Η Μαϊσάμπελ Λάσα χάνει τον σύζυγο της το 2000 μετά από χτύπημα της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ. Κι ενώ οι δολοφόνοι του βρίσκονται στη φυλακή, εκείνη θα εξελιχθεί σε διευθύντρια του γραφείου συγγενών θυμάτων της τρομοκρατίας στη Χώρα των Βάσκων. 11 χρόνια αργότερα, η Μαϊσάμπελ θα λάβει ένα γράμμα μέσα από τις φυλακές, σταλμένο από έναν από τους δολοφόνους. Αυτός δηλώνει μετάνοια, και θέλει να μιλήσουν από κοντά. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς, η Μαϊσάμπελ αποδέχεται την πρόταση και βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν που πήρε τη ζωή του συζύγου της.

Σκηνοθεσία:

Iciar Bollain

Κύριοι Ρόλοι:

Blanca Portillo … Maixabel Lasa

Luis Tosar … Ibon Etxezarreta

Urko Olazabal … Luis Carrasco

Maria Cerezuela … Maria Jauregui

Tamara Canosa … Esther

Maria Jesus Hoyos … η μητέρα της Ibon

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Isa Campo, Iciar Bollain

Παραγωγή: Juan Moreno, Guillermo Sempere, Koldo Zuazua

Μουσική: Alberto Iglesias

Φωτογραφία: Javier Agirre

Μοντάζ: Nacho Ruiz Capillas

Σκηνικά: Mikel Serrano

Κοστούμια: Clara Bilbao

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Maixabel
  • Ελληνικός Τίτλος: Μαϊσάμπελ

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Blanca Portillo), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Urko Olazabal) και νέας ηθοποιού (Maria Cerezuela) στα Goya. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Luis Tosar), σενάριο, σχεδιασμό παραγωγής, μουσική, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, ήχο και μακιγιάζ/κομμώσεις.
  • Βραβείο βασικής ταινίας στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Παραλειπόμενα

  • Το σενάριο της βασικής ταινίας είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα.
  • Την παγκόσμια διανομή ανέλαβε η Walt Disney μέσω της Buena Vista International.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 30/6/2022

Ο όρος «αποκαταστατική δικαιοσύνη» δημιουργήθηκε ώστε να παρέχει μια οικειοθελή ευκαιρία τόσο στον δράστη όσο και στο θύμα να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, ένα πλαίσιο που πηγάζει από την ηθική οπτική ότι η δικαιοσύνη απαιτεί πολύ περισσότερα από την τιμωρητική ποινή του παραβάτη, ο οποίος οφείλει να βρει έναν τρόπο να επανορθώσει για το κακό που προκάλεσε, κάνοντας τον κόσμο καλύτερο από τον ό,τι τον άφησε με τις πράξεις του.

Αυτή η μορφή δικαιοσύνης δίνει το δραματουργικό έναυσμα για να ξεδιπλωθεί μια πανανθρώπινη ιστορία που ίσως κι αυτή να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της την πρόθεση να δείξει πώς ο κόσμος θα μπορούσε να γίνει καλύτερος αν επέλεγε τον δύσκολο δρόμο που ακολούθησε η Iciar Bollain για να την αφηγηθεί: αυτόν της ακρόασης σε αντίθεση με αυτόν της σπαραξικάρδιας κατηγορίας, και κατά κινηματογραφική επέκταση, ένα στιβαρό και πολύπλοκο συναισθηματικά δράμα χαρακτήρων σε αντίθεση με το πιο εύπεπτο και επιρρεπές στον λαϊκισμό κοινωνικό μελόδραμα.

Αντιμετωπίζω σαν δεδομένο το γεγονός ότι η Bollain είναι μια εξαιρετικών δυνατοτήτων σκεπτόμενη σκηνοθέτις, και κάθε σκηνή ανεξαιρέτως επιβεβαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό καθώς έστω και μία κατάδειξη ενός εν βρασμώ ψυχής ξεσπάσματος θα έκανε το όλον να κατέρρεε, αποτυγχάνοντας όχι μόνο στις προθέσεις της αλλά και στην αποδοχή της ταινίας. Επιτρέποντας στον εαυτό της να μπει μέσα στην ύπαρξη του θύτη, όσο βάρβαρη κι αν είναι, και να του δώσει φωνή επιτρέποντας σε αυτά που ο μέσος νους θα θεωρούσε ανήκουστα να ακουστούν, η Bollain, μαζί με τη συν-σεναριογράφο Isa Campo, απευθύνεται στον διάλογο ως τη μόνο διέξοδο από κάθε βαθιά ριζωμένη σύγκρουση. Αυτή είναι η αποστολή που αποφασίζει να φέρει εις πέρας η πρωταγωνίστρια Μαϊσάμπελ Λάσα ώστε να αποτινάξει το σκοτάδι που έχει κυριεύσει τη ζωή της μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του συζύγου της, αποδεχόμενη την πρόσκληση να συνομιλήσει με το υπεύθυνο μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης, αφού στο μυαλό της δεν υπάρχει άλλος δρόμος: «Είμαι δεμένη με αυτούς τους ανθρώπους για όλη την υπόλοιπη ζωή μου».

Το ψυχικό μεγαλείο της Μαϊσάμπελ δεν παρουσιάζεται στην οθόνη ελαφρά την καρδία. Όπως η ταινία αφήνει να εννοηθεί, η Μαϊσάμπελ είναι η μοναδική που αποδέχεται μια τέτοια συνάντηση προτού το πρόγραμμα διακοπεί εν τάχει, και το αντίστοιχο συμβαίνει και από την πλευρά των θυτών. Ασχέτως αν εδώ ο όρος «θύτης» δεν αναφέρεται σε έναν αμετανόητο εγκληματία, η Bollain δεν αφήνει την παραμικρή υπόνοια ότι δοξάζει τον μετανοημένο δολοφόνο, αντίθετα χτίζει σταθερά το υπόβαθρο ώστε να προσφέρει φωνή σε όλες τις απόψεις, προς αναζήτηση ενός συμβιβασμού μεταξύ δύο έντονα διαφοροποιημένων και διχασμένων πλευρών.

Και εκεί φανερώνεται η πραγματική μαεστρία της, εστιάζοντας με δημιουργικό πάθος και κατορθώνοντας να δώσει αλήθεια στις συνομιλίες μεταξύ θυμάτων και εκτελεστών, παρουσιάζοντας έναν δρόμο ώστε να προχωρήσουμε και να κλείσουμε τον κύκλο της αδικαιολόγητης και αδιάκριτης βίας, των διαλυμένων οικογενειών, του συνεχούς πόνου. Και το κάνει χωρίς την αφέλεια να παρουσιάσει αυτό τον δρόμο σαν την εύκολη απάντηση, αντιθέτως δημιουργώντας ερωτήσεις για το πώς είναι δυνατόν η Μαϊσάμπελ να επιχειρεί καν αυτή τη συνομιλία, και, από την αντίθετη πλευρά, γιατί οι δύο θύτες είναι οι μοναδικοί που την επιδιώκουν. Άλλωστε, όπως τόσο οδυνηρά η πρόσφατη ιστορία της δικής μας χώρας απέδειξε, είναι πιο εύκολο να βρεθείς στη θέση των δύο θυτών της ταινίας παρά σε αυτή της Μαϊσάμπελ.

Ένα ακόμα πολύ σημαντικό επίτευγμα της ταινίας είναι ότι τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίζεται είναι υψίστης σημασίας για την ιστορία της Ισπανίας, αλλά κατορθώνει να λειτουργεί πλήρως ακόμα κι αν ο θεατής δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Τα ιστορικά στοιχεία εμφανίζονται λιγότερο με σκοπό να προσδιορίσουν ένα πλαίσιο, και κυρίως για να προσδώσουν σημαντικότητα στον άνθρωπο και τη συνθήκη. Είναι μια ταινία που θα έπρεπε να προβληθεί και να βάλει σε σοβαρές καλλιτεχνικές σκέψεις τους έλληνες δημιουργούς, οι οποίοι θέλουν να ασχοληθούν δραματουργικά με την ιστορία της χώρας, των οποίων οι πρόσφατες εγχώριες κινηματογραφικές απόπειρες μοιάζουν οδυνηρά λίγες μπροστά στο πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργεί εδώ η Iciar Bollain.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *