Για να αποφύγει τη φυλακή, ο 30άρης Μιλάν αναγκάζεται να εκτελέσει 300 ώρες κοινωφελούς εργασίας σε έναν οίκο ευγηρίας. Οι πρώτες του εβδομάδες είναι μια πραγματική κόλαση. Γρήγορα όμως υιοθετείται από τους συνταξιούχους, ιδιαίτερα από μια ομάδα 7 αχώριστων που του διδάσκουν, ο καθένας με τον τρόπο του, το όραμά του για τη ζωή. Με τις εβδομάδες, ο Μιλάν ανακαλύπτει ότι το ίδρυμα εκμεταλλεύεται την ευπάθεια των ενοίκων του. Τότε αποφασίζει να οργανώσει μια μεγάλη απόδραση, αλλά τα προβλήματά του δεν έχουν τέλος…

Σκηνοθεσία:

Thomas Gilou

Κύριοι Ρόλοι:

Kev Adams … Milann Rousseau

Gerard Depardieu … Lino Vartan

Daniel Prevost … Alfred de Gonzague

Mylene Demongeot … Simone Tournier

Jean-Luc Bideau … Edmond Van de Wer

Liliane Rovere … Sylvette Leroux

Firmine Richard … Fleurette Jean-Marie

Marthe Villalonga … Claudine Valege

Antoine Dulery … Daniel Ferrand

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Catherine Diament, Kev Adams

Στόρι: Kev Adams, Romain Levy

Παραγωγή: Kev Adams, Elisa Soussan

Μουσική: Julien Cohen, Claude Morgan

Φωτογραφία: Pierric Gantelmi d’Ille

Μοντάζ: Sandro Lavezzi

Σκηνικά: Jacques Rouxel

Κοστούμια: Salome Koumetz

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Maison de Retraite
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Πανσιόν
  • Διεθνής Τίτλος: Retirement Home

Παραλειπόμενα

  • Ο Thomas Gilou επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη μετά από 10 χρόνια.
  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η Mylene Demongeot ασθένησε με Covid-19.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 26/7/2022

Η γαλλική κωμωδία σαν είδος κατορθώνει να επιβιώνει στις μέρες μας χάρη στο κύρος που κουβαλάει από δημιουργίες περασμένων δεκαετιών, αφού μέσα στην πορεία του 21ου αιώνα η ποιότητά της έχει πέσει αισθητά και όχι μόνο λόγω της έντονης αμερικανοποίησής της. Πάντως στην Ελλάδα έχει βρει μια αμετακίνητη θέση με μαζικές κυκλοφορίες σε μια περίοδο όπου ο θεατής επιζητά ένα ανάλαφρο οπτικό ερέθισμα χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, για να συνοδεύσει την μπύρα του στο χαλικόστρωτο δάπεδο των κατάφυτων θερινών σινεμά.

Παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά μιας δυνητικά επιτυχημένης κωμωδίας (γαλλικής και όχι μόνο) στις μέρες μας, η “Πανσιόν” χτυπάει όλα τα σωστά κουτάκια. Πρώτον, έναν έμπειρο σκηνοθέτη του είδους με σεβαστά αποτελέσματα, παρότι οι ιστορίες του περιστρέφονταν γύρω από τις εβραϊκές και αφρικανικές κοινότητες της Γαλλίας, θεματικές επικίνδυνες όταν μια κωμωδία αντιμετωπίζεται με ελαφράδα. Δεύτερον, ένα καστ αποτελούμενο από ηλικιωμένη αφρόκρεμα ηθοποιών, όπου ηγείται ο εγγυητής εισιτηρίων Gerard Depardieu. Τρίτον, έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του Kev Adams, και τέταρτον, ένα κοινωνικό θέμα που θα αξιοποιηθεί ικανοποιητικά ώστε να καλύψει τη σεναριακή εξέλιξη αλλά και έναν σεβαστό αριθμό αστείων.

Ίσως να είμαι επηρεασμένος από το προσβλητικό περιεχόμενο υπό την κεκαλυμμένη μορφή της αποδοχής που αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη των “Θεέ Μου Τι Σου Κάναμε” και γι’ αυτό τον λόγο να ένιωσα τόση ασφάλεια να αφεθώ στο όμορφο και γλυκό χιούμορ της “Πανσιόν”, ένα χιούμορ που αποφεύγει τις χοντράδες παρότι βασίζεται σε ακραίες συμπεριφορές της τρίτης ηλικίας και παρουσιάζει μια εμμονή στο γκέι στοιχείο. Από την άλλη, όμως, πότε έχουμε ξαναδεί ένα λεωφορείο διακοσμημένο με τρόπο εφάμιλλο αυτού της “Πρισίλα, η Βασίλισσα της Ερήμου” εν είδει κωμικού ευρήματος χωρίς την παραμικρή διάθεση να προσβάλει έναν σκεπτόμενο θεατή; Σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες η “Πανσιόν” κερδίζει στα σημεία, και κατορθώνει να προσφέρει μια ουσιαστική ψυχαγωγία προσπερνώντας τα σεναριακά ατοπήματα που σπρώχνουν την ιστορία ειδικά προς το φινάλε έξω από τα όρια του πιστευτού.

Η δουλειά του σκηνοθέτη Thomas Gilou αρκείται στο να δώσει στην οπτικοποίηση κάθε σκηνής του σεναρίου τον κατάλληλο ρυθμό δίνοντας έμφαση στο εκάστοτε δυνατό χαρτί, κι αυτή είναι μια δουλειά διόλου αμελητέα αφού το όλον δεν διαθέτει κοιλιές και όλοι οι χαρακτήρες επιτελούν την αποστολή που τους έχει ανατεθεί. Οι ερμηνείες κινούνται σε επίπεδα άνω του απλώς αξιοπρεπούς, κυρίως λόγω του δυνατού καστ. Οι μορφασμοί του Depardieu αξιοποιούνται σαν εργαλείο για να προκληθεί άμεσα στον θεατή μια σφαιρική εικόνα για το επικίνδυνο στραβόξυλο που χαρακτηρίζει τον ρόλο του, ενώ οι υπόλοιποι ένοικοι της πανσιόν (στην πραγματικότητα ένα γηροκομείο που όμως αποτελεί μάλλον αντιεμπορικό τίτλο) κερδίζουν στιγμιαίες λάμψεις μέσα από γραφικές αναπαραστάσεις τύπων σε σκηνές αισθητά πιο σύντομης διάρκειας. Διόλου τυχαία, όμως, αυτές οι σύντομες σκηνές είναι κι αυτές που λειτουργούν περισσότερο.

Τα κοινωνικά θέματα είναι η αμφισβήτηση του σεβασμού και της αξιοπρέπειας της τρίτης ηλικίας, η υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος και οι κακές συνθήκες εργασίας στην καπιταλιστική αγορά. Όλα λειτουργούν απλώς ως πρόφαση σε ένα προδιαγεγραμμένα απολιτίκ σενάριο. Στο ίδιο πλαίσιο, η ερμηνεία του Kev Adams δεν εξελίσσεται ποτέ παραπάνω από αυτήν ενός θλιμμένου θύματος με καρδιά παιδιού, που όμως φανερώνει το ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε ένα κραταιό εμπορικό πρόσωπο όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τον Christian Clavier και τον Laurent Lafitte. Η συνύπαρξή του με τους άλλους ηθοποιούς δεν προκαλεί κάποια υποκριτική έξαρση, αφού οι σκηνές αυτές κατέχουν μάλλον ανεκδοτικό χαρακτήρα.

Πίσω από τις ευθείες λεκτικές αναφορές στον Μολιέρο αχνοφαίνεται στο κλίμα μια διάθεση να δανειστεί η “Πανσιόν” τον χαρακτηρισμό μιας σύγχρονης αναβίωσης. Είναι εμφανές ότι η δομή της δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, και την καταδικάζει στην καλύτερη περίπτωση να είναι μια απλώς καλή ταινία. Το ευτύχημα όμως είναι ότι το πετυχαίνει, και ένας θεατής που θα ζητήσει ακριβώς αυτό, όχι μόνο δεν θα φύγει απογοητευμένος, αλλά και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *