαφυγής από τη διασκεδαστική και διασκεδασμένη δυστυχία του. Όσο το σενάριο της ταινίας ανατρέχει στις μέρες τις δόξας του, που ουδέποτε υπήρξαν ιδιαίτερα λαμπρές, ο Φίντσερ αναδεικνύει έναν πανέξυπνο αλαζόνα, που διαθέτει ένα κοφτερό μυαλό και σουλατσάρει στα μεγάλα σαλόνια των στούντιο και των ιδιοκτητών τους χάρη στο έμφυτο ταλέντο του να τους χαρίζει το γέλιο με τις ετοιμόλογες ατάκες του. Ανάμεσα στους λοιπούς μεγιστάνες, ο Μανκ θα βρεθεί να δειπνεί και στο πλευρό του κολοσσού του τύπου και του επιχειρηματικού κόσμου Ουίλιαμ Ράντολφ Χερστ που θα αποτελέσει στο μέλλον πηγή έμπνευσης για τον «Πολίτη Κέιν», αλλά και της αισθητά νεότερης αυτού συντρόφου του, Μάριον Ντέιβις, που τυγχάνει γνωστή ηθοποιός.
Ο Μανκ είναι ένας άνθρωπος που δεν έπαιρνε στα σοβαρά το σινεμά ως ενασχόληση, απηχώντας έτσι τις αντιλήψεις μίας ολόκληρης γενιάς ταλαντούχων γραφιάδων που είδαν στη βιομηχανία του κινηματογράφου την ευκαιρία για μια σειρά από καλοπληρωμένες αρπαχτές που θα τους εξασφάλιζαν μία άνετη ζωή σε συνθήκες περιρρέουσας οικονομικής ύφεσης. Με άλλα λόγια, ο Μανκ δεν διέθετε ικανή διορατικότητα ώστε να αντιληφθεί ότι η βιομηχανία των κινούμενων εικόνων που τον θρέφει τόσο πλουσιοπάροχα με όλους τους εθισμούς του όχι απλώς άλλαξε τον κόσμο, αλλά απέκτησε και την δυνατότητα να τον διαμορφώνει κατά το δοκούν. Όταν θα το συνειδητοποιήσει, θα είναι πλέον αργά για τον ίδιο, θα έχει συμμετάσχει στη ζημιά. Η μόνη απάντηση που θα του απομείνει είναι μια πικρή αναδρομή στη ζωή ενός εκ των βασικών κεφαλαίων αυτής της βιομηχανίας, του Χερστ. Μια δριμεία γραπτή δήλωση εκ μέρους του ότι έχει γίνει μάρτυρας της ζάμπλουτης δυστυχίας ενός ανθρώπου που είχε την εξουσία να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του, αλλά με τίμημα μια εξαντλητική μοναξιά. Ένα έργο ζωής για τον Μάνκιεβιτς πάνω στην αβίωτη ζωή του Χερστ.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου μετατρέπεται στα χέρια του Φίντσερ σε ξεναγός του θεατή σε ένα εν πολλοίς αθέατο κέντρο εξουσίας, τα πανίσχυρα στούντιο του Χόλιγουντ. Ο απόκληρος Μανκ, ένας γελωτοποιός που το σύστημα τον ξέβρασε όταν σταμάτησε να το διασκεδάζει, συγκινεί τον Αμερικανό δημιουργό. Είχε άλλωστε και ο ίδιος συρράξεις με τα μεγάλα στούντιο, έχει τους δικούς του λόγους να αισθάνεται την πίκρα που εδώ εκφράζει. Μέσα από τις συναναστροφές του Μανκ, ο θεατής γνωρίζει ένα σύστημα αλληλεξαρτώμενων κεφαλαίων και εξουσιών που ουσιαστικά υποδεικνύει στο κινηματογραφικό κοινό τι θα σκεφτεί.
Ένα κοντόφθαλμο σύνολο ανθρώπων που κυριαρχείται από μικροπολιτικά και κομματικά συμφέροντα είναι για τον Φίντσερ όλο το στουντιακό συνονθύλευμα. Τότε, την εποχή που τα συνδικάτα έμοιαζαν να έχουν ηττηθεί και τα εργατικά δικαιώματα λαμβάνονταν ως ρητορείες των σοσιαλιστών, το Χόλιγουντ κυριαρχούνταν από τους Ρεπουπλικανούς. Και ο Φίντσερ αναρωτιέται ρητορικά αν σήμερα που έχει αλλάξει μετερίζι, έχει μεταβληθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο το modus operandi του.
Υπό αυτή την ανάγνωση, το «Mank» είναι κάθε άλλο παρά ταινία που γεννάται από την αγάπη του Φίντσερ για το σινεμά. Περισσότερο μοιάζει να περιγράφει το δέος του (με την ετυμολογική έννοια, του φόβου) για τη διαχρονική δύναμη της βιομηχανίας που δύναται να παρεισφρήσει στα πολιτικά πράγματα της χώρας με τέτοια ένταση, ικανοποιώντας της ορέξεις των χρηματοδοτών της. Και η συγκυρία προς τούτο είναι κρίσιμη: οι κλυδωνισμοί του στουντιακού συστήματος στην παρούσα συνθήκη είναι εντονότατοι και το Netflix, ως σημαντικό αντίπαλο δέος, καλεί έναν εκ των λαμπρότερων αποβλήτων των στούντιο να αφηγηθεί μια ιστορία που εκείνα του αρνούνταν για χρόνια αναφορικά με τη σκοτεινή πλευρά του Χόλιγουντ. Και αυτός φυσικά θα αδράξει την ευκαιρία, αφού απέναντι στα στούντιο τα έχει μαζεμένα για πάνω από μία εικοσαετία.
Θα στηλιτεύσει τον στρουθοκαμηλισμό τους (η στάση τους απέναντι στους ανερχόμενους ναζί), θα ειρωνευτεί την καλλιτεχνική αμορφωσιά τους (η σπαρταριστή σκηνή όπου το συγγραφικό τιμ του Μανκ εμπαίζει τον Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ), θα εκφράσει τον αποτροπιασμό του απέναντι στα πρώιμα fake news που κατασκευάζουν προκειμένου να επέμβουν στις εκλογικές αναμετρήσεις. Και όλα αυτά θα τα αφηγηθεί όχι μέσω ενός μαχητή της αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη, αλλά μιας φιγούρας που μοιάζει με θλιβερή εκτροπή όσων όφειλε να είναι. Ο Μανκ θα υψώσει ανάστημα ετεροχρονισμένα και βεβιασμένα, μέσω ενός μεθυσμένου λογυδρίου που θα απευθύνει σε κωφεύοντες. Και αν υποτεθεί ότι ο χαρακτήρας της ταινίας είναι μια προβολή του ίδιου του Φίντσερ, παρατηρεί κανείς ότι η μάχη του εναντίον των στούντιο δεν δίδεται με όρους ιδεολογικού αγώνα, αλλά ανείπωτης στέρησης δυνατοτήτων και πίκρας για τα ματαιωμένα οράματα.
Είναι ομολογουμένως μια δύστροπη ταινία το «Mank», η πρώτη στην καθηλωτικά τέλεια φιλμογραφία του Φίντσερ έως τώρα. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι, ούσα μία τόσο βαθιά προσωπική δημιουργία. Απαιτεί προϋφιστάμενη γνώση και ενδιαφέρον του θεατή επί των κινηματογραφικώς πεπραγμένων στην Αμερική της δεκαετίας του 1930, ίσως ακόμα και μια αντίληψη της περιπετειώδους πορείας της σχέσης του Ντέιβιντ Φίντσερ με τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο. Δεν είναι μία τέλεια ταινία, αφού ορισμένες από τις συνδέσεις του Μανκ με άλλους χαρακτήρες δεν αποκτούν την προσδοκώμενη ένταση, ενώ και οι συνεχείς μετατοπίσεις του χωροχρονικού πλαισίου της αφήγησης, μολονότι ορίζονται με σαφήνεια από τους τίτλους που καθοδηγούν τον θεατή σαν να διαβάζει το σενάριο, πιθανώς δυσχεραίνουν τη θέαση. Από την άλλη, είναι μια καθαρή ταινία Φίντσερ, το οποίο σημαίνει ότι αρκετές στιγμές αναγκάζει τον θεατή να θαυμάσει την αρτιότητα του θεάματος καθαυτή (ιδίως με τη συχνή χρήση του deep focus και εδώ, άλλη μία παραπομπή στο φιλμ του Γουέλς). Είναι αληθινά απαστράπτον το ασπρόμαυρό του Mank, από αυτά που εύχεται κανείς να είχε απολαύσει σε μεγάλη οθόνη δίχως οποιονδήποτε περισπασμό.
Η πρώτη πράξη της ταινίας κυριαρχείται από μια γοητευτική απεικόνιση μιας χρυσής για τον Μανκ εποχής, με σπιρτόζικο διάλογο και ακαταμάχητη γοητεία. Στη συνέχεια, ο Φίντσερ επιβραδύνει, φέρνοντας στο νου τον τρόπο που διαρθρώνεται ο «Πολίτης Κέιν», ακολουθώντας και τον αντίστοιχο τόνο. Επιμένει στις απογοητεύσεις του ανυποχώρητα σαρδόνιου πρωταγωνιστή του, κατά τον τρόπο με τον οποίο τις βιώνει σε κύριες στιγμές τις πορείας του. Όπως ομολογεί άλλωστε σε δύο σημεία, μάλλον αμυντικά, η αφήγηση είναι ένας κύκλος και όχι μία ευθεία γραμμή και το δίωρο μιας ταινίας ανεπαρκές για να αφηγηθείς μία ολόκληρη ζωή, ικανό μόνο για να αφήσεις μία εντύπωση, όπως και εν προκειμένω.
Ο πρωτοστάτης Γκάρι Όλντμαν, ο οποίος αριστεύει σε όλες τις αποχρώσεις του ρόλου του, ξορκίζοντας κάθε υποψία εξτραβαγκάνζας προς την οποία συνήθως ρέπει υποκριτικά, πλαισιώνεται πανάξια από τις γυναικείες παρουσίες της ταινίας. Άπασες, από τη σύζυγο του Μανκ έως τη γραμματέα του, γεμάτες με αξιοπρέπεια, ανθρωπιά και περισσότερη ενσυναίσθηση από κάθε ανδρικό χαρακτήρα. Πρώτη όλων η Μάριον Ντέιβις της εξαιρετικής Αμάντα Σέιφριντ, που κινείται εκτός των στερεοτυπικών σημείων που ορίζει η θέση της στο πλευρό του μεγιστάνα Χερστ.
Το «Mank» είναι μια ταινία πολλαπλών θεάσεων για το όποιο κοινό δύναται να βρει, πυκνή όπως κάθε φιντσερική δημιουργία, και πολιτική με μεγαλύτερη σαφήνεια από κάθε προηγούμενη του δημοφιλούς σκηνοθέτη. Απαιτητική ακόμα και για κοινό σεσημασμένα σινεφίλ. Ειδικά οι φανατικοί οπαδοί του Όρσον Γουέλς αναμενόμενα θα δυσανασχετήσουν με την απεικόνιση αυτού. Η σαφής μομφή βέβαια του δημιουργού είναι λιγότερο προσωπική προς τον Γουέλς, όσο συνολική προς το κινηματογραφικό σύστημα εντός του οποίου βρίσκουν θέση και τα επονομαζόμενα wunderkinds/τρομερά παιδιά με υπετροφικούς εγωισμούς. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία κατέχει μια μοναδική θέση στη φιλμογραφία του Ντέιβιντ Φίντσερ, και δεν μοιάζει με καμία άλλη δημιουργία του.
Βαθμολογία: